Μέρος Γ΄ (Δείτε μέρος Α’, μέρος Β‘)
Από τη στιγμή που ο Αντόν Τσέχοφ αντικρίζει τη Σαχαλίνη, καθώς το ποταμόπλοιο πλησιάζει τις ακτές του νησιού, έχει τη συναίσθηση ότι θα πατήσει το πόδι του σε ένα χώρο που μοιάζει με κόλαση. Βλέπει τις απόκρημνες λασπώδεις ακτές και γράφει λακωνικά: «Ζοφερή ακτή!». Έχει ομίχλη και καπνούς από φωτιές στις δασικές περιοχές, που καίγονται ανεξέλεγκτα, βράχια μπροστά και φάλαινες τριγύρω. Μια φύση πλούσια και άγρια. Αγριόπευκα, έλατα, σημύδες, αγριόλευκες, ιτιές, φλαμουριές, αγριοκερασιές, ασπράγκαθα, φτέρες και κολλητσίδες. Άλογα και αγελάδες, αλλά κυρίως αλεπούδες, ελάφια, βίδρες, λύγκες, λύκοι, τίγρεις, αγριόκουρκοι, λαγοί, σαμούρια, αρκούδες, τάρανδοι, χήνες, πάπιες, πέρδικες, σκίουροι, ρέγκες, σολομοί, θαλάσσια λιοντάρια… Κρύο, πάγος, άνεμοι, θύελλες, χιόνι και βροχές, υγρασία, σκοτεινιά με ελάχιστο ήλιο συνθέτουν το κλίμα. Το επάνω τρίτο του νησιού ήταν τότε ακατοίκητο λόγω κλίματος και εδάφους. Γι’ αυτό ονόμαζαν Βόρεια Σαχαλίνη το μεσαίο της τμήμα και Νότια Σαχαλίνη το κατώτερο μέρος του νησιού. «Όταν η φύση δημιούργησε τη Σαχαλίνη λίγο την ενδιέφερε ο άνθρωπος και οι ανάγκες του».
«Είναι το νησί-κάτεργο… Φαίνεται σαν να έχουμε φτάσει στο τέλος του κόσμου», γράφει. Ο Ταταρικός Πορθμός από τη μια μεριά, που δεν είναι παγωμένος την εποχή που πηγαίνει ο Τσέχοφ, και η Αχοτσκική Θάλασσα από την άλλη καλύπτουν το μακρόστενο νησί που έχει μήκος, παράλληλα με την ακτή, 948 χιλιόμετρα και πλάτος από 25 μέχρι 170 (900 και 25-125 ήταν οι μετρήσεις της εποχής). Τα δύο τρίτα μιας επιφάνειας 72.492 τ.χλμ. είναι ορεινά, καλυμμένα από αδιαπέραστα κωνοφόρα δάση και πολλές λίμνες, βάλτους, έλη και ποταμούς, με μεγαλύτερο τον Τιμ, που σε ένα σημαντικό μέρος των 330 χιλιομέτρων του είναι πλωτός. Ένα νησί που μοιάζει με οξύρρυγχο, όπως συνήθιζαν να λένε οι ταξιδιώτες.
Ένα νησί που το εξερεύνησαν και το διεκδίκησαν όλες οι μεγάλες δυνάμεις. Πρώτοι οι Ιάπωνες το 1613, οι Κινέζοι το 1710, και ακολούθησαν Γάλλοι, Άγγλοι, Ρώσοι… Το «κάτοργκα» (από την ελληνική λέξη «κάτεργο») της Σαχαλίνης ιδρύθηκε το 1857. Προϋπήρχαν τα κάτεργα της Σιβηρίας, από τον 17ο αιώνα. Τη χρονιά που έκανε το ταξίδι του ο Τσέχοφ, λειτουργούσαν κι άλλα κάτεργα στη Σιβηρία, όπως του Νερτσίνσκ στη Ζαβαϊκάλη και του Κάρα στον Αμούρ, στο οποίο διευθυντής επί δεκαοχτώ χρόνια ήταν ο διοικητής της Σαχαλίνης Β. Ο. Κανανόβιτς. Με νόμο του 1847 η εξορία ορίστηκε ως ποινή και για όσους εξεγείρονταν εναντίον του τσαρικού καθεστώτος, κι αυτό αφορούσε όλους τους λαούς που ανήκαν ή ήταν στη σφαίρα επιρροής της ρωσικής αυτοκρατορίας.
Η απογραφή
Ο Τσέχοφ δεν έχασε χρόνο στη Σαχαλίνη. Με απίστευτη αντοχή στις κακουχίες επισκέφτηκε 39 από τα 65 χωριά που υπήρχαν το 1890 στον χάρτη του νησιού, μερικά μεγάλα και πολλά μικρά, μέχρι και δέκα κατοίκους. Όλα αυτά δημιουργούνταν με διοικητικές αποφάσεις. Και μετά έστελναν καταδίκους να χτίσουν σπίτια και να ανοίξουν δρόμους. Για να εποικίσουν το νησί και να επεκτείνουν το δίκτυο επικοινωνίας. Με φρουρές σε ορισμένα για να πιάνουν τους δραπέτες. Σε μερικούς οικισμούς μπορείς να πας μόνο όταν έχει άμπωτη ή με βάρκες ή με έλκηθρα με σκυλιά ή μόνο με τα πόδια. Τα περισσότερα σπίτια δεν έχουν έπιπλα, πολλά ούτε παράθυρα. Όλα ξύλινα, με άχυρα, χώμα και φλοιούς δέντρων για σκεπή. «Ήρθατε στου διαόλου το κέρατο!» του είπε η σπιτονοικοκυρά του.
Πολύ μεθοδικά, ο Τσέχοφ συμπλήρωσε καρτέλες για δέκα χιλιάδες περίπου ανθρώπους. Ενδιαφερόταν πρωτίστως για τα χαρακτηριστικά των κατοίκων, τις ιδιότητές τους, τον τρόπο ζωής, το σύστημα διακυβέρνησης, το φυσικό περιβάλλον, τις δυσκολίες και τις αγριότητες. Και το «δείγμα» του είναι τόσο μεγάλο, που δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τις επισημάνσεις και τα συμπεράσματά του. Παίρνοντας υπόψη ότι επρόκειτο για μια, από κάθε άποψη, κόλαση, είναι πέρα από αξιοθαύμαστη η «καταγραφή» του Τσέχοφ. Συναναστράφηκε καταδίκους, αποίκους, αξιωματούχους και πολιτικούς κρατουμένους, παρά την απαγόρευση, τη μόνη, που του είχαν επιβάλει. Ο κυβερνήτης της περιφέρειας του Αμούρ βαρόνος Α. Ν. Κορφ τού είπε: «Σας επιτρέπω να πηγαίνετε όπου επιθυμείτε … Δεν έχουμε τίποτε να σας κρύψουμε … Ένα πράγμα δεν μπορώ να σας επιτρέψω μόνο: την οποιαδήποτε επικοινωνία με πολιτικούς κρατούμενους».
Στις καρτέλες του έγραφε επώνυμο, ιδιότητα, ηλικία, θρήσκευμα, τόπο γέννησης, έτος άφιξης, επάγγελμα, μόρφωση, οικογενειακή κατάσταση, επίδομα διαβίωσης κι αν υπήρχε νόμιμη, παράνομη ή ελεύθερη συμβίωση. Πηγαίνοντας από χωριό σε χωριό κι από σπίτι σε σπίτι, πολλές φορές ασυνόδευτος, κι ας ήταν οι φόνοι συνηθισμένοι στο νησί!
Αυτόχθονες
Το νησί δεν ήταν ακατοίκητο πριν εμφανιστούν οι κατακτητές, αλλά οι αυτόχθονες υπέφεραν τα πάνδεινα από τους νιόφερτους. Οι Γκιλιάκοι, οι Ορότσοι και οι Αϊνού ήταν ειρηνικές φυλές ιθαγενών, χωρίς αλαζονεία και εξουσία. Εξολοθρεύονταν, όμως, από τους αποίκους με τη σκληρή εργασία, με αρπαγές παιδιών και γυναικών, με αρρώστιες (η ευλογιά τούς αποδεκάτισε), αλκοόλ και φόνους. Ζουν σε γιούρτες, δηλαδή ξύλινες καλύβες πάνω ή μέσα στη γη. «Η εκμετάλλευση και η γελοιοποίηση των γηγενών κατοίκων –εκτός του ό,τι όλους τούς κατέστησαν αλκοολικούς– ενίοτε εκφράζεται απάνθρωπα. Έτσι, ο έμπορος Ιβάνοφ από το Νικολάγεφσκι, τώρα πια μακαρίτης, πήγαινε κάθε καλοκαίρι στη Σαχαλίνη για να εισπράξει φόρους από τους Γκιλιάκους, και όσους ήταν ασυνεπείς τούς βασάνιζε και τους κρεμούσε», σημειώνει ο Τσέχοφ μαζί με πολλά άλλα παραδείγματα κακομεταχείρισής των ιθαγενών. Αντί να τους εκπολιτίσουν, όπως διατείνονταν οι αφέντες, τους διέφθειραν. «Οι πρώτοι Ιάπωνες άποικοι ήταν ή φυγάδες εγκληματίες ή απόβλητοι από την κοινότητα… οι Αϊνού ήταν σχεδόν δουλοπάροικοι στους Ιάπωνες». Η κατάσταση είχε λίγο βελτιωθεί όταν ήταν εκεί ο Τσέχοφ, αλλά παρέμενε απάνθρωπη. «Το 1885, κατάδικοι δραπέτες επιτέθηκαν σ’ ένα χωριό Αϊνού και προφανώς επειδή ήθελαν να νιώσουν άγριες συγκινήσεις, βασάνισαν τους άντρες, βίασαν τις γυναίκες και κρέμασαν τα παιδιά στις τραβέρσες.»
Κατάδικοι, άποικοι, ελεύθεροι
Η εξόρυξη κάρβουνου και η ξυλεία αποτελούσαν τις κύριες δουλειές των καταδίκων. Επίσης, οι κατασκευές κτιρίων, δρόμων, γεφυρών κ.λπ. Αυτοί που έμεναν εκτός φυλακών έκαναν όλων των ειδών τις δουλειές.
Ελεύθερος είναι μόνο αυτός που πήγε με τη θέλησή του στη Σαχαλίνη. Ο κατάδικος, αφού τελειώσει την ποινή του, γίνεται άποικος και μετά από δέκα χρόνια γίνεται αγρότης. Μετά από άλλα δέκα χρόνια άποικος, γίνεται αγρότης. «Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και με την καινούρια ιδιότητα, το κύριο στοιχείο της εξορίας παραμένει: δεν μπορεί να επιστρέψει στην πατρίδα». Για τους καλούς αποίκους η ποινή των δέκα χρόνων μπορούσε να μειωθεί στα έξι χρόνια. Ο αγρότης που είναι ύποπτος ή χρωστάει στο δημόσιο δεν επιτρέπεται να φύγει. Οι άποικοι και οι αγρότες μπορούν να είναι ιδιοκτήτες σπιτιών ή συνιδιοκτήτες.
Όταν τελειώσει η ποινή, απαλλάσσουν τον κατάδικο από τα καταναγκαστικά έργα και τον μετατρέπουν σε άποικο. Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως και καλύτερη ζωή. Αντιθέτως, συχνά γίνεται χειρότερη γιατί υποχρεώνονται να ζουν μέσα στους βάλτους και τις καλύβες προσπαθώντας να κερδίσουν κάποια χρήματα, γιατί το μόνο που τους παρέχει η διοίκηση δωρεάν είναι η ξυλεία.
«Με την καταδίκη σε καταναγκαστικά έργα ο κατάδικος απομακρύνεται από το φυσικό του περιβάλλον χωρίς ελπίδα να επιστρέψει κάποτε, κι έτσι είναι σαν να πεθαίνει για την κοινωνία μέσα στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε. Γι’ αυτό λένε οι κατάδικοι για τον εαυτό τους ότι “οι πεθαμένοι δεν γυρίζουν από το νεκροταφείο”.»
(Από τον πρόλογο στο βιβλίο του Αντόν Τσέχοφ «Νήσος Σαχαλίνη», εκδ. Λέμβος)
Στέλιος Ελληνιάδης