Από αυτό που μοιάζει λογικό να συμβαίνει σε αυτό που μπορεί να δημιουργηθεί
του Τάσου Βαρούνη
Το τι σημαίνει να σκέφτεσαι και να πράττεις πολιτικά στην Ελλάδα του 2017 δεν είναι καθόλου εύκολο ζήτημα. Ούτε τα αυτονόητα, ούτε οι συνήθειες, ούτε οι συνταγές μπορούν να βοηθήσουν ιδιαιτέρως. Και σίγουρα πολιτικοποίηση δεν είναι το να μιλάς πολιτικά ή το να έχεις άποψη. Κι εδώ υπάρχει μια παγίδα: Να αφεθεί ο καθένας μας σε αυτό που φαντάζει λογικό και συμβατό –αυτό που έχει επιβληθεί ως λογικό – και να συνεχίσει να πορεύεται περισσότερο ή λιγότερο «αγωνιζόμενος». Θα χρειαζόταν κάτι να διακόψει αυτήν τη ροή, όχι της «πραγματικής», αντικειμενικής κατάστασης, αλλά τού τι αυτή γεννά σε όλους εμάς και δημιουργεί την εκάστοτε πολιτική συμπεριφορά. Υπάρχουν αντιλήψεις που πρέπει να πετάξουμε, άλλες που φαίνονται ανεπαρκείς και κάποιες που αξίζει να χρωματίσουν την πολιτική μας πράξη.
Ο τρόπος που κατανοεί και ασκεί την πολιτική στη χώρα μας το προσωπικό των λεγόμενων κομμάτων εξουσίας είναι μια σαφής και συνεκτική κατεύθυνση: Διατήρηση ή ανέλιξη σε κάποιο τομέα διακυβέρνησης των εντολοδόχων που θα διαχειριστούν την παραπέρα καταστροφή. Οι τρόποι, οι αντιπαραθέσεις, οι αντιφάσεις και τα επεισόδια που συνοδεύουν αυτή τη «γραμμή» και το ευρύτερο πεδίο μέσα στο οποίο υλοποιείται δεν είναι αδιάφορα ζητήματα.
Από εκεί και πέρα – αι σε ό,τι «μάς» αφορά – είναι πολλά αυτά που πρέπει να πετάξουμε. Καταρχάς μια μετωπική λογική, στο βαθμό που αυτή μεταφράζεται σε συμπόρευση πολιτικών δυνάμεων και οργανώσεων και με πεδίο ενότητας τις μεταξύ τους συμφωνίες. Ακόμα περισσότερο, όταν οι στοχεύσεις αφορούν είτε το κοινοβουλευτικό παιχνίδι, είτε την κοινή δράση «στους δρόμους».
Το πρώτο γιατί δε λαμβάνει σοβαρά υπόψιν το καθεστώς που έχει επιβληθεί αλλά και την πρόσφατη πείρα. Το δεύτερο γιατί δεν υπολογίζει σωστά την κατάσταση πνευμάτων του κόσμου και τους όρους ανάταξής της. Εδώ, δεν αναφερόμαστε καν στο σημαντικότερο ζήτημα: Την ποιότητα και το «ορθό» των εκτιμήσεων και κατευθύνσεων που προτείνονται από διάφορα «μέτωπα». Γιατί δυστυχώς ακόμα κυριαρχεί η συνθηματολογική καταγγελία, τα «κάτω», τα «όχι», οι «ρήξεις» και οι «ανατροπές». Όλα αυτά έχουν φθαρεί, είτε από την αδιάκοπη χρήση τους, είτε από τη φθορά όσων τα διακηρύσσουν, είτε από την παραμονή τους στη σφαίρα της εκφώνησης.
Σπίθες, καταλύτες και κλειδιά
Έπειτα, είναι μάλλον ανεπαρκής η αντίληψη που αναζητά ένα «κρίσιμο ζήτημα», έναν «αγώνα», κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει μια σπίθα, έναν καταλύτη ή τον αποφασιστικό κρίκο, ώστε να ξεδιπλωθεί μια γενικότερη επανάκαμψη. Σε μια κατάσταση τόσο ρευστή και εκρηκτική τίποτα δεν αποκλείεται. Το ερώτημα όμως είναι αν σε αυτό κυρίως πρέπει να επενδυθεί μια πολιτική με στοιχεία συνείδησης, οικοδόμησης και συνέχειας. Λείπει μια «αγωνιστική πρόταση», ακόμα κι αν το πρόσημό της είναι πλουσιότερο και πιο δημιουργικό από τους «καθιερωμένους», «χιλιοπαιγμένους» και καταδικασμένους να αποτύχουν αγώνες; Σε μια τόσο πολυδιάστατη επίθεση, μπορούν τελικά να επιλεχθούν ένα-δυο «μέτωπα» που ν’ αποτελέσουν τα «κλειδιά»; Δύσκολο. Θα ήταν όντως προβληματικό να φανταστεί κάποιος μια πρόταση που να μην συμπεριλαμβάνει μια ορισμένη κοινωνική κίνηση και διεργασία. Αυτό όμως που θέλει σκέψη είναι το εάν η τωρινή φάση προεικονίζει μια αλλαγή συσχετισμού που δεν θα έχει το χαρακτήρα μιας εφόδου αλλά θα απαιτεί προετοιμασία και οικοδόμηση.
Συχνά εκφράζεται και μια αντίληψη που υποτιμά – δεν αγνοεί – το πολιτικό πεδίο και δίνει έμφαση στο τι μπορεί να χτιστεί «μέσα» στην κοινωνία. Είναι αυτονόητο ότι χωρίς μια πραγματική κοινωνική ισχύ και στηρίγματα δεν είναι εφικτό να σωθούμε. Δεν μπορεί μια κυβέρνηση ή ένα κόμμα να μάς βγάλει από τη δύσκολη κατάσταση. Αυτό άλλωστε είναι κι ένα συμπέρασμα-παρακαταθήκη απ’ όλη την πορεία των τελευταίων χρόνων. Με αυτή την έννοια το «παίρνουμε τη ζωή στα χέρια μας» παραμένει αναγκαίο ιδεολογικό φορτίο και προϋπόθεση. Αυτό όμως δεν λέει και πολλά, το ερώτημα είναι πιο απαιτητικό: Μπορεί αυτή η κοινωνική ισχύς να δημιουργηθεί πέρα ή αυτόνομα από το πολιτικό επίπεδο; Και με αυτό δεν εννοούμε το κοινοβούλιο, αλλά τους πολιτικούς στόχους που μπορούν να προτρέψουν σε μια μαζική, ενεργητική στάση, τόσο για τα υπαρκτά, όσο και για τα μελλούμενα που οφείλουμε να εκτιμήσουμε. Ο τρόπος να στέκεται όρθια μια κοινωνία (π.χ. αλληλεγγύη) και να διαχειρίζεται την «καθημερινή» της ζωή είναι ένα πράγμα. Ο τρόπος να αναγνωρίζεται και να παρεμβαίνει πολιτικά σε όσα καθοριστικά την αφορούν – στριμώχνοντας ενίοτε και τους αντιπάλους – δεν είναι ένα άλλο, ξεχωριστό πράγμα αλλά οι απαιτήσεις του είναι πολύ μεγαλύτερες. Ισχυριζόμαστε ότι αυτό κυρίως πρέπει να απασχολεί τα μυαλά και σε αυτό πρέπει να δοκιμαστούμε το επόμενο διάστημα.
Τέλος, δεν μπορεί μια πολιτική ματιά να αγνοεί την κατάσταση πνευμάτων του κόσμου και να αρέσκεται στο «αυτό πρέπει να γίνει». Δεν αρκεί κάτι να είναι σωστό και δόκιμο – έστω ότι είναι – αλλά πρέπει και να αναγνωρίζεται ως τέτοιο από αυτούς που θα το παλέψουν. Αν όντως το πιστεύουμε ότι η «λύση» θα εφευρεθεί από τους πολλούς ή έστω ότι οι μεγάλες αλλαγές είναι προϊόν μεγάλης κλίμακας κοινωνικών διεργασιών, ξεσπασμάτων, κινημάτων, τότε οι όποιες προτάσεις πρέπει να πατούν σε μια πραγματικότητα. Αλλιώς, μιλάμε για στρατηγικές στον αέρα και σχεδιασμούς επί χάρτη, ερήμην του… υποκειμένου. Του υποκειμένου που δεν κουβαλά μονάχα συνείδηση και επιχειρήματα, αλλά τον θυμό και την οργή του, που μετρά και αξιολογεί, που αναζητά τέτοιες ή αλλιώτικες εγγυήσεις, που καθορίζεται από τις εμπειρίες του κ.ό.κ. Το ζήτημα της κλίμακας είναι λοιπόν σημαντικό, αν μιλάμε για πολιτική. Όσα καθορίζουν τις μετατοπίσεις της κοινωνίας, όσα δημιουργούν το μεγάλο κάδρο, δεν μπορούν να υποτιμούνται. Ούτε βέβαια – κι αυτό είναι πιο αφελές και επικίνδυνο – να νομίζει κανείς πως εύκολα, με μια καλή ιδέα, με κάποιες «πολιτικές κινήσεις» θα προχωρήσουν κάπως τα πράγματα.
Η έκρηξη της επιμέρους κριτικής…
Σήμερα φαίνεται να ζούμε την έκρηξη του «επιμέρους», της «επιμέρους κριτικής». Πολλά πράγματα αποκαλύπτονται, ερευνώνται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βάθος. Τομείς της ζωής μπαίνουν στο μικροσκόπιο, τα προβλήματα δένονται με αιτίες, ο καπιταλισμός δέχεται σφοδρά πυρά και από πολλαπλές αφετηρίες. Εδώ το «επιμέρους» δεν αποτελεί μομφή ή κάποια υστέρηση από την ανάγκη να υπάρξει μια γενική, αντικαπιταλιστική ερμηνεία και θεωρία, παρά του ότι κι αυτό μας λείπει. Αντιθέτως, αυτή η «ειδίκευση» είναι που ενίοτε μας επιτρέπει να ψάχνουμε βαθύτερα. Αυτό που εδώ εντοπίζουμε είναι ότι αυτή η κριτική μοιάζει πολλές φορές μετέωρη και ασύνδετη με τις ανάγκες που βάζει η ίδια η πραγματικότητα, δηλαδή με τις ανάγκες αλλαγής της. Κι αν τα διάφορα πεδία – των ιδεών, της πολιτικής, της οικονομίας, των κοινωνικών ρευμάτων, της προσωπικής στάσης κ.ό.κ.– έχουν τις ιδιαιτερότητες, τους ρυθμούς και τις ανισομετρίες τους, παρόλα αυτά μια συνειδητή συνάντησή τους θα ήταν απαραίτητη. Πιο πεζά: Χρειαζόμαστε μια πολιτικοποίηση που θα μπορεί να αναγνωρίσει μέσα από τα πολλαπλά μονοπάτια που ανοίγει και επιλέγει η «ζωή», εκείνα που ενδέχεται να είναι πιο πρόσφορα και δημιουργικά. Θα μπορούσαμε ίσως και να παραδεχτούμε πως η επικέντρωση σε έναν «τομέα ενασχόλησης» λειτουργεί βολικά ή καταπραϋντικά για πολλούς από εμάς. Όπως λυτρωτικά – όχι χωρίς κόστος – πολλοί άνθρωποι επιλέγουν μια αξιοπρεπή ή και αγωνιστική ατομική στάση απέναντι στα προβλήματα και τις καταστάσεις. Αυτό όμως που λείπει είναι η ένταξη όλων αυτών – όχι οργανωτικά, ούτε συγκεντρωτικά – σε μια πολιτική κατεύθυνση και αναφορά. Ο στρατηγικός πλουραλισμός είναι δεδομένο της περιόδου – μάλλον και της εποχής – αλλά δεν μπορεί να μεταφράζεται στο «ο καθένας στον κόσμο του», στο «κάπως, κάπου, κάποτε θα συναντηθούμε» ή στο «όλα αυτά θα αφήσουν τα ίχνη τους». Είναι στοίχημα το εάν οι χιλιάδες άνθρωποι και οι εκατοντάδες κινήσεις και πρωτοβουλίες που δουλεύουν και αγωνίζονται «νοητικά» και «πρακτικά», εντός και εκτός κοινωνικών χώρων για διάφορα ζητήματα θα δουν τον εαυτό τους ως κομμάτι μιας ευρύτερης κίνησης-διεργασίας-οικοδόμησης. Αυτό – και όχι κάποιες αθροίσεις – είναι πιθανότερο να παράξει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα και να γύρει τις πλάστιγγες.