Ο υπουργός Παιδείας, Κώστας Γαβρόγλου, παρουσίασε την εβδομάδα που μας πέρασε το (όχι τελικό) σχέδιο νόμου σχετικά με το απολυτήριο Λυκείου και την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Και μάλιστα το παρουσίασε ως το μέσο που θα οδηγήσει σε ένα αναβαθμισμένο απολυτήριο, που θα χτυπά την εντατικοποίηση στο σχολείο και ταυτόχρονα θα συμβάλλει στην μείωση της παραπαιδείας.
Αν προσπεράσουμε τον αναμενόμενο προοδευτικό μανδύα με τον οποίο προσπαθεί η κυβέρνηση να ντύσει το νέο νομοσχέδιο, θα δούμε ξεκάθαρα πως πρόκειται για τα ίδια επιχειρήματα που είχαν χρησιμοποιήσει και οι προκαθήμενοί τους κάθε φορά που υλοποιούσαν αλλαγές στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Το σχολείο διατηρεί –ή και ενισχύει– τον εξεταστικοκεντρικό του χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ετοιμάζονται αλλαγές στην ύλη και τις διδακτικές ώρες των μαθημάτων. Αλλαγές που στην πραγματικότητα πηγάζουν από τη διαχείριση του μειωμένου εκπαιδευτικού προσωπικού και όχι από τον στόχο για ουσιαστικό και αποτελεσματικό ωρολόγιο σχολικό πρόγραμμα. Έχουμε λίγους μαθηματικούς; Μειώνουμε τις ώρες διδασκαλίας –ακόμη κι αν αυξάνεται η ύλη– και λύθηκε το πρόβλημα. Κι ας ισχυρίζεται ο αρμόδιος υπουργός πως σε κάθε περίπτωση, η αύξηση των ωρών είναι μεγαλύτερη από την αύξηση της ύλης.
Η χειρότερη όμως αλλαγή που προωθείται είναι η θεσμοθετημένη πλέον κατηγοροποίηση μαθητών και σχολών. Οι οικονομικά ευκατάστατοι μαθητές, μέσω των φροντιστηρίων και των ιδιωτικών σχολείων θα έχουν την δυνατότητα να φτάσουν σε κάποια από τις σχολές υψηλής ζήτησης, ενώ οι υπόλοιποι θα καταλήξουν είτε μέσω της (ελεγχόμενης) ελεύθερης πρόσβασης σε κάποιο ΤΕΠ (Τμήμα Ελεύθερης Πρόσβασης) ή σε κάποια χαμηλότερης ζήτησης σχολή την οποία είτε θα αφήνουν στην πορεία ή θα ολοκληρώνουν μόνο και μόνο «για το χαρτί». Την ίδια στιγμή η απόκτηση του εθνικού απολυτηρίου θα είναι μια σαφώς πιο δύσκολη διαδικασία αφού θα είναι μίνι πανελλαδικές, με θέματα που θα μπαίνουν από ομάδες καθηγητών και όχι από τους καθηγητές του ίδιου του σχολείου.
Όλες όμως οι προωθούμενες αλλαγές δεν αποτελούν αποσπασματικές κινήσεις, αλλά μέρη του συνολικότερου πλέγματος αλλαγών που ξεκινούν ακόμη από το Γυμνάσιο και φτάνουν μέχρι τα ΕΠΑΛ και τα διετή προγράμματα των «νέων» ΑΕΙ. Και έχει καταστεί σαφές πως στα πλαίσια αυτά κυρίαρχο ρόλο παίζει η αγορά που καθορίζει τη ζήτηση των σχολών με αποτέλεσμα να απειλούνται με κλείσιμο όσες σχολές δεν βρίσκουν την ανάλογη ανταπόκριση.
Εντέλει το σχολείο οδηγείται ξανά σε απαξίωση. Μπαχαλοποιήση του εκπαιδευτικού συστήματος, πασπαλισμένη με ψευτοπροοδευτικές κορώνες και κερασάκι το ψευδεπίγραφο «διαφέρουμε από τους προηγούμενους». Πρόκειται για αλλαγές από μια κυβέρνηση που φεύγει και πριν τις εκλογές επιχειρεί να βάλει ένα ακόμη βέλος στην προεκλογική επικοινωνιακή φαρέτρα της. Ότι τάχα προχωρά σε μεγάλες αλλαγές και έχει σημαντικό έργο να παρουσιάσει. Ενώ στην πραγματικότητα προχωρά σε ένα κακεκτυπο δεσμών, με ακόμη πιο έντονους τους διαχωρισμούς.