Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλάει για αυτοδυναμία στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, όμως γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτό δεν είναι ρεαλιστικός στόχος και δεν πείθει κανέναν –αφού η εκλογική φθορά του είναι δεδομένη και το ανοιχτό ζήτημα είναι η έκτασή της. Έτσι αυτό που επιδιώκει είναι να φέρει ένα καλό ποσοστό, με μια αξιοπρεπή διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ για να συνεχίσει να είμαι εντός πολιτικού παιχνιδιού τόσο για την πρωθυπουργία (μέσω μιας κυβέρνησης συνεργασίας, που όμως μόνο το ΠΑΣΟΚ του έχει «μένει» και αυτό το παίζει «δύσκολο») όσο και για την προεδρία της Ν.Δ. – αφού ένα κακό ποσοστό θα δημιουργήσει αμφιβολίες, και όχι μόνο, για το αν θα πρέπει να συνεχίσει να είναι ο αρχηγός του κόμματος.
Η ανυπαρξία ουσιαστικής αντιπολίτευσης βοηθάει αυτή την τακτική του πρωθυπουργού, όπως και την βοηθάει και ο πολιτικός χώρος που του δόθηκε μετά την τραγωδία των Τεμπών αφού όλα τα κόμματα έδειξαν «υπεύθυνη» στάση στην προσπάθεια τους να αποφύγουν τις αναταράξεις που είχαν σαν. Με βάση αυτά τα δεδομένα ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκβιάζει πολιτικά με τη γραμμή περί αυτοδυναμίας – πιστεύοντας ότι αφού έχει αυτός, τώρα, την κυβερνητική κουτάλα μπορεί να κάνει παιχνίδι με διάφορα «ταξίματα». Και πάνω σε αυτή την τακτική ξετυλίγεται και όλη η επιχειρηματολογία του για μια κυβέρνηση από ένα κόμμα, αλλά όχι από ένα χρώμα, λέγοντας ανοιχτά ότι μπορούν να υπάρχουν βουλευτές διαθέσιμοι να συμπληρώσουν ψήφους για να επιτευχθεί η δεδηλωμένη ακόμα και αν τα κόμματά τους διαφωνούν – δείχνοντας σαφέστατα προς τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ. Ακόμα η ρητορική του Κ. Μητσοτάκη εστιάζεται στο ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. παρήγαγε έργο και ότι δεν πρέπει να έρθουν ξανά οι αναξιόπιστοι του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση – μια ρητορική που όμως μετά την τραγωδία των Τεμπών είναι αμφίβολο σε ποιο βαθμό μπορεί να πείσει ακροατήρια που βρίσκονται στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» των αναποφάσιστων και του «Κανένα».
Όλη αυτή η τακτική συναντάει και ορισμένα προβλήματα όπως: Πρόβλημα πρώτο, η σχέση της Ν.Δ. με την ελληνική κοινωνία αλλά και με την εκλογική της βάση έχει διαταραχτεί μετά την τραγωδία των Τεμπών. Αυτό είναι απόρροια του βαθύτατου ρήγματος μεταξύ των σχέσεων κοινωνίας και πολιτικού συστήματος και το πώς θα αποτυπωθεί αυτό στην κάλπη παραμένει ερωτηματικό – πολλοί εκλογολόγοι μιλάνε για αύξηση της αποχής αλλά και για σημαντική διασπορά ψήφων σε μικρότερα κόμματα στην πρώτη κάλπη. Δεύτερο πρόβλημα, η Ν.Δ. δεν έχει εκλογικό ρεύμα, όπως και κανένα κόμμα αυτή τη στιγμή. Τρίτο πρόβλημα, οι υπόγειες διεργασίες, εντός συστημικού πλαισίου, αλλά και οι πιέσεις του ξένου παράγοντα για κυβέρνηση συνεργασίας ειδικού σκοπού ναρκοθετεί την τακτική της Ν.Δ. Απέναντι σε αυτά τα προβλήματα προσπαθεί να κινηθεί σε «προνομιακά» πολιτικά πεδία για να αντισταθμίσει την εκλογική φθορά της – κάνοντας πως τα «Τέμπη» δεν υπήρξαν.
«Προνομιακά» πεδία
Η Νέα Δημοκρατία θα προσπαθήσει να βάλει στην προεκλογική συζήτηση τα θέματα που πιστεύει ότι έχει επιτυχίες ή αυτά με τα οποία θα μπορέσει να απευθυνθεί σε ειδικά ακροατήρια που την ενδιαφέρουν. Μια τέτοια θεματολογία είναι αυτή της ασφάλειας των πολιτών και του μεταναστευτικού. Εδώ έχουμε μια προσπάθεια της Ν.Δ. να απευθυνθεί σε ψηφοφόρους που βρίσκονται στα δεξιά της, ακόμα και στα ακροδεξία της – αφού γνωρίζει ότι έχει «χασούρα» από αυτή τη μεριά σε σχέση με τις εκλογές του 2019, εξού και η συνεχιζόμενη προσπάθεια απαγόρευσης του κόμματος Κασιδιάρη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί ότι στα θέματα «ασφάλεια και μεταναστευτικό» έχει παράξει έργο. Έτσι προσπαθεί να «στριμώξει» τον ΣΥΡΙΖΑ και να τον ταυτίσει ότι είναι το κόμμα που θέλει να είναι η κοινωνία και η χώρα «ξέφραγο αμπέλι». Βέβαια η αλήθεια είναι αρκετά διαφορετική. Η Ν.Δ. δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την ασφάλεια των πολιτών – ούτε βέβαια και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η Ν.Δ. ενδιαφέρθηκε να κλείσει μερικές καταλήψεις στα Εξάρχεια, ενδιαφέρθηκε να μεγεθύνει την αστυνομοκρατία, την καταστολή και την επιτήρηση επί της κοινωνίας με πρόσχημα την πανδημία, ενδιαφέρθηκε πολύ για την πανεπιστημιακή αστυνομία (οι μπίζνες για να μπουν στο πανεπιστήμιο χρειάζονται τάξη και ασφάλεια) αλλά επί της ουσίας λίγα πράγμα έγιναν για τον περιορισμό της εγκληματικότητας και του οργανωμένου εγκλήματος – τα πιο σοβαρά ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες. Για το θέμα του μεταναστευτικού η Ν.Δ., πάρα την υπερπροβολή της κατασκευής του φράκτη του Έβρου και των αποτροπών παράνομης εισόδους (ζητήματα που κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη πήραν χαρακτήρα πολιτικής επιβίωσης), ευθυγραμμίζεται πλήρως με την ευρωπαϊκή πολιτική – μια πολιτική που δεν είναι καθόλου φιλική προς την Ελλάδα αφού την αντιμετωπίζει σαν αποθήκη ψυχών. Την ίδια στιγμή υπογράφονται διακρατικές συμφωνίες για αλλοδαπούς εποχικούς εργαζόμενους στον τουρισμό και στις κατασκευές καθ’ υπόδειξη των μεγάλων συμφερόντων σε αυτούς τους κλάδους, με χώρες όπως π.χ. το Μπαγκλαντές, που αντί να λύνουν ζητήματα, τα πολλαπλασιάζουν τόσο για τους μετανάστες όσο και για την ελληνική κοινωνία.
Ένα άλλο «προνομιακό» πεδίο, όπως νομίζει η Ν.Δ, είναι η κατάσταση της οικονομίας όπου αναμένεται και η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα για να χρησιμοποιηθεί και αυτή προεκλογικά. Η ρητορική του Κυριάκου Μητσοτάκη συμπυκνώνεται στη φράση: «Σε 4 χρόνια η Ελλάδα πέτυχε ισχυρή ανάπτυξη, προσέλκυσε επενδύσεις, μείωσε την ανεργία, αύξησε τον κατώτατο μισθό, αναγέννησε τη ναυπηγική της βιομηχανία». Βέβαια αυτή είναι μια εικονική πραγματικότητα αφού η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα από την ακρίβεια, τις ανατιμήσεις, τα επιτόκια των δανείων κ.ο.κ. και όσα αναφέρει ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι η γνωστή «παρηγοριά στον άρρωστο». Εδώ χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι, πριν την τραγωδία των Τεμπών, η Ν.Δ. με αυτό το θέμα είχε αποφασίσει να πορευτεί προεκλογικά και με ειδική αιχμή την αύξηση των μισθών, καλλιεργώντας προσδοκίες που μπορεί να τις φέρουν ψήφους.
«Μαύρες τρύπες»
Την ίδια στιγμή υπάρχουν και οι «μαύρες τρύπες» που η Ν.Δ. επιλέγει να μην ανοίξει σαν θεματολογίες. Αφορούν τη στάση της χώρας πάνω στα μεγάλα ζητήματα όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και το ενδεχόμενο βαθέματος και διεύρυνσής του, οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην περιοχή μας, οι σχέσεις με την Τουρκία, η εξασθένιση της άμυνας της χώρας με τη συνεχιζόμενη αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης. Ο προσανατολισμός σε αυτά τα θέματα είναι ξεκάθαρα ευρωατλαντικός και επικυρώθηκε και από την πρόσφατη επίσκεψη του Αμερικάνου ΥΠΕΞ Αν. Μπλίνκεν – ένας προσανατολισμός που είναι σύμφωνοι και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ και αποτελεί σημαντικό μέρος του πολιτικού υποστρώματος για τις κυβερνήσεις συνεργασίας που πιθανά να προκύψουν.
Σε πολλά από τα υπόλοιπα ζητήματα που αφορούν την ελληνική κοινωνία η πολιτική της Ν.Δ. συμπυκνώνεται σε δύο λέξεις: απαξίωση και ιδιωτικοποίηση. Αυτό αφορά τους τομείς της Παιδείας, της Υγείας, του Πολιτισμού και του Περιβάλλοντος όπου τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Μητσοτάκη αλλά και η εξαγγελλόμενη πολιτική είναι να παραχωρηθούν στην ιδιωτική πρωτοβουλία με διάφορες μορφές (ΣΔΙΤ, ΝΠΙΔ, μάνατζερ, κανονική ιδιωτικοποίηση μέσου ξεπουλήματος κ.ο.κ.). Πρόκειται για μια πολιτική ενάντια στην πολιτική κοινωνία που αποκτά μάλιστα κυνικά χαρακτηριστικά αφού τα αποτελέσματα των ιδιωτικοποιήσεων τα βιώσαμε με την τραγωδία των Τεμπών.