Σε ημερίδα του Πανεπιστημίου Εθνικής Άμυνας (18/2), ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Ρ. Γκέιτς εξέφρασε για πολλοστή φορά τις αμερικανικές θέσεις για τη νέα αποστολή του ΝΑΤΟ και την ανάγκη για πιο ενεργητική οικονομική και επιχειρησιακή εμπλοκή των ευρωπαϊκών χωρών στις πολεμικές του ενέργειες.

Μπροστά σε ένα ακροατήριο γεμάτο από ένστολους αξιωματικούς και των 28 κρατών – μελών είπε: «Η αποστρατιωτικοποίηση της Ευρώπης έχει μετατραπεί από ευλογία τον 20ό αιώνα σε εμπόδιο για την επίτευξη της πραγματικής ασφάλειας τον 21ο». Στα τρία χρόνια της θητείας του ο Γκέιτς έχει επανειλημμένα ζητήσει αύξηση στρατιωτικών δαπανών, ώστε να μπορεί ο οργανισμός να «μάχεται για τους κοινούς σκοπούς», τους πολέμους, δηλαδή, των ΗΠΑ στην Ασία και στη Μέση Ανατολή.

Το ΝΑΤΟ ούτε είναι ούτε ήταν ποτέ φιλολογική λέσχη, υπογράμμισε ο Ρ. Γκέιτς, αλλά «στρατιωτική συμμαχία με πραγματικές υποχρεώσεις» και έδωσε έμφαση στην προσπάθεια του ΝΑΤΟ να αναθεωρήσει και να εκσυγχρονίσει τη «στρατηγική του αντίληψη», το καταστατικό του ντοκουμέντο.

Τη νέα στρατηγική του ΝΑΤΟ επεξεργάζεται ομάδα ειδικών υπό την (επί Κλίντον υπουργό Εξωτερικών) Μαντλίν Ολμπράιτ. Η τελευταία φορά που αναθεωρήθηκε ήταν το 1999, πριν τις μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις πέρα από τα σύνορα των χωρών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, ιδίως στο Αφγανιστάν. Το τελικό κείμενο θα υιοθετηθεί στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Λισσαβόνα τον προσεχή Νοέμβριο, όπου στόχος είναι να επουλωθεί το «τραύμα» που προκλήθηκε πριν από τον πόλεμο στο Ιράκ, όταν η άρνηση Γαλλίας, Γερμανίας και Βελγίου, εξαιτίας της πίεσης των αντιπολεμικών κινημάτων, εμπόδισε τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ.

Στη Δυτική Ευρώπη, όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ συμμετέχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις του, στο βαθμό που υπαγορεύουν και τα επιμέρους συμφέροντα. Ορισμένες από αυτές (Γαλλία, Βρετανία) εμπλέκονται στρατιωτικά και στις πρώην αυτοκρατορίες τους. Βρίσκονται, όμως, αντιμέτωπες με κοινωνίες έχουν καταγράψει στο ιστορικό τους μεγάλα κινήματα ειρήνης και έχουν πληρώσει το αντίστοιχο πολιτικό κόστος. Ο Θαπατέρο ίσως δεν ξεχνά ότι διαδέχτηκε τον Χ. Μ. Αθνάρ γιατί αυτός δεν απέσυρε τα στρατεύματα από το Ιράκ. Η Μέρκελ δεν μπορεί να αγνοεί την πίεση για απόσυρση από το Αφγανιστάν. Έτσι, τα μηνύματα που έρχονται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού για αύξηση των πολεμικών δαπανών και ευρεία στήριξη των πολεμικών τυχοδιωκτισμών του ΝΑΤΟ δεν μπορεί παρά να ακούγονται εξαιρετικά εχθρικά στις κοινωνίες.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!