Διαπιστώσεις, διευκρινίσεις, κριτικές
Μια διαπίστωση: Το κεντρικό άρθρο στο προηγούμενο φύλλο του Δρόμου («Ελλάδα 2017: Πώς θα χτίσουμε το “Ναι στη ζωή” – Αίτημα ουσίας και νοήματος») έδειξε να δημιουργεί ένα ενδιαφέρον, να ανοίγει μια συζήτηση. Έτυχε καλής υποδοχής και σχολιάστηκε από αρκετούς αναγνώστες και φίλους. Αυτό και μόνο, μάλλον σημαίνει ότι επιχείρησε να πει κάτι πιο ουσιαστικό που να υπερβαίνει την απλή περιγραφή ή την καταγγελία της κατάστασης. Υπήρξαν βέβαια και κριτικές, για τις οποίες θα κάνουμε λόγο στη συνέχεια.
Ορισμένες διευκρινίσεις
Είμαστε υποχρεωμένοι να κτίσουμε, ίσως και να εφεύρουμε, τη δική μας θετικότητα προς τη ζωή. Προσπαθούμε να αποκτήσουμε μια τέτοια οπτική γιατί γύρω μας επικρατούν κυρίως η μοιρολατρία, η απαισιοδοξία και η ματαίωση. Δευτερευόντως, διότι υπάρχει περίσσευμα συνθημάτων χωρίς αντίστοιχη προσπάθεια άρθρωσης ουσιαστικού λόγου και εναλλακτικής πρότασης. Απέναντι στη μαυρίλα και την ανέξοδη καταγγελία, υπάρχει ο δρόμος να χτίσουμε το δικό μας «Ναι στη ζωή».
Στο τελευταίο άρθρο, συνδέσαμε αυτή την πρόταση με την απάντηση σε ένα δυσεπίλυτο τριπλό πρόβλημα: Οικονομικός και εν γένει στραγγαλισμός της χώρας – Εμπλοκή της στη δίνη γεωπολιτικών ανακατατάξεων, με ειδικούς όρους στην περιοχή μας – Ανάταξη της κοινωνίας από την καθήλωση στην οποία βρίσκεται. Το τελευταίο αποκτά ιδιαίτερη σημασία, γιατί χωρίς την ανάταξη αυτή είναι αδύνατη η αντιμετώπιση του συνολικού προβλήματος.
Συνεπώς «να χτίσουμε» σημαίνει να δρομολογήσουμε –ανακαλύπτοντάς την– μια διαδικασία βήμα το βήμα και με πραγματική συμμετοχή όσων νοιάζονται. Μια πιο συνολική συνεκτική πρόταση στο τριπλό πρόβλημα, την οποία κωδικοποιημένα μπορούμε να ονομάσουμε «πρόταση Διεξόδου».
Από την άλλη, το «δικό μας» σηματοδοτεί μια οπτική διαφορετική από εκείνες που μας οδήγησαν εδώ. Μια οπτική ανεξάρτητη από μηχανισμούς, συμφέροντα και πολιτικούς κύκλους που λυμαίνονται τον τόπο. Μια οπτική που θα «γεμίζει» την οικοδόμηση με περιεχόμενα, συμβολές, αναλύσεις. Με προτάσεις επίλυσης επειγόντων προβλημάτων, με την οραματική λογική μιας κοινωνίας στην οποία δεν θα βασιλεύει ο ανταγωνισμός και η βαρβαρότητα.
Το «δικό μας», από την άλλη, δεν μπορεί να είναι πρόταση οριοθέτησης ενός χώρου, αλλά πρόταση μιας κοινωνίας σε κίνηση, μιας κοινωνίας με νόημα και όραμα. Το «δικό μας» στηρίζεται σε μια ανοιχτή, κι όχι περιφραγμένη, αυτοκεντρική αντίληψη. Δεν αφορά έναν κλειστό χώρο, την ενδυνάμωση ενός σχήματος ή μιας ταμπέλας. Είναι διεργασία εν κινήσει. Δεν είναι ένας φορέας, ένα κόμμα. Είναι περισσότερο ένας τρόπος.
Πριν συνεχίσουμε, ας μείνουμε λίγο σε ένα γενικό κριτήριο αλήθειας, όπως το παραθέτει ο δάσκαλος Δημήτρης Γληνός:
«Όλοι διεκδικούμε για τον εαυτό µας τον τίτλο του επιστημονικού, του αντικειμενικού, του αληθινού κριτή. Και όλοι δογματίζουμε. Πού θα βρει του καθενός μας η αλήθεια κριτήρια και στηρίγματα για να πάψει να είναι δόγμα;
Το κριτήριο θα βρεθεί σε κείνο το στοιχείο, που όλοι έχουμε κοινό. Και το κοινό αυτό γνώρισμα είναι, ότι όλοι ισχυριζόμαστε, πως η δική µας αλήθεια είναι σπέρμα ζωής και όχι θανάτου. Αυτό είναι το μόνο στοιχείο, όπου βρίσκει ή δεν βρίσκει η αλήθεια μας την κύρωσή της από τα πράματα. Η αλήθεια που γίνεται σπέρμα ζωής και όχι θανάτου για τους περισσότερους, είναι εκείνη που έχει τέτοιαν ανταπόκριση µε τις ανάγκες και τις συνθήκες ζωής, µε τους όρους, την αντικειμενική υπόσταση και τη ροή των πραγμάτων, ώστε αληθινά δίνει εκείνο που υπόσχεται. Ζωντανό, άρα αληθινό, είναι το σπέρμα που βλασταίνει. Το μόνο κριτήριο της αλήθειας είναι η πράξη. Μπορούμε όμως αυτό να το ξέρουμε από πριν; Όπως στη γνώση του φυσικού κόσμου το μόνο κριτήριο είναι η κύρωση από την πράξη, έτσι και στη γνώση του ιστορικού κόσμου. Η κύρωση της ιστορικής γνώσης δεν είν’ άλλη καμιά παρά η ίδια η ζωή, η ιστορική δικαίωση.
Οι κοσμοθεωρίες και οι βιοθεωρίες δεν είναι συστήματα εξήγησης, είναι κίνητρα ζωής, όργανα για το ανέβασµά της, για τη διατήρηση ή την αλλαγή. Όποια θεωρία ανταποκρίνεται πληρέστερα στις αντικειμενικές κινητήριες δυνάμεις της πραγματικότητας, αυτή είναι η κάθε φορά σωστή θεωρία. Και οι άνθρωποι, που δημιουργούν και αποδέχονται και υποστηρίζουν μια θεωρία, τούτο πρέπει προπάντων να νοιάζονται, την πληρέστερη ανταπόκρισή της στις αντικειμενικές ζωντανές δυναμικότητες, το όσο μπορεί πιο πολύπλευρο και πιο κοντινό πλησίασμα στη φυσική ή την κοινωνική πραγματικότητα, την κατανόηση και τη συμμόρφωση προς τη νομοτέλεια που την κυβερνά. Τότες το περιεχόμενό της γίνεται αληθινό σπέρμα ζωής».
Σήμερα, η αστική τάξη και ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδας, προβάλλουν τη δική τους πρόταση. Είναι «ρεαλιστική», αλλά βουλιάζει τη χώρα και διαλύει την κοινωνία. Μάλιστα, όσα εξαγγέλλουν και εφαρμόζουν δεν πρόκειται να οδηγήσουν στην προτεραία «ισορροπία», αλλά σε πολύ χειρότερες καταστάσεις και μεγάλες καταστροφές.
Το δικό μας «Ναι στη ζωή» οφείλει να είναι μια πρόταση που να απελευθερώνει, να κινητοποιεί δυνάμεις και δυνατότητες, ώστε ο λαός, η κοινωνία, η χώρα, το νεοελληνικό έθνος να μπορούν να υπάρχουν. Αλλά και να είναι και παράγοντας προόδου, ειρήνης και αλληλεγγύης στην περιοχή και τον Κόσμο. Μια πρόταση, αληθινό σπέρμα ζωής θα ήταν η Διέξοδος της χώρας από τη σημερινή κατάσταση τέλματος και διάλυσης. Με τον λαό χειραφετημένο και πρωταγωνιστή. Για αυτό, στην παρούσα στιγμή το «Ναι στην ζωή» συμπληρώνεται και εκφράζεται από το «Ναι στη διέξοδο» και το «Ναι στη χειραφέτηση του λαού».
Η κριτική
Η κριτική που μας ασκήθηκε, όχι χωρίς βάση, ξεκινούσε από τη θέση ότι η έκφραση «Ναι στην ζωή» είναι πολύ γενικόλογη και αφήνει περιθώρια πολλών ερμηνειών κατά το δοκούν. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από οποιονδήποτε.
Η πολιτική –ακόμα και στις πιο ποιοτικές στιγμές και στην ουσία της– είναι μια μορφή διαμεσολάβησης. Το «Ναι στην ζωή» δεν μπορεί πράγματι να αφήνεται έτσι, σαν να μην υπάρχει η ανάγκη μιας διαμεσολάβησης πολιτικής. Η επίλυση του κεντρικού προβλήματος μπορεί να έρθει διαμέσου της πολιτικής, η οποία ανιχνεύει όρους και πραγματοποιεί αλλαγές απαραίτητες για να ανοίξουν δρόμοι μετασχηματισμού. Για να φτάσουμε εκεί, χρειάζονται ιδεολογικές, πνευματικές, θεωρητικές προϋποθέσεις. Δεν οδηγηθήκαμε εδώ μόνο από «κακές πολιτικές», αλλά και από ελλείψεις σε όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις. Επομένως, η πολιτική για να γίνει πραγματική διαμεσολάβηση πρέπει να καλύπτει προϋποθέσεις κι όχι να εξαγγέλλεται.
Μια τέτοια πολιτική σήμερα πρέπει να διαχωρίσει τη θέση της από τον «μετωπισμό». Αυτός, αναπαράγει την λογική μιας αυτόκλητης «πρωτοπορίας» η οποία έχει το δικαίωμα να χειρίζεται όλους τους άλλους όπως θέλει. Προωθεί τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε μέσου που κάθε φορά μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ώστε να συγκεντρωθούν δυνάμεις γύρω από μια πρόταση και τελικά από έναν οργανισμό. Μπορεί να καμουφλάρεται πίσω από εύηχες λέξεις και σλόγκαν, αδιαφορώντας αν απομακρύνεται από προτάσεις ουσίας και νοήματος.
Μια συνολική και συνεκτική πρόταση σήμερα δεν υπάρχει. Πρέπει να διαμορφωθεί, να οικοδομηθεί. Δεν φτάνει σήμερα ο γενικόλογος ισχυρισμός ότι «θα βρεθεί», οφείλουμε να ανακαλύψουμε τον τρόπο με τον οποίο θα βρεθεί, να προτείνουμε μια μέθοδο, μια αφετηρία. Αυτό είναι το ζητούμενο στο οποίο καλείται ο καθένας να συμβάλλει. Ο Δρόμος, ως βήμα και εγχείρημα, θα συμβάλλει με όλες του τις δυνάμεις σε αυτή την κατεύθυνση.