Μάθαμε να ακούμε ανακοινωθέντα για νεκρούς, διασωληνωμένους και κρούσματα που σε τίποτα δεν θυμίζουν την τεκμηριωμένη ενημέρωση που οφείλουν να κάνουν στους πολίτες οι ειδικοί επιστήμονες και οι εκπονούντες την υγειονομική πολιτική. Μάθαμε να μετράμε τα λοκντάουν, το πρώτο, το δεύτερο (ποιος ξέρει πόσα θα ακολουθήσουν;). Μάθαμε να ακούμε φτηνούς ρομαντισμούς για την καραντίνα, ενώ οι life style εκπομπές φροντίζουν να μας πληροφορούν για το πώς περνάνε τις δύσκολες μέρες του εγκλεισμού διάφορες διασημότητες της δημόσιας ζωής. Μάθαμε να ακούμε καθηγητές των Ιατρικών Σχολών να μας απευθύνονται με ύφος γυμνασιάρχη της δεκαετίας του 1950 για το πόσο ανεύθυνοι και ανυπάκουοι είμαστε και γιαυτό δεν αποδίδουν τα λοκντάουν (αλήθεια, αυτά θα έγραφαν στα επιστημονικά άρθρα τους;).
Θα μάθουμε και ότι το σχολείο είναι μια σπασμένη φωνή (ή καθαρή φωνή όταν λειτουργεί η πλατφόρμα και το ίντερνετ είναι σταθερό), ένα εικονίδιο του καθηγητή και οι κλειστές κάμερες των μαθητών στο webex; Αυτό θέλουμε να αφήσουμε στη νέα γενιά, αυτό θέλουμε να θυμούνται τα παιδιά των έξι ή επτά ετών, όταν θα ανατρέχουν στην Πρώτη και τη Δευτέρα Δημοτικού; Στο κείμενο που ακολουθεί, θα υποστηρίξω ότι θα πρέπει να πάψουμε να είμαστε τόσο προσαρμοστικοί και τόσο επιρρεπείς στην αποδοχή της μεταβολής της έκτακτης κατάστασης σε κανονικότητα, επιμένοντας στους χώρους της εκπαίδευσης.
Τα ελληνικά δεδομένα
Από τις αρχές του Νοέμβρη έχουν κλείσει τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, από τα μέσα του Νοέμβρη και εκείνα της προσχολικής και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ η τριτοβάθμια εκπαίδευση πρακτικά δεν έχει επαναλειτουργήσει από τον Μάρτη του 2020. Όλες οι βαθμίδες της εκπαίδευσης στη χώρα δεν ανέστειλαν απλώς τη λειτουργία τους, αλλά την μετέφεραν στο διαδίκτυο. Και με βάση την πρόσφατη ειδησεογραφία, καμιά βαθμίδα της εκπαίδευσης δεν πρόκειται να ανοίξει πριν το 2021. Η επίσημη επιχειρηματολογία είναι «ότι δεν το επιτρέπουν τα επιδημιολογικά δεδομένα». Εάν όλοι εμείς που είμαστε δάσκαλοι διατυπώναμε αυτόν τον ισχυρισμό χωρίς καμιά απόδειξη στους μαθητές ή τους φοιτητές μας, απλώς θα ήμασταν αποτυχημένοι.
Το κλείδωμα των σχολείων έγινε για να διασωθεί πολιτικά η κυβέρνηση και να συγκαλυφθεί η αποτυχία της στη διαχείριση της πανδημίας. Λογικά σκεπτόμενοι, θα έπρεπε να το περιμένουμε
Από όσα στοιχεία μπορεί να συλλέξει κανείς από τον Τύπο, διαπιστώνει ότι στους δύο μήνες περίπου που λειτούργησαν τα σχολεία στην τρέχουσα σχολική χρονιά σημειώθηκαν 1.329 κρούσματα της ασθένειας Covid-19 επί συνόλου 1,36 εκατομμυρίου μαθητών και εκπαιδευτικών, δηλαδή ένα ποσοστό 0,1% (πηγή: εφημερίδα Έθνος, 16/11/2020). Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι η υπερπροσπάθεια των εκπαιδευτικών να λειτουργήσουν τα σχολεία με ασφάλεια, καθώς και η εντυπωσιακή έως συγκινητική εφαρμογή των μέτρων από τα παιδιά και τους έφηβους απέδωσε καρπούς. Τα σχολεία μας μπορούν να λειτουργήσουν με ασφάλεια, παρά την σχεδόν ολοκληρωτική εγκατάλειψή τους από την Πολιτεία, της οποίας οι παρεμβάσεις προκάλεσαν απλώς το γέλιο που έχουμε ανάγκη (παγουρίνα, υπερμεγέθεις μάσκες, πλατφόρμες που κουράζονται εύκολα κ.λπ.). Κι όμως, η πολιτεία κλείνει τα σχολεία γιατί δεν μπορεί να ελέγξει την κινητικότητα έξω από αυτά (π.χ. οι παππούδες που πηγαίνουν να πάρουν τα μικρά παιδιά από το σχολείο το μεσημέρι). Και δεν ντρέπονται να παρουσιάζουν αυτό το επιχείρημα. Μια πολιτεία που δεν μπορεί να παραδώσει τα παιδιά από το σχολείο στο σπίτι –χωρίς να προκαλείται συνωστισμός παππούδων– μάλλον δεν είναι ικανή και για τίποτα άλλο. Το άλλο επιχείρημα που προβάλλεται –και πάλι χωρίς στοιχεία και αριθμητικά δεδομένα– είναι η συμβολή των παιδιών και των εφήβων στη γενική διασπορά του ιού. Η μη συγκεκριμενοποίησή του είναι προφανές ότι δεν μπορεί να πείσει κανέναν.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία
Και ενώ η κυβέρνηση σε όλη την διαχείριση της υγειονομικής κρίσης ακολουθεί ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες (από την λειτουργία των μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων έως την υπακοή στις εντολές των γερμανικών επιχειρηματικών κολοσσών για το άνοιγμα του τουρισμού το καλοκαίρι), στο άνοιγμα των σχολείων «αυτονομήθηκε» και επέλεξε το κλείσιμο, το οποίο δεν επέλεξαν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Συγκεκριμένα, στο τελευταίο λοκντάουν που επέβαλαν οι ευρωπαϊκές χώρες στα τέλη του Οκτώβρη-αρχές Νοέμβρη, τα σχολεία έμειναν ανοιχτά στη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Μ. Βρετανία, ακόμη και στην Ιταλία (οι βαθμίδες μέχρι περίπου την Γ’ Γυμνασίου). Σε όλες αυτές τις χώρες, βέβαια, ελήφθησαν επιμέρους μέτρα και περιορισμοί, έγιναν διαμαρτυρίες μαθητών και εκπαιδευτικών για την αύξηση των μέτρων προστασίας, όπως είναι σωστό και αναμενόμενο. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τεκμήριο ισχυρές χώρες, όπως η Γερμανία και η Ελβετία, δεν δίστασαν να καλέσουν τους μαθητές να πηγαίνουν στο σχολείο με κουβέρτες και γάντια για να γίνεται το μάθημα με ανοιχτά παράθυρα.
Χώρες με ιδιαίτερα επιβαρυμένη επιδημιολογική κατάσταση, όπως το Βέλγιο, η Αυστρία, η Τσεχία, ενώ έκλεισαν αρχικά τα σχολεία τους, φρόντισαν γρήγορα (περίπου σε δύο εβδομάδες) να τα ξανα-ανοίξουν, τουλάχιστον τα Δημοτικά.
Προς τι η ελληνική ιδιαιτερότητα, λοιπόν; Πρέπει να είμαστε περήφανοι για αυτήν; Προφανώς και όχι. Πρέπει να ντρεπόμαστε για την κρατική διαχείριση, για τη σιωπή των συνδικαλιστικών φορέων, για την αφασία της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, για την εξαφάνιση των επιστημόνων και των διανοούμενων. Το κλείδωμα των σχολείων έγινε για να διασωθεί πολιτικά η κυβέρνηση και να συγκαλυφθεί η αποτυχία της στη διαχείριση της πανδημίας. Λογικά σκεπτόμενοι, θα έπρεπε να το περιμένουμε. Ένα κράτος που εδώ και μια δεκαετία έχει σε μερική λειτουργία το Σύνταγμα, ένα κράτος που δεν πολυενδιαφέρεται να προστατεύσει τα σύνορά του, δεν θα ήταν αναμενόμενο να επιδιώκει την λειτουργία των εκπαιδευτικών θεσμών του, ως ιδεολογικών και κατανεμητικών μηχανισμών, που θα έλεγαν και οι μαρξιστικές αναλύσεις…
Η μεταφορά στο διαδίκτυο
Η πρώτη φορά που άκουσα ότι τα διαδικτυακά μαθήματα είναι καλύτερα από τα δια ζώσης ήταν την προηγούμενη άνοιξη από συνάδελφό μου στο Πανεπιστήμιο, προς δόξα της ακαδημαϊκότητας. Πολύ πρόσφατα το επιβεβαίωσε ο πρωθυπουργός, μιλώντας προ διημέρου στο 31st Greek Economic Summit του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου. Δήλωσε πασιχαρής ότι: «ένα χρόνο πριν δεν θα πιστεύαμε πώς καθεμιά σχολική τάξη, από τα νηπιαγωγεία ως τα πανεπιστήμια, θα λειτουργούσε ηλεκτρονικά». Επομένως, όχι μόνο συγκαλύπτεται η αποτυχία της κυβερνητικής διαχείρισης, αλλά εμφανίζεται και ως μεγάλη επιτυχία!
Η ανθρώπινη επικοινωνία (και η διδασκαλία ως κεντρική εκδοχή της) γίνεται από ζωντανούς ανθρώπους στον χρόνο και στο χώρο. Ακόμη και η γλώσσα αναδύεται από τη σωματικότητα. Αυτή τη σωματικότητα πρέπει να επαναφέρουμε στο προσκήνιο και κυρίως στους χώρους της εκπαίδευσης. Ως αρχή, δεν πρέπει να εθιστούμε στην τηλε-εκπαίδευση. Τα σχολεία πρέπει να ανοίξουν το συντομότερο δυνατό!
Η μεταφορά των μαθημάτων στο διαδίκτυο έγινε χωρίς καμιά διάκριση ηλικιών και χωρίς να ληφθούν υπόψη οι βαρύτατες συνέπειες που θα έχει αυτή κυρίως για τα παιδιά από τεσσάρων έως εννιά ετών. Συνέπειες σωματικές, ψυχολογικές και βεβαίως γνωστικές. Δεν λήφθηκε υπόψη ότι τα παιδιά και οι έφηβοι που ήδη πλήττονται βαριά από τις συνέπειες του υποχρεωτικού εγκλεισμού, υποχρεώθηκαν να χάσουν και την επαφή με το σχολικό περιβάλλον. Αυτονόητο είναι ότι η διδασκαλία με τεχνολογική μεσολάβηση όξυνε όλες τις ταξικές διαφορές, όλες τις διαφορές μεταξύ μεγάλων αστικών κέντρων και περιφέρειας και πέταξε στο περιθώριο τα παιδιά από ειδικές ομάδες (προσφυγόπουλα, Ρομά).
Επειδή επανέρχονται οι εικόνες…
Οι φοιτητές που συμμετείχαν στις δια ζώσης εξετάσεις που έδωσα τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν οι πιο χαρούμενοι εξεταζόμενοι που έχω δει στα είκοσι χρόνια που διδάσκω. Τα παιδιά που μπήκαν στα σχολεία τους τον Σεπτέμβρη ήθελαν να αγκαλιάσουν τους καθηγητές τους, τα μικρά παιδιά του Δημοτικού ρωτάνε τους δασκάλους τους στα τηλεμαθήματα πότε θα στολίσουν την τάξη (την πραγματική) για τα Χριστούγεννα, τα νήπια που υποχρεώθηκαν και αυτά σε τηλε-εκπαίδευση το μεσημέρι συχνά κοιμούνται ως αντίδραση…
Να επαναφέρουμε τη σωματικότητα στο προσκήνιο
Αυτό που θα θεωρούσε αυτονόητο κάθε άνθρωπος, ότι έχουμε σώμα, φύλο και ηλικία, τίθεται σε αμφισβήτηση στη σύγχρονη μεταμοντέρνα συνθήκη. Η θεωρία της κατασκευής των ταυτοτήτων έθεσε σε αμφισβήτηση αυτά τα υποστασιακά χαρακτηριστικά μας. Προετοίμασε, επομένως, το έδαφος για την κατασκευασμένη επικοινωνία, την κατασκευασμένη διδασκαλία, τον ψηφιακό χώρο. Κι όμως, αν ακούσουμε την επιστήμη της γλωσσολογίας και όχι τις εικοτολογικές θεωρήσεις, θα μάθουμε ότι: «τα γραμματικά συστήματα που δηλώνουν λειτουργίες όπως ο χρόνος, η μεταβατικότητα, η δείξη, η ρηματική όψη έχουν ως μόνο σκοπό τους την επεξεργασία των σωματοποιημένων αναπαραστάσεων. Η γλώσσα αναδύεται από την εν-σωμάτωση» (B. MacWhinney ,1999).
Με άλλα λόγια, η ανθρώπινη επικοινωνία (και η διδασκαλία ως κεντρική εκδοχή της) γίνεται από ζωντανούς ανθρώπους στον χρόνο και στο χώρο. Ακόμη και η γλώσσα –ο κατεξοχήν χώρος της αφαίρεσης, ο θάνατος του βιώματος– αναδύεται από τη σωματικότητα. Αυτή τη σωματικότητα πρέπει να επαναφέρουμε στο προσκήνιο και κυρίως στους χώρους της εκπαίδευσης. Ως αρχή, δεν πρέπει να εθιστούμε στην τηλε-εκπαίδευση και να την θεωρήσουμε ως την νέα κανονικότητα.
Τα σχολεία πρέπει να ανοίξουν το συντομότερο δυνατό!
* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)