Της Αναστασίας Βούλγαρη*
Ο Τριαντάφυλλος Σερμέτης, με το πρώτο του ποίημα το Άρρητο, ανοίγει την πύλη εισόδου και μας καλωσορίζει στον ποιητικό του κόσμο.
Άφωνοι είναι οι καιροί κι όμως ο ποιητής επιμένει. Με την Ηλιόλουστη Ύλη του Έρωτα οικοδομεί το δικό του Στερέωμα σ’ έναν διαφορετικό χωροχρόνο.
Η θάλασσα, ο ήλιος, η βροχή, τα κύματα, η ομίχλη γίνονται ο χώρος της ύπαρξης του, όπου εγγράφονται τα συναισθήματά του, ενώ ο χρόνος μετράται μόνον κυκλικά: χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι˙ μόνο το φθινόπωρο απουσιάζει… Άραγε δηλωτικό των μηνυμάτων της ποιητικής συλλογής, αλλά και της ιδιοσυστασίας του ποιητή;
Περνάμε την πύλη. Ο ποιητής παράκτιος. Μπροστά του η θάλασσα του μυστηριακού κόσμου της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και της κοινωνίας.
Τούτη τη θάλασσα/ κρατώ στην αγκαλιά μου/ νανουρίζω του βυθού της/ τους χαμένους έρωτες
Η ερημιά της ακρογιαλιάς δυσβάσταχτη κι εκείνος επιθυμεί ν’ αναζητήσει τον Άλλον για να ενωθεί μαζί του. Αποφασίζει να μπει στην ενδοχώρα. Παρατηρεί τους συνανθρώπους του μέσα στις κόκκινες πολιτείες/ κρυμμένες μωβ θλιμμένες/ ζωές βασανισμένες/ζητούν ανάσταση/ από εξουσίες που τους πατούν.
Τον ποιητή χλευάζουν οι περαστικοί/ την άσχημη ομορφιά, η στείρα ζωή της ενδοχώρας θολώνει το βλέμμα τους κι αντιλαμβάνονται την ομορφιά σαν ασχήμια. Ο ποιητής λυπάται για τους ανθρώπους που είναι νεκροί/ στου αλαλαγμού την ανεμοθύελλα. Η πολιτεία κινδυνεύει, γκρίζα σύννεφα/πνίγουν την πολιτεία/ αύριο θ’ αποκοιμηθεί / το Μεγάλο Ύπνο. Η πόλη πεθαίνει, μας φωνάζει ο ποιητής, ποιος όμως τον ακούει; Ο θάνατος της πόλης θα σημάνει τον θάνατο του πολιτισμού, καθώς οι αλυσοδεμένες ψυχές περιφέρουν τα γκρίζα σώματά τους άδεια στα πεζοδρόμια. Γιατί νεκροί για πάντα/ το βέλος του Εγώ την καρδιά κάρφωσε/ Εκείνος που ζει για τον εαυτό του/ να ζει δεν άρχισε ακόμα. Εδώ η κραυγή του ποιητή για τον ατομισμό που μας χωρίζει από τον Άλλον κι αυτή η διαίρεση μας καταστρέφει.
Ο δρόμος του ποιητή μέσα στην ενδοχώρα είναι ματωμένος, δύσβατος γεμισμένος/ με στάλες αίμα/ από αγκάθινα στεφάνια.
Τελικά, ο ποιητής επιστρέφει στη θάλασσα του, αλλά δεν μας απαρνείται. Αντίθετα, συμπάσχει με τα δεινά μας: τον φόβο, την απώλεια, τις σκιές, τον αέναο κύκλο του θνήσκοντος έρωτος, τον αέναο κύκλο του ηττημένου ανθρώπου και του πόνου. Η θλίψη αιώνια διαρκεί, διαπιστώνει κι η ψυχή του θρηνεί για μας και στέλνει το μήνυμα: έτσι θα περιδινείται ο άνθρωπος, όσο δεν αποφασίζει να εγκαταλείψει την ενδοχώρα για να συναντήσει τον ενάλιο ποιητή, εκείνον που ανήκει στη θάλασσα. Εμείς σωπαίνουμε. Τότε εκείνος ερημώνει. Καθισμένος στην ακρογιαλιά συνομιλεί με τον Θάνατο του. Δεν τον φοβάται γιατί εκείνος έχει, ήδη, αναμετρηθεί με τις σκιές του. Άλλωστε το ξέρει: την ύστατη στιγμή μονάχα ο άπειρος Ληξίαρχος / τ’ όνομά σου φωτίζει.
Εκεί, στην εσχατιά του κόσμου ολομόναχος, ο Τριαντάφυλλος Σερμέτης είναι ο μεγάλος ερωτευμένος της ζωής. Γιατί σ’ ολάκερη τη γη, κανένας ποτέ δεν έγινε ποιητής προτού πεθάνει για έναν Έρωτα. Γι’ αυτό ο Σερμέτης παραμένει ανυποχώρητος. Τροφοδοτεί τον αγώνα του χαράζοντας με το δάχτυλο πάνω στο Στερέωμα τις λέξεις των μεγάλων νοημάτων: Αλήθεια, Δικαιοσύνη, Ανάσταση, Αθανασία… Αρνείται εκείνην τη μισή ζωή (…) της εφήμερης αλλοίωσης /που την ψυχή σκουριάζει. Αντικρίζει κατάματα την Αλήθεια της ύπαρξής του ακόμα κι όταν αυτή η αλήθεια τον πληγώνει. Ο ποιητής, συχνά, αιωρείται πάνω από την άβυσσο, άλλοτε μελαγχολεί˙ ωστόσο, αρνείται να κρυφτεί στη σκιά της αναλήθειας. Αντίθετα, εξομολογείται: Η πόρτα μικρή/ ολάκερος γαλάζιος ουρανός εμπρός μου/ που ποτέ δεν διάβηκα.
Ο ποιητής μάς απλώνει το χέρι και μας καλεί να τον συναντήσουμε, ανοίγοντάς μας τον δρόμο σπαραχτικά με το κόκκινο κύμα, το αίμα της αιμάσσουσας ψυχής του. Άλλωστε, εκεί σιμά του στην ακροθαλασσιά, εκεί κείται ο έρωτας που περιμένει να ενσαρκωθεί. Αξίζει να διανύσουμε την απόσταση για να τον συναντήσουμε.
* Η Αναστασία Βούλγαρη είναι συγγραφέας