Του Γιώργου Γιαλούρη
Ιδρωμένος και κατάκοπος βρέθηκα εκεί χωρίς να θυμάμαι τι είχε συμβεί κι από πού είχα καταλήξει σ’ εκείνον τον ανεμοδαρμένο βράχο με τον ζεστό, αμμουδερό αέρα να λυσσομανάει και να μαστιγώνει το πληγιασμένο μου σώμα κι όσο το στήθος μου ανεβοκατέβαινε πασχίζοντας να βρει οξυγόνο, τόσο εγώ προσπαθούσα να βρω με το βλέμμα μου από κάπου να πιαστώ κι από ένστικτο μόνο γράπωσα τα λεπτά κλωνάρια μιας αγριελιάς πριν με παρασύρει η δύναμη του ανέμου, πριν γλιστρίσω πάνω στον βράχο ενώ μία κραυγή πανικού ήχησε από τα χείλη μου καθώς παρασύρθηκα κι έπεσα πάνω σε κάτι κατάξερα θυμάρια, κατάξερα ήταν κι όμως με κράτησαν πριν χαθώ στο κενό, ένα κενό που βοούσε λες και χιλιάδες φωνές μοιρολογούσαν πίσω από ένα απροσπέλαστο και σκοτεινό παραπέτασμα, λες και χιλιάδες άνθρωποι βασανίζονταν και βογγούσαν ζητώντας εκδίκηση για μία καταστροφή έξω από τα σύνορα της λογικής, όμως ο πόνος από τα μπηγμένα αγκάθια στο σώμα μου μ’ έκανε να συνέλθω προς στιγμήν και να προσπαθήσω να πιαστώ, ν’ αγγιστρωθώ από κάπου κι εκείνη την ώρα δύο μάτια ξεπρόβαλαν στο μισοσκόταδο, δύο μικρές φλογισμένες χάντρες μέσα από τα σχίνα, δύο μάτια λαμπερά και τρομαγμένα γεμάτα φόβο και αγωνία να με κοιτάζουν ορθάνοιχτα μ’ έναν τρόμο μεγαλύτερο από τον δικό μου κι εξαφανίστηκαν ακαριαία μέσα στην αποπνικτική υγρασία ενός αδιαπέραστου σύννεφου που είχε κατέβει και βύθιζε τον βράχο μέσα του ενώ από κάτω η θάλασσα άφριζε κι έσκαγε στα αιχμηρά και κατασκότεινα βράχια, έσκαγε κι άφριζε μαζί με τις σκέψεις μου που χάνονταν στο κροτάλισμα της βροχής και στροβιλίζονταν στον λυσσασμένο άνεμο κάτω από ένα γκρίζο τίποτα και βρέθηκα να έχω αγκιστρωθεί στην τραχιά επιφάνεια του βράχου και να φωνάζω το όνομα της, να φωνάζω Μπισάν, πού είσαι αγαπημένη μου Μπισάν, όμορφη μου Μπισάν με τα μαύρα, ολοστρόγγυλα σου μάτια και τα μαύρα σου πυκνά μαλλιά, πού βρίσκεσαι τώρα και πού βρίσκονται τα χιλιάδες σου παιδιά, τι απέγιναν τα διαμελισμένα τους κορμάκια, πολτοποιημένα κάτω από τόνους τσιμέντο και σίδερο, «το νεογέννητο είναι αρκετά μεγάλο για να πεθάνει», τοις μετρητοίς πήρατε τη φράση του Montaigne αχρείοι, τοις μετρητοίς κι έχετε βαλθεί να υπηρετείτε το έρεβος, τσακίστε τα όλα λοιπόν, γκρεμίστε τα όλα, καταστρέψτε, συντρίψτε, σκοτώστε, γδάρετε και ξεκοιλιάστε, γκρεμίστε τα όλα και χτίστε τους ναούς σας από τα κόκκαλα και τα κρανία των παιδιών, χτίστε τα με θάνατο, ατελείωτο το δομικό σας υλικό, άμμος, κόκκαλα, τσιμέντο, σίδερα, σάρκες, δαχτυλάκια, ματάκια, ρουχαλάκια, μυαλουδάκια χυμένα μέσα στ’ αντίσκηνά τους, μαζέψτε τα όλα με τους θωρακισμένους, θηριώδεις εκσκαφείς σας και πολτοποιήστε τα, χτίστε με αυτά τους ναούς σας, χτίστε τα σπίτια σας, χτίστε τους πύργους και τις πισίνες σας, χτίστε τα να δούμε πόσο κοντά στον θεό σας θα φτάσετε, και θα φτάσετε αχρείοι, έχετε ήδη φτάσει εκεί που σας αξίζει, μόνο αντί για τους εκδικητικούς σας θεούς βρήκατε την άβυσσο, βρήκατε έναν απύθμενο και κατάμαυρο ωκεανό μ’ αφρισμένα και λυσσασμένα κύματα και βυθίζεστε σε βάθη ακατανόητα, σε μέρη αδιαπέραστα όπου βασιλεύει το τίποτα, διότι το τίποτα είναι αυτό που σας αξίζει, εκεί που ακόμη και ο θάνατος υποκύπτει στο ερεβώδες κι άχρονο τίποτα, εκεί που άνθρωποι και θεοί δεν ξεχωρίζουν και συντρίβονται μέσα σε μία άβυσσο ανίκητη και πανίσχυρη, κυρίαρχη σ’ έναν κόσμο ακατοίκητο, χωρίς άνεμο, χωρίς ζωή, χωρίς ήχους, σ’ έναν κόσμο άδειο, βυθισμένο στη στάχτη.
(Για την Μπισάν Οουντά)