Ένα πρωί… Μια ομάδα αστυνομικών με μπλε στολές έχει στήσει καρτέρι στην Πλατεία Βικτωρίας και μαζεύει στην αρχή του πεζόδρομου όποιον άντρα έχει μελαμψό χρώμα.
Αυτή είναι η εντολή τους. Όποιον άντρα έχει μαυριδερό χρώμα. Στην ομάδα είναι και τρεις με πολιτικά, που τρέχουν στην πλατεία και εντοπίζουν τους πεζούς που ανταποκρίνονται στην εντολή, δηλαδή όποιον έχει μαύρο χρώμα και είναι αρσενικός. Συλλήψεις με καθαρά ρατσιστικές προδιαγραφές. Οι γυναίκες και τα παιδιά εξαιρούνται από τις συλλήψεις, αλλά εκδιώκονται από τα παγκάκια της πλατείας.
Ανάμεσα στους αστυνομικούς κι ένας νεαρός με πολιτικά που φοράει μια μαύρη μπλούζα με ένα τεράστιο Jimi Hendrix γραμμένο με λευκά γράμματα, μπροστά στο στήθος! Νεαρέ, του λέω, την ώρα που τραβάει απ’ το χέρι ένα Πακιστανό προς το μπουλούκι των άλλων που κάθονται επιτηρούμενοι στη βάση μιας πολυκατοικίας, το ξέρεις ότι ο Χέντριξ που κουβαλάς πάνω σου καμαρωτός είναι μαύρος σαν αυτόν που τραβολογάς; Με κοιτάει ξαφνιασμένος. Κι αύριο, τι θα κάνεις; Θα τον κυνηγάς με το μπλουζάκι που γράφει Μάρτιν Λούθερ Κινγκ; Τον βλέπω προς στιγμήν απορημένο, σαν να σκέφτεται «Μάρτιν… πώς τον είπε, ο τύπος;». Συνέρχεται και με αυτοματισμό βάζει την επαγγελματική κασέτα. Τη δουλειά μου κάνω, ξεστομίζει άτσαλα και συνεχίζει το τραβολόγημα ενός ανθρώπου σαν μια οποιαδήποτε ρουτίνα που δεν χρειάζεται σκέψη. Και κει πάνω θυμήθηκα το σχολικό αστείο «ο αστυφύλαξ είναι όργανο, το μπουζούκι είναι όργανο, άρα ο αστυφύλαξ είναι μπουζούκι» και μέσα στην τσατίλα μου, χαμογέλασα…
Ένα απόγευμα… Παίρνω ταξί για να πάω στο σταθμό υπεραστικών λεωφορείων, στη Λιοσίων, για να υποδεχτώ μία φίλη μου Τουρκάλα ιστορικό που έρχεται από τον Βόλο όπου μένει προσωρινά στο πλαίσιο της συνεργασίας του Πανεπιστημίου που εργάζεται στην Κωνσταντινούπολη με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Στο δρόμο, ο ταξιτζής παίρνει διπλοκούρσα μία κυρία η οποία πηγαίνει στην ίδια κατεύθυνση, ενώ συνεχίζει να μουρμουρίζει για την παλιοκατάσταση. Χτες έβγαλα οχτώ ευρώ μεροκάματο, σήμερα πάω για 12, αύριο μπορεί τίποτα… Άμα δεν καεί η Βουλή και δεν ρίξουμε στη θάλασσα τους κλέφτες και τους μετανάστες, προκοπή δεν θα δούμε, λέει. Είδατε τι έκανε η Χρυσή Αυγή στη Ραφήνα; Πέταξε τους πάγκους όσων δεν κόβανε αποδείξεις, καλά τους έκανε, να ξεβρομίσει ο τόπος. Κατεβαίνει η κυρία στα Κάτω Πατήσια και μόλις φτάνουμε στο σταθμό των λεωφορείων, πληρώνω και παίρνω την απόδειξη. Στην κυρία γιατί δεν έκοψες απόδειξη; τον ρωτάω. Δεν γίνεται, ή στον έναν ή στον άλλον, απαντάει. Να πάμε τώρα στο ΣΔΟΕ, στην Τροχαία ή να σου σπάσω τ’ αμάξι και τη μούρη που έκανες φοροδιαφυγή; του λέω. Χλομιάζει. Ρε παλιομπαγλαμά, από τους άφραγκους, σαν και σένα, θα αρχίσει το ξεβρόμισμα; Οι μικροπωλητές φταίνε για το χάλι σου; Τόσο κορόιδο πιάνεσαι; Έκλεισα την πόρτα και περίμενα μια απάντηση, αλλά μάρσαρε, παρέκαμψε την ουρά των ταξί και χάθηκε στα στενά, ξεκούρδιστος…
Ένα μεσημέρι… Με αγκάλιασε και με φίλησε η ηλικιωμένη κυρία, μόλις μπήκα στο φωτοτυπείο. Στέλιο μου, Στελάκη μου, πόσα χρόνια έχω να σε δω, από τότε που ερχόσουν στο Πρωτοδικείο ως δικηγόρος και σε εξυπηρετούσαμε γιατί σε συμπαθούσαν οι δικαστές… αχ, πόσο χαίρομαι! Σε βλέπω και στην τηλεόραση και σε καμαρώνω, αλλά δυστυχώς δεν σε ψήφισα. Και γιατί δεν με ψήφισες, κυρία Σωτηρία; Γιατί, Στέλιο μου, ψήφισα Χρυσή Αυγή, για να ξεκουμπιστούν όλοι αυτοί που ψήφιζα όλα τα χρόνια, πρώτος-πρώτος ο Σαμαράς που μας κορόιδεψε. Μα, κυρία Σωτηρία, δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Όχι δεν είστε όλοι ίδιοι, εσύ δεν είσαι κλέφτης, αλλά οι αριστεροί είναι άθεοι και θέλουν να φέρουν κι άλλους μετανάστες στην Ελλάδα. Και πιστεύεις ότι αυτοί που βγαίνουν με μαχαίρια και ρόπαλα και σκοτώνουν μετανάστες είναι άνθρωποι του Θεού και μοιράζουν σαν και σένα φωτοτυπίες με τις ζωγραφιές της Παναγίας; Αγαπάνε αλλήλους και γυρίζουν το άλλο μάγουλο όπως δίδασκε ο Χριστός; Στέλιο μου, δεν σκοτώνουν αυτοί, κάτι οπαδοί τους τα κάνουν. Και τον Χίτλερ που κατέστρεψε την Ελλάδα, γιατί τον θαυμάζουν; Είναι χριστιανικό και πατριωτικό αυτό; Όχι, αλλά οι Εβραίοι είναι πίσω απ’ όλα, οι μασόνοι και οι χιλιαστές. Αυτοί φέρνουν και τους ξένους στην Ελλάδα, για να αφανιστούν οι Έλληνες όπως έχει πει ο Κίσινγκερ. Το σχέδιό τους είναι να γεμίσουν την Ελλάδα τζαμιά και να φέρουν τους Τούρκους. Θα σου βγάλω μια φωτοτυπία κι απ’ αυτό το κείμενο που μου έχουν δώσει και τα λέει όλα. Ο παπάς της ενορίας μού είπε ότι όλα αυτά είναι αλήθεια, και οι μεγάλες λάμψεις που βγαίνουν από το καντήλι μου και με τυφλώνουν είναι μήνυμα Θεού ότι κινδυνεύουμε από τους μουσουλμάνους και τον Αντίχριστο…
Πήρα τη δεκασέλιδη φωτοτυπία και αποχαιρέτησα σκεφτικός μια γυναίκα που δούλεψε τριανταπέντε χρόνια, ζει στην Αχαρνών, χήρα, με μια σύνταξη περικομμένη και μια πολιτεία εχθρική απέναντί της, με κοινωνικές υπηρεσίες μηδενικές στην περιοχή, με ανασφάλεια ανάμεσα σε πολλούς άγνωστους ανθρώπους με τους οποίους δεν μπορεί να συνεννοηθεί στη γλώσσα της και μια πολιτική ηγεσία που την πρόδωσε μετά από δεκαετίες πίστης και αφοσίωσης. «Πού να στηριχθώ, Στέλιο μου, φοβάμαι μόνη μου. Ούτε αυτοί είναι καλοί, το ξέρω, αλλά είναι θυμωμένοι όπως κι εγώ…», ήταν τα τελευταία λόγια της. Μια γυναίκα μέσα σε ερείπια, που βλέπει οράματα χωρίς να παίρνει παραισθησιογόνα. Δεξιά ψήφιζε και τηλεόραση έβλεπε όλα τα χρόνια, αμέριμνη. Επί ξύλου κρεμάμενη, τώρα, οι δεισιδαιμονίες της είναι πιο κοντά στους σκοταδιστές της Χρυσής Αυγής. Κι αυτοί με πυρσούς σεληνιάζονται εξαπατώντας τους μέχρι σήμερα πειθήνιους πολίτες χαμηλών απαιτήσεων…
Ένα απόγευμα… Θέλετε κάτι;, με ρωτάει ευγενικά, αλλά και με το αβαντάζ του ανθρώπου που έχω μπει στο μαγαζί του. Τον κοιτάζω στα μάτια, αλλά δεν του απαντάω. Βάζει το χέρι στην τσέπη, βγάζει και μου δείχνει την αστυνομική του ταυτότητα. Από σας όχι, του απαντάω. Επειδή σταθήκατε εδώ, σας ρωτάω. Από περιέργεια δημοσιογραφική, του λέω. Έχετε κάποια ταυτότητα; Δεν θεωρώ απαραίτητο να σας τη δείξω. Ούτε έχετε το δικαίωμα να μου τη ζητήσετε. Εκτός εάν έχετε ενδείξεις ότι είμαι ύποπτος για κάποιο αδίκημα που έχει διαπραχτεί επειδή ταιριάζουν τα χαρακτηριστικά μου, προφανώς. Όχι, μπορώ να τη ζητήσω επειδή είμαι αστυνομικός και ψάχνω για κάποιον εγκληματία. Όπως τώρα, που έχετε πιάσει μερικούς περαστικούς οι οποίοι, υποθέτω, είναι ύποπτοι γιατί τα χαρακτηριστικά τους μοιάζουν με κάποιου που έχει κάνει ένα έγκλημα. Βλέπω, όμως, έναν πολύ ψηλό κι έναν πολύ κοντό, ένα χοντρό κι έναν αδύνατο, ένα μελαχρινό κι έναν κατάμαυρο, έναν που έχει χαρτιά και έναν που δεν έχει. Το μόνο κοινό τους γνώρισμα είναι ότι όλοι τους έχουν σκούρο χρώμα. Σε τίποτα άλλο δεν μοιάζουν. Μήπως, λοιπόν, το κριτήριό σας δεν είναι αυτό που μόλις επικαλεσθήκατε; Θέλετε να πείτε ρατσιστικό; με ρωτάει. Φαντάζομαι ότι αυτή την εντολή έχετε από τη διοίκηση της αστυνομίας, του απαντάω. Όχι, δεν έχουμε αυτή την εντολή. Εμείς κρίνουμε. Στα ανώτατα κλιμάκια κινούνται σε άλλα επίπεδα, με τους πολιτικούς. Δεν έχουν ιδέα τι γίνεται στο δρόμο. Δηλαδή, ενεργείτε κατά βούλησιν; Και γιατί δεν σταματήσατε κι εμένα, παρά μόνο μαύρους; Δεν υπάρχουν εγκληματίες με λευκό χρώμα που αναζητεί η αστυνομία; Οι λευκοί που ξαφρίζουν τα πορτοφόλια των τουριστών και των ηλικιωμένων στον Ηλεκτρικό και περνάνε τώρα άνετοι κι ωραίοι από μπροστά σας, εδώ στην πλατεία, δεν πληρούν τα κριτήριά σας; Α, κατάλαβα, είστε απ’ αυτούς που μας θεωρείτε ρατσιστές, σχολιάζει, σαν να κατάλαβε. Εσάς, που λέτε ότι δεν παίρνετε εντολές, αλλά χρησιμοποιείτε τη δική σας κρίση, αυτό δεν σας έχει περάσει από το μυαλό; Κάνετε λάθος, μου λέει. Ελπίζω να κάνω λάθος και να μην είστε αυτό που φοβάμαι ότι είστε, του απάντησα και κατέβηκα να πάρω τον Ηλεκτρικό, παρέα με την τετράδα των ξαφριστών που έψαχναν να εντοπίσουν το επόμενο θύμα τους, ανενόχλητοι από τους έξι νεαρούς με πολιτικά που είχαν σπαταλήσει άλλη μια μέρα στην πλατεία κυνηγώντας μαύρους περαστικούς, άκακους, για να ρίξουν κι άλλη στάχτη στα μάτια της κάθε κυρίας Σωτηρίας…
Ανάμεσα στους αστυνομικούς κι ένας νεαρός με πολιτικά που φοράει μια μαύρη μπλούζα με ένα τεράστιο Jimi Hendrix γραμμένο με λευκά γράμματα, μπροστά στο στήθος! Νεαρέ, του λέω, την ώρα που τραβάει απ’ το χέρι ένα Πακιστανό προς το μπουλούκι των άλλων που κάθονται επιτηρούμενοι στη βάση μιας πολυκατοικίας, το ξέρεις ότι ο Χέντριξ που κουβαλάς πάνω σου καμαρωτός είναι μαύρος σαν αυτόν που τραβολογάς; Με κοιτάει ξαφνιασμένος. Κι αύριο, τι θα κάνεις; Θα τον κυνηγάς με το μπλουζάκι που γράφει Μάρτιν Λούθερ Κινγκ; Τον βλέπω προς στιγμήν απορημένο, σαν να σκέφτεται «Μάρτιν… πώς τον είπε, ο τύπος;». Συνέρχεται και με αυτοματισμό βάζει την επαγγελματική κασέτα. Τη δουλειά μου κάνω, ξεστομίζει άτσαλα και συνεχίζει το τραβολόγημα ενός ανθρώπου σαν μια οποιαδήποτε ρουτίνα που δεν χρειάζεται σκέψη. Και κει πάνω θυμήθηκα το σχολικό αστείο «ο αστυφύλαξ είναι όργανο, το μπουζούκι είναι όργανο, άρα ο αστυφύλαξ είναι μπουζούκι» και μέσα στην τσατίλα μου, χαμογέλασα…
Ένα απόγευμα… Παίρνω ταξί για να πάω στο σταθμό υπεραστικών λεωφορείων, στη Λιοσίων, για να υποδεχτώ μία φίλη μου Τουρκάλα ιστορικό που έρχεται από τον Βόλο όπου μένει προσωρινά στο πλαίσιο της συνεργασίας του Πανεπιστημίου που εργάζεται στην Κωνσταντινούπολη με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Στο δρόμο, ο ταξιτζής παίρνει διπλοκούρσα μία κυρία η οποία πηγαίνει στην ίδια κατεύθυνση, ενώ συνεχίζει να μουρμουρίζει για την παλιοκατάσταση. Χτες έβγαλα οχτώ ευρώ μεροκάματο, σήμερα πάω για 12, αύριο μπορεί τίποτα… Άμα δεν καεί η Βουλή και δεν ρίξουμε στη θάλασσα τους κλέφτες και τους μετανάστες, προκοπή δεν θα δούμε, λέει. Είδατε τι έκανε η Χρυσή Αυγή στη Ραφήνα; Πέταξε τους πάγκους όσων δεν κόβανε αποδείξεις, καλά τους έκανε, να ξεβρομίσει ο τόπος. Κατεβαίνει η κυρία στα Κάτω Πατήσια και μόλις φτάνουμε στο σταθμό των λεωφορείων, πληρώνω και παίρνω την απόδειξη. Στην κυρία γιατί δεν έκοψες απόδειξη; τον ρωτάω. Δεν γίνεται, ή στον έναν ή στον άλλον, απαντάει. Να πάμε τώρα στο ΣΔΟΕ, στην Τροχαία ή να σου σπάσω τ’ αμάξι και τη μούρη που έκανες φοροδιαφυγή; του λέω. Χλομιάζει. Ρε παλιομπαγλαμά, από τους άφραγκους, σαν και σένα, θα αρχίσει το ξεβρόμισμα; Οι μικροπωλητές φταίνε για το χάλι σου; Τόσο κορόιδο πιάνεσαι; Έκλεισα την πόρτα και περίμενα μια απάντηση, αλλά μάρσαρε, παρέκαμψε την ουρά των ταξί και χάθηκε στα στενά, ξεκούρδιστος…
Ένα μεσημέρι… Με αγκάλιασε και με φίλησε η ηλικιωμένη κυρία, μόλις μπήκα στο φωτοτυπείο. Στέλιο μου, Στελάκη μου, πόσα χρόνια έχω να σε δω, από τότε που ερχόσουν στο Πρωτοδικείο ως δικηγόρος και σε εξυπηρετούσαμε γιατί σε συμπαθούσαν οι δικαστές… αχ, πόσο χαίρομαι! Σε βλέπω και στην τηλεόραση και σε καμαρώνω, αλλά δυστυχώς δεν σε ψήφισα. Και γιατί δεν με ψήφισες, κυρία Σωτηρία; Γιατί, Στέλιο μου, ψήφισα Χρυσή Αυγή, για να ξεκουμπιστούν όλοι αυτοί που ψήφιζα όλα τα χρόνια, πρώτος-πρώτος ο Σαμαράς που μας κορόιδεψε. Μα, κυρία Σωτηρία, δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Όχι δεν είστε όλοι ίδιοι, εσύ δεν είσαι κλέφτης, αλλά οι αριστεροί είναι άθεοι και θέλουν να φέρουν κι άλλους μετανάστες στην Ελλάδα. Και πιστεύεις ότι αυτοί που βγαίνουν με μαχαίρια και ρόπαλα και σκοτώνουν μετανάστες είναι άνθρωποι του Θεού και μοιράζουν σαν και σένα φωτοτυπίες με τις ζωγραφιές της Παναγίας; Αγαπάνε αλλήλους και γυρίζουν το άλλο μάγουλο όπως δίδασκε ο Χριστός; Στέλιο μου, δεν σκοτώνουν αυτοί, κάτι οπαδοί τους τα κάνουν. Και τον Χίτλερ που κατέστρεψε την Ελλάδα, γιατί τον θαυμάζουν; Είναι χριστιανικό και πατριωτικό αυτό; Όχι, αλλά οι Εβραίοι είναι πίσω απ’ όλα, οι μασόνοι και οι χιλιαστές. Αυτοί φέρνουν και τους ξένους στην Ελλάδα, για να αφανιστούν οι Έλληνες όπως έχει πει ο Κίσινγκερ. Το σχέδιό τους είναι να γεμίσουν την Ελλάδα τζαμιά και να φέρουν τους Τούρκους. Θα σου βγάλω μια φωτοτυπία κι απ’ αυτό το κείμενο που μου έχουν δώσει και τα λέει όλα. Ο παπάς της ενορίας μού είπε ότι όλα αυτά είναι αλήθεια, και οι μεγάλες λάμψεις που βγαίνουν από το καντήλι μου και με τυφλώνουν είναι μήνυμα Θεού ότι κινδυνεύουμε από τους μουσουλμάνους και τον Αντίχριστο…
Πήρα τη δεκασέλιδη φωτοτυπία και αποχαιρέτησα σκεφτικός μια γυναίκα που δούλεψε τριανταπέντε χρόνια, ζει στην Αχαρνών, χήρα, με μια σύνταξη περικομμένη και μια πολιτεία εχθρική απέναντί της, με κοινωνικές υπηρεσίες μηδενικές στην περιοχή, με ανασφάλεια ανάμεσα σε πολλούς άγνωστους ανθρώπους με τους οποίους δεν μπορεί να συνεννοηθεί στη γλώσσα της και μια πολιτική ηγεσία που την πρόδωσε μετά από δεκαετίες πίστης και αφοσίωσης. «Πού να στηριχθώ, Στέλιο μου, φοβάμαι μόνη μου. Ούτε αυτοί είναι καλοί, το ξέρω, αλλά είναι θυμωμένοι όπως κι εγώ…», ήταν τα τελευταία λόγια της. Μια γυναίκα μέσα σε ερείπια, που βλέπει οράματα χωρίς να παίρνει παραισθησιογόνα. Δεξιά ψήφιζε και τηλεόραση έβλεπε όλα τα χρόνια, αμέριμνη. Επί ξύλου κρεμάμενη, τώρα, οι δεισιδαιμονίες της είναι πιο κοντά στους σκοταδιστές της Χρυσής Αυγής. Κι αυτοί με πυρσούς σεληνιάζονται εξαπατώντας τους μέχρι σήμερα πειθήνιους πολίτες χαμηλών απαιτήσεων…
Ένα απόγευμα… Θέλετε κάτι;, με ρωτάει ευγενικά, αλλά και με το αβαντάζ του ανθρώπου που έχω μπει στο μαγαζί του. Τον κοιτάζω στα μάτια, αλλά δεν του απαντάω. Βάζει το χέρι στην τσέπη, βγάζει και μου δείχνει την αστυνομική του ταυτότητα. Από σας όχι, του απαντάω. Επειδή σταθήκατε εδώ, σας ρωτάω. Από περιέργεια δημοσιογραφική, του λέω. Έχετε κάποια ταυτότητα; Δεν θεωρώ απαραίτητο να σας τη δείξω. Ούτε έχετε το δικαίωμα να μου τη ζητήσετε. Εκτός εάν έχετε ενδείξεις ότι είμαι ύποπτος για κάποιο αδίκημα που έχει διαπραχτεί επειδή ταιριάζουν τα χαρακτηριστικά μου, προφανώς. Όχι, μπορώ να τη ζητήσω επειδή είμαι αστυνομικός και ψάχνω για κάποιον εγκληματία. Όπως τώρα, που έχετε πιάσει μερικούς περαστικούς οι οποίοι, υποθέτω, είναι ύποπτοι γιατί τα χαρακτηριστικά τους μοιάζουν με κάποιου που έχει κάνει ένα έγκλημα. Βλέπω, όμως, έναν πολύ ψηλό κι έναν πολύ κοντό, ένα χοντρό κι έναν αδύνατο, ένα μελαχρινό κι έναν κατάμαυρο, έναν που έχει χαρτιά και έναν που δεν έχει. Το μόνο κοινό τους γνώρισμα είναι ότι όλοι τους έχουν σκούρο χρώμα. Σε τίποτα άλλο δεν μοιάζουν. Μήπως, λοιπόν, το κριτήριό σας δεν είναι αυτό που μόλις επικαλεσθήκατε; Θέλετε να πείτε ρατσιστικό; με ρωτάει. Φαντάζομαι ότι αυτή την εντολή έχετε από τη διοίκηση της αστυνομίας, του απαντάω. Όχι, δεν έχουμε αυτή την εντολή. Εμείς κρίνουμε. Στα ανώτατα κλιμάκια κινούνται σε άλλα επίπεδα, με τους πολιτικούς. Δεν έχουν ιδέα τι γίνεται στο δρόμο. Δηλαδή, ενεργείτε κατά βούλησιν; Και γιατί δεν σταματήσατε κι εμένα, παρά μόνο μαύρους; Δεν υπάρχουν εγκληματίες με λευκό χρώμα που αναζητεί η αστυνομία; Οι λευκοί που ξαφρίζουν τα πορτοφόλια των τουριστών και των ηλικιωμένων στον Ηλεκτρικό και περνάνε τώρα άνετοι κι ωραίοι από μπροστά σας, εδώ στην πλατεία, δεν πληρούν τα κριτήριά σας; Α, κατάλαβα, είστε απ’ αυτούς που μας θεωρείτε ρατσιστές, σχολιάζει, σαν να κατάλαβε. Εσάς, που λέτε ότι δεν παίρνετε εντολές, αλλά χρησιμοποιείτε τη δική σας κρίση, αυτό δεν σας έχει περάσει από το μυαλό; Κάνετε λάθος, μου λέει. Ελπίζω να κάνω λάθος και να μην είστε αυτό που φοβάμαι ότι είστε, του απάντησα και κατέβηκα να πάρω τον Ηλεκτρικό, παρέα με την τετράδα των ξαφριστών που έψαχναν να εντοπίσουν το επόμενο θύμα τους, ανενόχλητοι από τους έξι νεαρούς με πολιτικά που είχαν σπαταλήσει άλλη μια μέρα στην πλατεία κυνηγώντας μαύρους περαστικούς, άκακους, για να ρίξουν κι άλλη στάχτη στα μάτια της κάθε κυρίας Σωτηρίας…
Στέλιος Ελληνιάδης
Σχόλια