Σε πρώτη φάση, το αντιφασιστικό, αντιεθνικιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα, κατάφερε να συγκροτηθεί και να προσελκύσει τα πιο ευαίσθητα άτομα. Στη δεύτερη, όμως, φάση, δεν φάνηκε να μπορεί να διεισδύσει βαθύτερα μέσα στο κοινωνικό σώμα και να διευρύνει την επιρροή του. Να κοινωνικοποιηθεί, πλην λίγων ενθαρρυντικών εξαιρέσεων. Φαντάζομαι ότι εύκολα είναι κατανοητό ότι το αντιφασιστικό, αντιεθνικιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα δεν βρήκε τον τρόπο να αποτρέψει τη γιγάντωση της Χρυσής Αυγής.

Εάν οι τόσοι θεωρητικοί και ακτιβιστές και οι τόσες συλλογικότητες που ασχολούνται με τον αντιφασισμό, τον αντιεθνικισμό και τον αντιρατσισμό, δεν κατανάλωναν τόση φαιά ουσία και τόση ενέργεια σε δράσεις που απευθύνονται αποκλειστικά στους ίδιους και τους ίδιους, ίσως δεν θα είχε ο εθνικισμός, ο ρατσισμός και ο φασισμός τόση διαβρωτική διείσδυση μέσα στο κοινωνικό σώμα. Οι εκδηλώσεις μας απευθύνονται κυρίως σε ομοϊδεάτες και μυημένους. Είναι χρήσιμες για τον εσωτερικό μας διάλογο, για την ανταλλαγή και το τρόχισμα των δικών μας απόψεων, αλλά σίγουρα δεν ελκύουν εκείνους που πιστεύουμε ότι έχουν το πρόβλημα και τους οποίους εμείς θέλουμε να πείσουμε να απορρίψουν το φασισμό, το ρατσισμό και τον εθνικισμό.

Σπάνια γίνονται δράσεις με και για τους ανθρώπους που είναι εθνικιστές ή φλερτάρουν με τον εθνικισμό. Κατά κανόνα, απευθυνόμαστε στους κύκλους μας και στους συναγωνιστές μας. Και άθελά μας, αυτή η αυτοαναφορικότητα δημιουργεί και τη δική της γλώσσα που είναι δυσνόητη, ίσως και απωθητική, στους κοινούς θνητούς. Γι’ αυτό, τόση πολλή δουλειά, σημαντική, με τόσο μικρά αποτελέσματα. Όλη η Αριστερά, γραφειοκρατική και αντιγραφειοκρατική, συνήθισε να δουλεύει με τον εαυτό της και όχι με την κοινωνία. Οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ, που στις τελευταίες εκλογές πήρε 2,2 εκατομμύρια ψήφους, μακριά από την κοινωνία, σέρνονται και φυτοζωούν.

Ο τρόπος οργάνωσής μας και ο λόγος μας είναι απόμακρος και ξένος για το κοινωνικό σώμα και δη, το πλειοψηφικό και πιο ευάλωτο στο δηλητήριο του φασισμού, του εθνικισμού και του ρατσισμού. Είμαστε απόντες στους χώρους εργασίας, τους χώρους αναψυχής και συνεύρεσης. Ποιος δουλεύει πάνω σ’ αυτά τα θέματα με τους υπαλλήλους του Hondos Center, του Mall, της Εθνικής Τράπεζας ή του υπουργείου Οικονομικών; Ποιος είναι μέλος στους αθλητικούς συλλόγους, στα κολυμβητήρια ή στο μπάσκετ, που πηγαίνουν πάρα πολλές χιλιάδες νέοι; Ποιος πήγε να μείνει στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα ή να ανοίξει εκεί ένα καφενείο ή ένα μανάβικο; Ποιος συμμετέχει στους εκατοντάδες χορευτικούς ομίλους που υπάρχουν στην Ελλάδα, από τους Αργοναύτες Κομνηνούς στην Καλλιθέα μέχρι το Λύκειο Ελληνίδων στην Καλαμάτα; Ποιος είναι δραστήριο μέλος ενός τοπικού συλλόγου, Αρκάδων, Κρητών ή Ποντίων στην Αθήνα; Ή ενός φιλολογικού συλλόγου ή ενός συλλόγου γονέων και κηδεμόνων;

Τέτοιου είδους είναι οι συλλογικότητες της κοινωνίας, φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι. Εμείς πρέπει να είμαστε μαζί με τον καθημερινό άνθρωπο, για να θωρακιστεί απέναντι στην επιρροή των αντιδραστικών ιδεών και δυνάμεων. Να μην περιμένουμε να έρθει η κοινωνία σε μας. Τις περισσότερες φορές, έχω την αίσθηση ότι μόνοι μας τα λέμε, μόνοι μας τα ακούμε. Αλλά είναι αυτή επαναστατική, αριστερή ή εναλλακτική πολιτική δουλειά;

Με την πείρα 50 χρόνων συμμετοχής σε κάθε είδους συλλογικότητες, από μια ποδοσφαιρική ομάδα γειτονιάς στη δεκαετία του 1960 ως τη λέσχη «Δρόμοι Φιλίας και Πολιτισμού» στην οποία έχουν δηλώσει συμμετοχή, μέσα σε 14 μήνες, 500 άνθρωποι απ’ όλη την Αθήνα, υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και συνταξιούχοι, επιβεβαιώνεται για πολλοστή φορά ότι μόνο δουλεύοντας ισότιμα και ομοούσια μέσα στο κοινωνικό σώμα, σαν μέρος του και όχι σαν καθοδηγητής του και κριτής του από τα έξω, θα έχουμε αποτελέσματα. Αλλιώς, παρ’ όλη τη φιλότιμη προσπάθειά μας, θα λέμε και θα υποστηρίζουμε σωστά πράγματα, βαδίζοντας όμως σε δρόμους παράλληλους με την κοινωνία που σπάνια εφάπτονται. Κι αυτό, μερικές φορές, προκαλεί τις αντίθετες συνέπειες απ’ αυτές που επιθυμούμε. Δηλαδή, να μας βλέπει η κοινωνία σαν ξένο σώμα και να κλείνεται φοβισμένη ακόμα περισσότερο σε αντιδραστικές θέσεις και προκαταλήψεις. Συμπερασματικά, νομίζω ότι μια αναθεώρηση πρακτικών και μεθόδων της Αριστεράς σε όλο της το φάσμα, κομματικής, ανένταχτης ή αυτοδιαχειριζόμενης, είναι απαραίτητη, σε κάθε περίπτωση, για να μην βράζουμε στο ζουμί μας και για να μην σπαταλάμε τις δυνάμεις μας άστοχα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!