Σε θετικό κλίμα διεξήχθη η έκτακτη συνάντηση των ΥΠΕΞ Ελλάδας-Αιγύπτου στο Κάιρο την προηγούμενη Τετάρτη 4/6, στο απόηχο της απόφασης της αιγυπτιακής δικαιοσύνης που αμφισβητεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Ιεράς Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο όρος Σινά. Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις των δύο υπουργείων, η ελληνική πλευρά επέμεινε στην ανάγκη διατήρησης του στάτους κβο του θρησκευτικού χαρακτήρα της Μονής, τονίζοντας τη σημασία αυτής ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς αναγνωρισμένο από την UNESCO, με την αιγυπτιακή πλευρά να υπόσχεται πως θα διαφυλάξει τον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα της Μονής και την ανεμπόδιστη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων των μοναχών. Βρήκαν δηλαδή κοινό έδαφος σε ένα επίδικο που ουδέποτε τέθηκε, καθώς το αγκάθι της συγκεκριμένης υπόθεσης αφορά το ζήτημα της ιδιοκτησίας της Μονής (η οποία είχε αμφισβητηθεί ήδη από τη σύντομη περίοδο διακυβέρνησης των Αδερφών Μουσουλμάνων μετά την πτώση του δικτάτορα Μουμπάρακ), που δεν περιορίζεται εντός των τειχών της, και όχι κάποιο αόριστο θρησκευτικό χαρακτήρα.

Για να κατανοήσουμε την ουσία του συγκεκριμένου επεισοδίου είναι χρήσιμο να έχουμε μια εικόνα του χρονικού της υπόθεσης. Σύμφωνα με τους μοναχούς της Μονής, οι συζητήσεις με την αιγυπτιακή κυβέρνηση για την κατοχύρωση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων της Μονής βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο, φτάνοντας μάλιστα πριν λίγο καιρό στη διαμόρφωση ενός προσυμφώνου με τον κυβερνήτη του Νότιου Σινά, την επικύρωση του οποίου ανέμεναν επί μακρόν, συναντώντας διαρκώς προσκόμματα από την πλευρά του κράτους. Επί του συγκεκριμένου προσυμφώνου συζήτησαν προ ημερών, Μητσοτάκης και Σίσι, κατά την επίσκεψη του Αιγύπτιου προέδρου στην Αθήνα στις 7 Μαΐου (μεταξύ άλλων διμερών θεμάτων όπως το καλώδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης, οι συμφωνίες νόμιμης μετανάστευσης κ.ά.). Η απόφαση της αιγυπτιακής δικαιοσύνης ήρθε λίγο πριν την τελική συμφωνία, να τροποποιήσει τον συσχετισμό υπέρ του αιγυπτιακού κράτους, βάζοντας χέρι στην ιδιοκτησία εκτάσεων και δομών που ανήκουν στη Μονή, αφήνοντας απλά το δικαίωμα χρήσης στους μοναχούς.

Η Αίγυπτος φαίνεται να ετοιμάζει μεγάλες επενδύσεις τουριστικού χαρακτήρα στην περιοχή του Σινά με κατασκευή ξενοδοχειακών μονάδων, δρόμων και έργων ύδρευσης με μεταφορά νερού από τον Νείλο. Στην πράξη το σχέδιο με τίτλο η «Μεγάλη Μεταμόρφωση» στοχεύει να φτιάξει μια ολόκληρη τουριστική πόλη, αξιοποιώντας τουριστικά την ίδια τη Μονή, οι μοναχοί της οποίας έχουν όχι άδικα εκφράσει επανειλημμένα τις ανησυχίες τους. Μάλλον δεν είναι τυχαία παλιότερα δημοσιεύματα που ήθελαν Αιγύπτιους και Έλληνες αξιωματούχους και επιχειρηματίες να συζητούν πιθανή συνεργασία για το εν λόγω πρότζεκτ, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση δείχνει και δημοσίευμα της ιταλικής Corriere della Sera που εμπλέκει τις περιπέτειες της Μονής Σινά με την επένδυση 5 δισ. ευρώ για το καλώδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης και με την τουριστική επένδυση, κάνοντας λόγο για «ξεπουλήματα» και «ανταλλάγματα».

Όλοι κάνουν τους έκπληκτους κι ας υπήρχαν προειδοποιήσεις και δείγματα για αυτή την κίνηση της αιγυπτιακής δικαιοσύνης. Κάποιοι διαχωρίζουν την απόφαση των δικαστηρίων από το ίδιο το καθεστώς Σίσι, με το οποίο υποτίθεται πως διατηρούμε σχέσεις φιλίας και μια εν εξελίξει στρατηγική συνεργασία. Λες και θα μπορούσε να υπάρξει μια τέτοια δικαστική απόφαση, με εσωτερικές και εξωτερικές προεκτάσεις, χωρίς την προετοιμασία και την έγκριση του ίδιου του καθεστώτος. Στην πράξη και η Μονή του Σινά μπαίνει στο μεγάλο γεωπολιτικό, ενεργειακό και οικονομικό παζάρι της περιοχής. Οι προσπάθειες επαναπροσέγγισης Τουρκίας-Αιγύπτου φαίνεται να απελευθερώνουν το Κάιρο, επιτρέποντάς του όχι να αμφισβητήσει (προς ώρας), αλλά να διαπραγματευτεί με καλύτερους γι’ αυτό όρους τα παραγόμενα της στρατηγικής συνεργασίας με τη χώρα μας ‒ προφανώς χωρίς και εκεί να λείπουν οι εσωτερικές αντιφάσεις και ανταγωνισμοί.

Η αρχική χαλαρότητα της ελληνικής πλευράς μετατράπηκε σε κάποια αντίδραση μόλις άρχισε να βλέπει το πολιτικό κόστος που πιθανά να έχει από αυτή την υπόθεση (δήλωση Σαμαρά, ανακοίνωση Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου). Έσπευσε η κυβέρνηση να θολώσει τα νερά μιλώντας για τον θρησκευτικό χαρακτήρα, καθησυχάζοντας σχετικά με τη σοβαρότητα της υπόθεσης, και κατηγόρησε όσους έθεταν ερωτήματα ως λαϊκιστές και συνομωσιολόγους. Στην πράξη όμως η χώρα μας βρίσκεται για μια ακόμη φορά σε ένα θέμα σοβαρού ενδιαφέροντος σε υποχώρηση ‒ άλλη μια υποχώρηση των διαχρονικά συνδεδεμένων χριστιανικών κοινοτήτων της Μ. Ανατολής. Ο Γ. Γεραπετρίτης για μια ακόμη φορά μπερδεύει τον ρόλο του ως ΥΠΕΞ με την κύρια ειδίκευση του ως μεσίτης εργολαβικών συμφερόντων, και η ελληνική κυβέρνηση, άσχετα με το τι λέει, δείχνει πρόθυμη να μπει στα παζάρια που προαναφέραμε. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να σταθεί ως βιώσιμη εξωτερική πολιτική, σε ένα στοιχειωδώς αξιοπρεπές κυρίαρχο κράτος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!