Ενδεικτικά του αποπροσανατολισμού που επικρατεί στις εγχώριες ελίτ, ήταν τα όσα άκρως ενδιαφέροντα συζητήθηκαν στο έκτακτο συνέδριο που διοργάνωσε τις προηγούμενες μέρες ο «Κύκλος Ιδεών» του Ευ. Βενιζέλου. Πολιτική ηγεσία, οικονομικοί παράγοντες και πανεπιστημιακοί, χωρίς πυξίδα, έκαναν φανερές τις αντιφάσεις που ενυπάρχουν εντός του συστημικού μπλοκ για μια σειρά ζητήματα: από την οικονομία και την κοινωνική συνοχή μέχρι την προσαρμογή στο νέο γεωπολιτικό τοπίο και τη στάση μας στα ελληνοτουρκικά. Ετερόφωτες ελίτ, που κοιτάζουν σαστισμένες την κρίση του ευρωατλαντισμού και την αντιπαράθεση της νέας διοίκησης Τραμπ με την ευρωκρατία, αναζητώντας σημείο ισορροπίας μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε., και βλέποντας ορατό τον κίνδυνο η χώρα μας να χαθεί στο γεωπολιτικό ρήγμα που ανοίγεται. Είναι παρελθόν οι πανηγυρισμοί για τα «ήρεμα νερά» και την ελληνοτουρκική προσέγγιση. Χάθηκαν μαζί με την πυγμή της «σωστής πλευράς της ιστορίας»…

Τώρα όλοι αναγνωρίζουν πως η Τουρκία έχει αναδειχθεί σε κερδισμένο της γεωπολιτικής αβεβαιότητας, παίζοντας ενεργό περιφερειακό ρόλο (ειδικά μετά την εγκαθίδρυση της τουρκόφιλης κυβέρνησης στη Συρία) και αξιοποιώντας στοιχεία σκληρής ισχύος (αμυντική βιομηχανία κ.ά.) στην προσπάθεια της να γίνει αποδεκτή στο γκρουπ των ισχυρών (χαρακτηριστικό το αίτημα Ερντογάν για προσθήκη μουσουλμανικής χώρας –ποιας άραγε;– ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ). Γίνεται έτσι εμφανής ο φόβος και η αίσθηση αδυναμίας που αναπαράγουν στις αναλύσεις τους οι εκπρόσωποι των ελίτ, οι οποίοι για χρόνια ήταν προσανατολισμένοι στην πολιτική κατευνασμού του θηρίου. Τώρα οι πιο «ρεαλιστές» προτείνουν (κατά το γνωστό μοτίβο ΕΛΙΑΜΕΠ) να αποδεχτούμε τη δορυφοροποίηση της χώρας μας από την Άγκυρα, και να αναζητήσουμε έναν νέο ενδιάμεσο ρόλο στον νέο ευρωτουρκικό χάρτη, ενώ οι πιο «σκληροί» εισηγούνται ως διέξοδο από την τουρκική πίεση τη μεγαλύτερη πρόσδεση στο άρμα των ΗΠΑ και του Ισραήλ, σε έναν ιδιότυπο διαγωνισμό με την Άγκυρα για το ποια πλευρά θα είναι πιο χρήσιμη στις πολεμικές σκοπιμότητές τους.

Η παγίδα της ευρωτουρκικής προσέγγισης

Και στις δύο στρατηγικές, κοινός παρονομαστής είναι η εμπέδωση της εξάρτησης ως μονόδρομου. Δεν μπορούν να φανταστούν την Ελλάδα έξω από τους καταναγκασμούς που θέτει η εξάρτηση. Γι’ αυτό αδυνατούν να χαράξουν βιώσιμη στρατηγική, σε μια εποχή που η ισχύς και οι διμερείς συμφωνίες είναι αυτές που ορίζουν τη γεωπολιτική πραγματικότητα. Το είδαμε και στην περίπτωση της διαφαινόμενης ευρωτουρκικής προσέγγισης όπου, στο όνομα της αμυντικής αυτονομίας της Ε.Ε., η Άγκυρα βρίσκει ορθάνοιχτο παράθυρο συνεργασίας στον αμυντικό και εξοπλιστικό τομέα – την ίδια στιγμή που εμφανίζεται ως απαραίτητος εταίρος στα σχέδια ενίσχυσης του Κιέβου από μια συμμαχία προθύμων, μετά το νέο τοπίο που δημιουργεί η προσέγγιση Πούτιν-Τραμπ. Η Ελλάδα αδυνατεί να θέσει τους όρους της στη διαδικασία αυτή: δεν μετέχει καν στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων (βλ. άτυπη σύνοδο του Λονδίνου), ενώ δεν μπορεί να εμφανίσει ουσιαστικά αντίβαρα προς τις χώρες εκείνες που προωθούν για ίδιον όφελος τις διμερείς συνεργασίες με την Άγκυρα.

Ποια Τουρκία;

Και μιλάμε για μια Τουρκία που δεν δείχνει διατεθειμένη να μετακινηθεί ούτε εκατοστό από τις θέσεις της. Το απέδειξε στη Συρία, όπου με εθνοκαθάρσεις και ανίερες συμμαχίες έφτασε μέχρι τη Δαμασκό. Το αποδεικνύει στο Αιγαίο όπου, παρά τα «ήρεμα νερά», έβγαλε τις φρεγάτες της για να μπλοκάρει την ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης-Κύπρου. Το αποδεικνύει στο Κυπριακό, όπου η επιμονή στην αναγνώριση του ψευδοκράτους κανονικοποιεί μέρα με τη μέρα την κατοχή και τον εποικισμό. Το αποδεικνύει και στο εσωτερικό μέτωπο, όπου η προσπάθεια περαιτέρω εδραίωσης του καθεστώτος Ερντογάν οδηγεί σε νέο κύκλο αυταρχισμού (αυτή τη φορά με θύμα τον ηγέτη των Κεμαλιστών, δήμαρχο Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, που φαινόταν ο μόνος ικανός να αμφισβητήσει τον Ερντογάν στις επόμενες εκλογές).

Με αυτήν την Τουρκία πρέπει να γίνουμε εταίροι, απέναντι σε αυτήν την Τουρκία πρέπει να δείξουμε ρεαλισμό, με αυτήν την Τουρκία βλέπουμε… ευκαιρία για μπίζνες (στον τουρισμό, την ενέργεια και τις κατασκευές), που τη βαφτίζουμε «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης». Και όμως, μια Τουρκία που επεκτείνεται και δυναμώνει, αποτελεί πρώτιστη υπαρξιακή απειλή για τον Ελληνισμό – σε Ελλάδα και Κύπρο. Ως τέτοια θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται, χωρίς καλλωπισμούς (όπως η αυτοκτονική «διακήρυξη των Αθηνών»), χωρίς προσπάθειες κατευνασμού που οδηγούν εγγυημένα στη δορυφοροποίηση, με μια στρατηγική οικοδόμησης ισχύος και βαθμών κυριαρχίας, ως όρο υπεράσπισης της ίδιας μας της βιωσιμότητας σε έναν όλο και πιο ταραγμένο κόσμο.


Χωρίς σχόλια! 

Χρ. Ροζάκης: Η Τουρκία νομίζω από ένα σημείο και πέρα πιστεύει ότι πρέπει να ελέγχει οτιδήποτε γίνεται στο Αιγαίο, με την έννοια ότι πρέπει να περνάμε οτιδήποτε κάνουμε ακόμα και νόμιμα (δηλαδή σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο) μέσα από τη δική της βούληση και τη δική της αποδοχή. Παράδειγμα είναι το θέμα του καλωδίου, όπου παρά το γεγονός της νομιμότητας αυτής της ενέργειας από τη δική μας μεριά, υπάρχουν ενστάσεις από τη μεριά της Τουρκίας. Με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να ματαιώνεται, να αναβάλλεται οποιαδήποτε εξέλιξη… Σίγουρα υπάρχει μια σαφής ηρεμία αυτή τη στιγμή, η οποία μας συμφέρει. Αλλά το ζήτημα είναι ότι για κάθε ενέργεια που κάνουμε στο Αιγαίο πρέπει να παίρνουμε την άδεια της Τουρκίας, πράγμα που σημαίνει ότι η Τουρκία ελέγχει σήμερα πολύ περισσότερο και από τη δική της θάλασσα… Δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά [να μην ενημερώσουμε την Άγκυρα για τις έρευνες στην περιοχή] από τη στιγμή που κατέβαζε τα πολεμικά της πλοία στην περίπτωση της Κάσου και της Κρήτης. Έπρεπε να την ενημερώσουμε, αλλά βλέπετε ότι και η ενημέρωση δεν έφτασε. Σίγουρα απεμπολήσαμε [κάποιο δικαίωμα]. Οτιδήποτε προϋποθέτει την πόντιση [του καλωδίου] πρέπει να περάσει μέσα από τη δική της άδεια, μέσα από τη δική της συναίνεση. Πράγμα που σημαίνει ότι νόμιμες ενέργειες της Ελλάδας υπόκεινται στον έλεγχο της Τουρκίας, με οτιδήποτε αυτό συνεπάγεται.

Ντ. Μπακογιάννη: Εγώ πιστεύω ότι η Τουρκία θέλει να είναι μεγάλη περιφερειακή δύναμη· και θέλει, και μπορεί. Πρέπει να ξέρουμε ότι είναι 80 εκατομμύρια άνθρωποι, ότι είναι μία από τις πιο νέες χώρες οι οποίες υπάρχουν στον κόσμο, δηλαδή με πάρα πολλή νεολαία. Ακούστηκε ήδη ότι έχουν έναν ετοιμοπόλεμο στρατό και έχουν και τη δυνατότητα να φέρνουν πίσω φέρετρα χωρίς να συμβαίνει το παραμικρό στην Τουρκία ως αντίδραση. Είναι λοιπόν μια χώρα η οποία έχει αυτή τη στιγμή ενδυναμωθεί λόγω Συρίας, φαίνεται ότι κλείνει ένα από τα μεγαλύτερα της προβλήματα τα οποία είχε, το θέμα των Κούρδων… Από εκεί και πέρα θέλει να παίζει έναν ρόλο, τον οποίο όμως δεν θα της αναγνωρίσουν οι υπόλοιποι Άραβες, ο οποίος είναι ο ρόλος και η λογική της Οθωμανικής αυτοκρατορίας… Ο Ερντογάν ζητάει από τους Ευρωπαίους μια αναγνώριση που δεν θα πάρει από τους Άραβες. Θέλει να μπει σε αυτό που ονομάζουμε ευρωπαϊκή άμυνα… Θα θέλει λοιπόν με κάποιο τρόπο να πει ότι εγώ έχω κερδίσει κάτι από αυτήν την ιστορία. Μια αναγνώριση των Ευρωπαίων. Το οποίο ενδεχομένως πάλι μπορεί να είναι μια ευκαιρία για μας. Διότι εμείς εκ των πραγμάτων θα βάλουμε κάτω τις βασικές μας προϋποθέσεις, οι οποίες δεν θα βρούνε τους Ευρωπαίους αντίθετους… Εμείς πρέπει, όπως έλεγε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, να διαβάσουμε σωστά την πραγματικότητα, αλλά την πραγματικότητα, όχι αυτή που θα θέλαμε να είναι η πραγματικότητα. Σκληρά να αναγνώσουμε την πραγματικότητα και αναλόγως να κινηθούμε χωρίς παρωπίδες και φόβους. Και γιατί το λέω αυτό; Γιατί τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα.


«Σύμμαχοι» και «ομπρέλες προστασίας»

Αποτέλεσε σχεδόν αποκλειστική στρατηγική των τελευταίων ετών, η πρόσδεση σε συμμάχους-προστάτες ως αντίβαρο της τουρκικής απειλής: από το «ευχαριστούμε τις ΗΠΑ» μέχρι τη συμφωνία με τη Γαλλία (βλ. πώληση Belharra) και από τη μετατροπή μας σε στρατηγικό βάθος του Ισραήλ μέχρι τη «ΝΑΤΟϊκή ομπρέλα». Ως εκεί έφτασε η «ενεργητική εξωτερική πολιτική» βαθαίνοντας, στο όνομα του κινδύνου εξ ανατολών, την εξάρτηση και την υποτέλεια. Σε τελική ανάλυση, υπονομεύοντας την ίδια την αποτρεπτική ισχύ της χώρας, για να οδηγηθούμε τελικά σε διπλή υποχώρηση, τόσο στη Δυτική «σωστή πλευρά της ιστορίας» όσο και στα τουρκικά «ήρεμα νερά».

Τώρα που ο κόσμος μας γίνεται πιο χαοτικός, και η ισχύς των κοσμοκρατορικών δυνάμεων (αλλά και φιλόδοξων περιφερειακών παικτών) επιδιώκει να επανορίσει την πλανητική αρχιτεκτονική, αποδεικνύεται πως οι «ομπρέλες προστασίες» μπάζουν από παντού, αφήνοντας τις μικρές και ενδιάμεσες χώρες –όπως η Ελλάδα– γυμνές απέναντι σε πραγματικούς εχθρούς και απειλές. Η κυνική στροφή της Ευρώπης, με το προσκλητήριο (επ’ αφορμή του ουκρανικού μετώπου) για αμυντική συνεργασία με τον Ερντογάν (και μάλιστα σε μια στιγμή ακραίας επιθετικότητας της Άγκυρας εντός και εκτός των συνόρων της), αλλά και η αβεβαιότητα των θέσεων της νέας διοίκησης Τραμπ για την ευρύτερη περιοχή μας, σε συνδυασμό με τον αναβαθμισμένο ρόλο της Άγκυρας, που επιδιώκει να καταστεί γεωπολιτικός κυρίαρχος της περιοχής, επιβάλλουν με όρους κατεπείγοντος αλλαγή πλεύσης.

Όσο δύσκολο και αν φαντάζει, επείγει να σκεφτούμε μια Ελλάδα που θα βάζει σε προτεραιότητα τα εθνικά της συμφέροντα (σε αντίθεση με τις ανιστόρητες και τυχοδιωκτικές δηλώσεις πως «είμαστε σε πόλεμο με τη Ρωσία»). Μια Ελλάδα που θα συντονίζεται με τις άλλες μικρές και ενδιάμεσες χώρες της περιοχής μας, οι οποίες επίσης βλέπουν με ανησυχία την αναβίωση των οθωμανικών οραμάτων (σε αντίθεση με τη βλακώδη πολιτική στήριξης του καθεστώτος-μαριονέτα του Ερντογάν στη Συρία). Μια Ελλάδα που θα επενδύει στην οικοδόμηση ισχύος, με πρώτο βήμα την ενεργοποίηση και προετοιμασία της κοινωνίας (σε αντίθεση με τη διαπαιδαγώγηση στην υποταγή ή με την πατριδοκαπηλία που συνηθίζουν οι εγχώριες ελίτ).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!