Δεν πέρασε ούτε μια εβδομάδα από τη λήξη της απεργίας πείνας του Πάνου Ρούτσι ‒μιας κινητοποίησης που συγκίνησε και αφύπνισε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, οδηγώντας τελικά στην ικανοποίηση των αιτημάτων του‒ και η κυβέρνηση επανέρχεται με μια αιφνιδιαστική νομοθετική πρωτοβουλία που προκαλεί έντονες αντιδράσεις. Σύμφωνα με δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών και του ίδιου του πρωθυπουργού, προωθείται ρύθμιση που θα θέτει υπό τον άμεσο έλεγχο του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας τον χώρο γύρω από το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, απαγορεύοντας κάθε μορφή συγκέντρωσης ή διαμαρτυρίας εκεί. Η κίνηση αυτή, η οποία παρουσιάζεται ως «μέτρο προστασίας ενός εθνικού συμβόλου», δεν είναι παρά μια ακόμη αλαζονική απόπειρα πολιτικής ρεβάνς και περιορισμού της δημόσιας έκφρασης.
Πέραν των πολιτικών προθέσεων, η βιασύνη της κυβέρνησης να φέρει το θέμα στον δημόσιο διάλογο δημιουργεί μια σειρά ερωτήματα για την ίδια τη δυνατότητα εφαρμογής των αναγγελθέντων μέτρων. Το πρώτο ερώτημα ανέδειξε ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κ. Τασούλας, ο οποίος ζήτησε χρόνο για διάλογο, αφού η Προεδρική Φρουρά ‒αρμοδιότητα της οποίας είναι η εποπτεία του χώρου‒ ανήκει στην Προεδρία της Δημοκρατίας και όχι στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Το δεύτερο ερώτημα αφορά τα όρια του μνημείου, καθώς ακόμη και σήμερα σε γενικές γραμμές οι διαδηλωτές σέβονται τον χώρο μπροστά στο μνημείο, με την κυβέρνηση να θέλει να επεκτείνει τη ζώνη ελέγχου σε όλο το πάνω μέρος της πλατείας Συντάγματος, καθιστώντας έτσι έωλες τις αναφορές για «αγιότητα του χώρου». Το τρίτο ερώτημα αφορά τα ονόματα των 57 νεκρών που είναι γραμμένα στον χώρο, με την κυβέρνηση να δηλώνει ότι θα αφήσει τον χρόνο να τα σβήσει (δηλώνοντας ότι θα μαζέψει ό,τι άλλο σηματοδοτεί τον χώρο όπως κεριά, φωτογραφίες των θυμάτων ή μηνύματα) και δεν θα επιτρέψει την εκ νέου αναγραφή τους. Φανταζόμαστε δηλαδή πως ΜΑΤ (ή και στρατιώτες;) θα προσπαθήσουν μερικές δεκάδες μέτρα από αυτό καθ’ αυτό το μνημείο να εμποδίσουν κάποιους νεαρούς ή ακόμη και τους συγγενείς των θυμάτων να γράψουν το όνομα του αδικοχαμένου συγγενή τους και να ανάψουν ένα κερί, και αυτό βαφτίζεται κυβερνητική πολιτική κόντρα στον λαϊκισμό και σεβασμός στη μνήμη των νεκρών του έθνους.
Η κυβέρνηση επιχειρεί με μια κίνηση:
- Να αλλάξει την ατζέντα από την ουσία της υπόθεσης των Τεμπών που ανέδειξε η νικηφόρα απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι. Κάπως έτσι αντί να συζητάμε για τα κενά στην ανακριτική διαδικασία, τις ευθύνες των ιατροδικαστών, το παζλ της συγκάλυψης, ο δημόσιος διάλογος (καθοδηγούμενος από έγκριτα ΜΜΕ, χυδαία τρολ και κυβερνητικά στελέχη) κυριαρχείται από μια αδιέξοδη συζήτηση για το αν το κράτος θα πρέπει ή όχι να επιτρέψει ξανά τέτοιου τύπου διαμαρτυρίες να λαμβάνουν χώρα στο Σύνταγμα.
- Να ταΐσει με θέαμα ένα μέρος του (ακρο)δεξιού ακροατηρίου που επιθυμεί μια πολιτική «νόμος και τάξη», είτε αυτή αφορά φοιτητές, είτε αλληλέγγυους στην Παλαιστίνη, είτε χαροκαμένους γονείς που επιμένουν να ζητούν δικαίωση. Η προσπάθεια να τεθούν σε αντιπαράθεση οι «ηρωικοί εθνικοί αγώνες» του παρελθόντος (αφού πρώτα ξεδοντιαστούν και μουσειοποιηθούν) με τους κοινωνικούς αγώνες του παρόντος, που ταυτίζονται με τον «λαϊκισμό» και την «αστάθεια», αυτό ακριβώς το ακροατήριο στοχεύει.
- Να παγιδεύσει την εσωκομματική και ενδοκυβερνητική κριτική. Κάπως έτσι ο υπουργός Άμυνας, Ν. Δένδιας, που «ως πατέρας» έκρινε δίκαια τα αιτήματα του Π. Ρούτσι, καλώντας τη δικαιοσύνη να τα ικανοποιήσει, έρχεται προ των ευθυνών του «ως υπουργός», να πρέπει να καταστείλει κάθε αντίστοιχη κινητοποίηση που θα συμβαίνει μπροστά στον διευρυμένο χώρο του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη, που πλέον βρίσκεται στην απόλυτη δικαιοδοσία του υπουργείου του.
- Να περιορίσει και να ελέγξει ακόμη περισσότερο τον δημόσιο χώρο. Η έκφραση της κοινωνίας είναι επικίνδυνη και αντιμετωπίζεται με συκοφαντία (τσαντιροκατάσταση κ.ο.κ.) και καταστολή. Ειδικά οι χώροι, όπως το μνημείο με τα ονόματα των 57 νεκρών των Τεμπών έξω από τη Βουλή, που μπορούν να γίνουν σύμβολα, σημεία συγκίνησης και συλλογικοποίησης έξω και πέρα από τις συνηθισμένες (και σε έναν βαθμό ελεγχόμενες) μορφές, πρέπει να σβηστούν και να περιφραχθούν.
Δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται να θωρακιστεί ο χώρος μπροστά από τη Βουλή από ανεπιθύμητες συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες, άλλοτε στο όνομα της ταλαιπωρίας των οδηγών, άλλοτε για τη διεθνή εικόνα της χώρας στους τουρίστες, άλλοτε στο όνομα των εθνικών ιερών και οσίων. Τώρα επιχειρούν να βάλουν και σφραγίδα στις κατασταλτικές πολιτικές, και ίσως να καταφέρουν να κερδίσουν την έγκριση της Βουλής (της ίδιας απαξιωμένης Βουλής, πλυντηρίου ευθυνών) στην τροπολογία που αναμένεται να φέρουν προς ψήφιση εντός της ερχόμενης εβδομάδας.
Ό,τι και να κάνουν, προς τα εκεί θα συνεχίσει να στρέφεται η δυσαρέσκεια και η διαμαρτυρία των πολλών, προς το πολιτικό σύστημα, την πολιτική εξουσία και τα σύμβολά της. Εκεί θα διαβαστεί το επόμενο κατηγορώ από τους συγγενείς των θυμάτων των Τεμπών, που θα συνεχίσουν να θεωρούν υπεύθυνη την κυβέρνηση για την προσπάθεια συγκάλυψης όσο δεν βρίσκουν δικαιοσύνη μέσα από τους αρμόδιους θεσμούς. Εκεί θα συνεχίσει να συναντιέται τα βράδια η νεανική παρέα του «Μέχρι Τέλους» για να διαβάσει τα 57 ονόματα, επιμένοντας στη δύναμη της μνήμης που δεν σβήνει. Εκεί θα βγουν και πάλι εκατομμύρια όπως τον περσινό Ιανουάριο και Φεβρουάριο για να διεκδικήσουν δικαιοσύνη και οξυγόνο.
Όταν η Πολιτεία Διαγράφει τη Μνήμη
του Βασίλη Κοκοτσάκη*
Η επιχειρούμενη νομοθετική ρύθμιση για το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη δεν είναι απλώς ένας περιορισμός της διαμαρτυρίας. Είναι μια κυνική πράξη πολιτικής βίας που στοχεύει να διαγράψει την πιο οδυνηρή μνήμη του τόπου μας: Την Τραγωδία των Τεμπών.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η απόφαση «δεν έχει καμία σχέση» με τον αγώνα του Πάνου Ρούτσι και τα Τέμπη. Αυτός ο ισχυρισμός είναι εξύβριση της κοινής λογικής. Ποιος μπορεί να πιστέψει ότι η θέσπιση μιας τέτοιας διάταξης ‒κυριολεκτικά αμέσως μετά τη λήξη μιας ιστορικής απεργίας πείνας που ζητούσε δικαίωση‒ είναι απλή σύμπτωση;
Πρόκειται για μια ενορχηστρωμένη, βιαστική κίνηση με στόχο την αποδόμηση του συμβολισμού που κέρδισε ο αγώνας των συγγενών. Το πιο προσβλητικό στοιχείο είναι η εντολή για την απομάκρυνση των ονομάτων των 57 νεκρών από το έδαφος μπροστά στο Μνημείο. Ήταν δημιούργημα της κοινωνίας, δηλ. ενός αυθόρμητου ιερού μνημείου μνήμης, μιας ζωντανής υπενθύμισης του κρατικού εγκλήματος.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να «εξαγνίσει» τον χώρο, επικαλούμενη τον «σεβασμό» του Άγνωστου Στρατιώτη, ξεχνώντας πως η μόνη διαφορά των αγνώστων Στρατιωτών με τα θύματα των Τεμπών είναι ότι οι Στρατιώτες πέθαναν για την Πατρίδα, ενώ τα θύματα των Τεμπών έχασαν την ζωή τους από την Πατρίδα όπως αυτή εκπροσωπείται διαχρονικά.
Όμως, χρησιμοποιεί ένα εθνικό σύμβολο για να ακυρώσει τη μνήμη των δικών μας, πρόσφατων, αθώων νεκρών. Αυτή η επίκληση στον «σεβασμό» είναι προσχηματική· πρόκειται για πολιτική υποκρισία και εργαλειοποίηση της ιστορίας. Στην πραγματικότητα εννοούν «πουθενά μην κάνετε καμία διαμαρτυρία, ξεχάστε τα Τέμπη, πάτε σε καμία εκκλησία» που έλεγε και η κ. Αδειλίνη
Για τους συγγενείς, αυτή η πράξη είναι διπλή θυματοποίηση: Αφού έχασαν τα παιδιά, τα αδέλφια, τους γονείς τους από τη συστημική αμέλεια, τώρα βλέπουν την Πολιτεία να προσπαθεί να σβήσει τα ονόματά τους. Να τους κρύψει από το φως της μνήμης.
Η απομάκρυνση των ονομάτων δεν είναι πράξη «σεβασμού», είναι πράξη λήθης. Η κίνηση αυτή μεταφράζεται ξεκάθαρα ως: Προσπάθεια απονομιμοποίησης του κινήματος των πολιτών και απομάκρυνση του «ενοχλητικού» συμβόλου της τραγωδίας από το οπτικό πεδίο της εξουσίας. Η μνήμη των 57 ψυχών, ωστόσο, δεν χωρά σε νομοθετικές διατάξεις, ούτε σβήνεται με υλικά καθαρισμού. Κάθε τέτοια προσπάθεια το μόνο που τελικά επιτυγχάνει είναι να ενισχύει την αποφασιστικότητα για δικαίωση.
* Ανάρτηση στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης του Βασίλη Κοκοτσάκη, τεχνικού συμβούλου οικογενειών θυμάτων των Τεμπών
Τραμπισμός a la greca
Στο Μαξίμου γνωρίζουν καλά ότι η κυβερνητική πολιτική προκαλεί κύματα δυσαρέσκειας και θυμού με ρυθμό μεγαλύτερο από αυτόν που μπορεί να χειριστεί ο γιγάντιος επικοινωνιακός μηχανισμός τους. Γνωρίζουν ακόμη ότι έχουν χάσει κάθε δυνατότητα επαφής με σημαντική μερίδα της κοινωνίας και ασκούν πολιτική χωρίς να νοιάζονται για τη γνώμη ή τις αντιδράσεις της. Επιμένουν σε μια αλαζονική επικοινωνιακή τακτική και μια κενή περιεχομένου κυβερνητική πυγμή, που όμως αδυνατεί να επιλύσει τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία. Επιβάλλεται όμως καταστέλλοντας κάθε εναλλακτική ή κατασκευάζοντας βολικούς αντιπάλους (βλ. τις ανακυκλωμένες κεντροαριστερές λύσεις) ή και σκιάχτρα (χάος, ξένος δάκτυλος κ.ά.).
Συχνά στο δημόσιο διάλογο οι κυβερνώντες και οι ακροκεντρώοι ακόλουθοί τους, έχουν εκσφενδονίσει την κατηγορία του «τραμπισμού» δεξιά και αριστερά. Στην πράξη οι ίδιοι εφαρμόζουν έναν τραμπισμό a la greca. Η εξωτερική πολιτική ιδιωτικής χρήσεως, η απαξίωση των πολιτών, η συνεργασία με τον βόθρο των τρολ του διαδικτύου, η ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών ως επίδειξη ισχύος (ακόμη και εκεί που δεν υπάρχει ουσιαστικός κίνδυνος για τη δημόσια τάξη) είναι ο κοινός τόπος μιας εξουσίας που επιβάλλεται ως καθεστώς επί της κοινωνίας (και επί των θεσμικών αντίβαρων) έχοντας μια κατ’ επίφαση δημοκρατική νομιμοποίηση.
Στέλνουν ΜΑΤ να συλλάβουν φοιτητές στο ΕΜΠ, βαράνε και πνίγουν με χημικά πορείες. Ο υπουργός επισκέπτεται τα νοσοκομεία συνοδεία ανδρών της ΕΛΑΣ που δεν διστάζουν να τραμπουκίσουν γιατρούς και ασθενείς που διαμαρτύρονται. Οι αγρότες που διαμαρτύρονται στην επαρχία για τα κλεμμένα χρήματα του ΟΠΕΚΕΠΕ βρίσκουν κι αυτοί ΜΑΤ απέναντί τους. Και οι συγγενείς των θυμάτων των Τεμπών βιώνουν ένα θεσμικό μπούλινγκ από τη δικαιοσύνη, ακούνε τέρατα από βουλευτές και υπουργούς της Ν.Δ. σχετικά με τις προθέσεις και το ήθος τους, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια κυβερνητική επιχείρηση μετατροπής τους από κατηγόρους σε κατηγορούμενους. Και τώρα στο Σύνταγμα και στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, που έγινε για μερικές βδομάδες σημείο συνάντησης του αγώνα του Πάνου Ρούτσι, η κυβέρνηση σπεύδει να σβήσει κάθε ίχνος πετώντας τη μπάλα στο προσφιλές (αν και αδιέξοδο) γι’ αυτήν γήπεδο του δόγματος «νόμος και τάξη».