Δεν θα πάω τόσο πίσω, στην εκστρατεία του ελληνικού στρατού στη Μεσημβρινή Ρωσία, το 1919, ούτε στη μικρασιατική καταστροφή, το 1922, για να θυμίσω πώς και πόσοι Έλληνες έφυγαν κακήν κακώς εξαιτίας του πολέμου και κατέφυγαν άλλοι στην Ελλάδα κι άλλοι όπου μπορεί κανείς να φανταστεί, από το Ιράν ως την Αργεντινή κι από τη Ρουμανία ως την Αμερική, για να γλιτώσουν, για να σωθούν, για να μην πεθάνουν αυτοί και τα παιδιά τους. Μια άλλη φορά, θα σας το πω αναλυτικά.
Θα σας θυμίσω μόνο, μέρα που είναι, ότι σαν και σήμερα, το 1949, έχοντας πλήρως καταρρεύσει το μέτωπο πάνω στο Γράμμο και το Βίτσι, οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, άντρες και γυναίκες, υποχωρούσαν και περνούσαν τα σύνορα για να διαφύγουν μέσω Αλβανίας, όπως και άλλοι μέσω Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας, για να καταλήξουν στην Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, την Ανατολική Γερμανία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και τη Σοβιετική Ένωση. Εάν συνυπολογίσουμε και την εξαναγκαστική, άμεση και έμμεση, μετακίνηση των ελληνικών πληθυσμών στο εσωτερικό της χώρας, από τους οποίους 700 χιλιάδες μετακινήθηκαν βίαια από τα χωριά στις πόλεις και τις κωμοπόλεις στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου για να βρεθεί στο «κενό» ο Δημοκρατικός Στρατός, μαζί με τους μετανάστες που έφυγαν από φτώχεια και εγκατάλειψη προπολεμικά και μεταπολεμικά, προ της Γερμανία, το Βέλγιο, την Αμερική, την Αυστραλία ή την Αφρική, μιλάμε για ένα λαό που αποτελείται κυρίως από πρόσφυγες και μετανάστες. Γι’ αυτό και υπάρχει αυτή η τεράστια παρουσία Ελλήνων στις πέντε Ηπείρους. Δεν είναι αυτοί, στη συντριπτική τους πλειονότητα, απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων που έστηναν αποικίες γύρω από τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, φτάνοντας ακόμα και μέχρι την Ινδία. Όλος αυτός ο ελληνισμός της διασποράς, τα εκατομμύρια των Ελλήνων του εξωτερικού, είναι πρόσφυγες και μετανάστες της σύγχρονης εποχής. Όπως είναι και οι περισσότεροι Έλληνες του εσωτερικού. Κι έτσι εξηγείται με απλά μαθηματικά πώς η πόλη των λίγων χιλιάδων Αρβανιτών, η πρωτεύουσά μας, έφτασε να έχει πέντε εκατομμύρια, το μισό πληθυσμό όλης της χώρας, φαινόμενο που όμοιό του δεν υπάρχει σε ολόκληρη την Ευρώπη και ίσως σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου.
Γι’ αυτό, σήμερα ακόμα, όποιον Έλληνα ρωτήσεις, από κάπου αλλού είναι. Κι αν όχι ο ίδιος, η μάνα του, ο πατέρας του, οι παππούδες και οι γιαγιάδες του.
Σε Ανατολή και Δύση
Και όλοι εμείς, οι πρόσφυγες και μετανάστες, δεν είχαμε πάντοτε την καλύτερη μεταχείριση, ούτε εκεί που καταφεύγαμε διωκόμενοι και ταλαιπωρημένοι. Σκουπίδια μας θεωρούσαν στην Αμερική, εγκληματίες και βρωμιάρηδες, και στην Ευρώπη μας έριχναν στα Τάρταρα. Γιατί Τάρταρα είναι του Βελγίου οι στοές, τα ανθρακωρυχεία, όπως και οι σιδηροτροχιές που στήναμε στην Αμερική μέσα από άνυδρες πεδιάδες και απροσπέλαστα βουνά με φίδια και σκορπιούς, και της Αυστραλίας οι οικοδομές και οι φάρμες στην έρημο, που δούλευαν τα νέα παιδιά της Ελλάδας, αγόρια και κορίτσια, χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα, χωρίς κανένα δικαίωμα μέσα σε κοινωνίες σκληρά ρατσιστικές και εκμεταλλευτικές.
Υπήρχαν και εξαιρέσεις. Απ’ αυτούς που προανέφερα, οι δεκάδες χιλιάδες Έλληνες, που έφυγαν μέσα από τα βουνά, το 1949, κυνηγημένοι, τραυματισμένοι και ανάπηροι, φιλοξενήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο, στην Ανατολική Ευρώπη. Από χώρες που μερικές, όπως η Πολωνία, η Ανατολική Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση είχαν υποστεί την απόλυτη καταστροφή κατά τη διάρκεια του παγκοσμίου πολέμου και προσπαθούσαν χωρίς εξωτερική βοήθεια, με ό,τι τους είχε απομείνει, να ξαναχτίσουν δεκάδες πόλεις που είχαν πλήρως ισοπεδωθεί, όπως το Στάλινγκραντ, το Λένινγκραντ, το Βερολίνο, τη Δρέσδη, τη Βαρσοβία και άλλες από ένα τεράστιο κατάλογο. Που δεν είχαν ούτε δρόμους, ούτε σιδηροδρομικές γραμμές, ούτε γέφυρες, ούτε αεροδρόμια, ούτε εργοστάσια, ούτε σχολεία, ούτε νοσοκομεία, μερικές περιοχές δεν είχαν ούτε ανθρώπους, γιατί είχαν φύγει κυνηγημένοι ή είχαν όλοι εξοντωθεί. Έχω καταγράψει τις εμπειρίες τους, σε τέσσερις τουλάχιστον απ’ αυτές τις χώρες, επιτόπου, σε Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία και Ρωσία.
Σε όλα τα άλλα μέρη, εμάς, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, μας μεταχειρίστηκαν σαν υπανθρώπους. Για να αναγνωριστούμε σαν άνθρωποι, σαν ισότιμοι, χρειάστηκε αίμα, ιδρώτας και ταπείνωση για πολλές δεκαετίες. Κι αν το καταφέραμε δεν οφείλεται μόνο στην αντοχή και την προσπάθειά μας.
Οφείλεται και στο ό,τι ήμασταν λευκοί, αλλιώς ακόμα θα μας πυροβολούσαν στο δρόμο, όπως κάνουν για ψύλλου πήδημα στην Αμερική με τους μαύρους, με τους οποίους οι λευκοί συνυπάρχουν πολλά περισσότερα χρόνια, κι όμως ακόμα τους θεωρούν βήτα κατηγορίας ανθρώπους, κι ας έχουν πρόεδρο ένα μαύρο, μισό αφρικανό. Κι ούτε ήμασταν μορφωμένοι, όπως είναι οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες που έρχονται σήμερα από τη Συρία. Χωριάτες οι περισσότεροι, στην Αμερική, την Αυστραλία και τη Γερμανία, που στην καλύτερη περίπτωση κάποιες τάξεις του δημοτικού είχαμε τελειώσει. Πολλοί δεν είχαμε καν ηλεκτρικό ρεύμα στα σπίτια μας. Κι όπου είχε φτάσει το ρεύμα, δεν υπήρχε καν ραδιόφωνο. Ναι, στη δεκαετία του 1970, περιοχές ολόκληρες της χώρας, π.χ. στην Αρκαδία, δεν είχαν ηλεκτρικό ρεύμα ή ραδιόφωνο στα σπίτια. Δηλαδή, δεν μιλάμε για μερικούς αιώνες πριν. Μιλάμε για την εποχή που εγώ ήμουνα 20 και 25 ετών. Στις μέρες μας.
Έλληνες εναντίον Ελλήνων
Και σε πολλές περιπτώσεις, τη χειρότερη μεταχείριση, εμείς οι Έλληνες την είχαμε από Έλληνες. Σας το έχω ξαναπεί. Οι Έλληνες που έφυγαν κατεστραμμένοι από το πογκρόμ της 6ης Σεπτεμβρίου, του 1955, από την Κωνσταντινούπολη, καμιά εκατοσταριά χιλιάδες Έλληνες, έφαγαν διάφορες «πόρτες» στη μητέρα Ελλάδα. Κατ’ αρχήν, θεωρούνταν Τούρκοι από το ελληνικό κράτος. Εάν εξαιρέσεις τους λίγους που είχαν ελληνικές υπηκοότητες γιατί οι πρόγονοί τους ήταν μετανάστες από την Ελλάδα στην Κωνσταντινούπολη, όπως ο παππούς μου ο Κώστας, της μητέρας μου ο πατέρας, που ήταν από τη Χίο, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων που ξεριζώθηκαν από την Πόλη, είχαν τούρκικη υπηκοότητα, όπως και η δική μου οικογένεια, αφού και η μητέρα μου όταν παντρεύτηκε τον πατέρα μου, απέκτησε τη δική του υπηκοότητα, όπως γινόταν τότε. Όταν, λοιπόν, ήρθαμε εδώ, με μερικές βαλίτσες, μας υπήγαγαν στο Κέντρο Αλλοδαπών. Χρησιμοποίησαν την τούρκική μας υπηκοότητα για να μας εντάξουν στην κατηγορία «ξένοι». Αρνήθηκαν να μας δώσουν την ελληνική υπηκοότητα και μας παραχώρησαν άδεια παραμονής που έπρεπε να την ανανεώνουμε κάθε έξι μήνες, περιμένοντας σε μια μεγάλη ουρά, μαζί με όλους τους άλλους ξένους που για διάφορους λόγους προσφεύγανε στο Κέντρο Αλλοδαπών. Κι αυτό κράτησε δεκαετίες! Και σ’ όλο αυτό το διάστημα, η εξουσία στην Ελλάδα ήταν στα στιβαρά χέρια της Δεξιάς, των εθνικοφρόνων, από τον Καραμανλή και τον Γεώργιο Παπανδρέου μέχρι τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, αλλά και τους μετέπειτα, εκ νέου Καραμανλή και λοιπών.
Ένας απ’ αυτούς τους εθνικόφρονες, ο διαβόητος Λάμπρου, βασανιστής επί χούντας, με κάλεσε στο γραφείο του, όντας τότε διοικητής του Κέντρου Αλλοδαπών. Επειδή από τότε που ενηλικιώθηκα σταμάτησα να ανανεώνω την άδεια παραμονής, επειδή στο πανεπιστήμιο έκανα παρέα με κάτι ύποπτους για αντεθνική δράση φοιτητές και επειδή είχα μακριά μαλλιά, ο μεγάλος πατριώτης, ο Λάμπρου, ο βασανιστής, που είχε γύρω του εκτός από τις φωτογραφίες των χουντικών συνταγματαρχών και αναμνηστικά του στρατού που πολέμησε τους κομμουνιστοσυμμορίτας, δίπλα σε αγαλματάκια αρχαίων πολεμιστών, με απείλησε ότι εάν δεν προσέξω και δεν συμμορφωθώ με τις αξίες της εθνοσωτηρίου επαναστάσεως, θα με στείλει πίσω στους Τούρκους!
Απόγονοι αυτών των εθνικοφρόνων είναι κι όσοι ξεχνούν ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και πού βρεθήκαμε, για να εξακολουθήσουμε να υπάρχουμε σαν άτομα και σαν κοινωνία. Όλοι αυτοί που θέλουν να πνίξουμε τους πρόσφυγες στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Αυτοί που δεν συγκινούνται καθόλου με τις φωτογραφίες των μικρών παιδιών που η θάλασσα εναποθέτει πνιγμένα στις παραλίες μας.
Και, λέγοντας για θάλασσα, θυμήθηκα και τις ιστορίες που άκουγα μικρός, για Ελληνάκια της Πόλης, που πέρναγαν τον Έβρο κολυμπώντας για να αποφύγουν τη στράτευση στον τούρκικο στρατό μετά τα Σεπτεμβριανά που οι συνθήκες είχαν χειροτερέψει πολύ. Θυμάμαι την ιστορία για ένα Ελληνάκι που σχεδίαζε να περάσει κολυμπώντας από την ασιατική πλευρά σε ένα ελληνικό νησί και για το σκοπό αυτό έκανε δύο χρόνια προετοιμασία κολυμπώντας επί ώρες στο Βόσπορο και την Προποντίδα, για να αποκτήσει αντοχή προκειμένου να καταφέρει να κολυμπήσει όλη αυτή την απόσταση που χωρίζει τη Μυτιλήνη ή την Κω από τη μικρασιατική ακτή.
Και θυμάμαι και το φόβο που εκφραζόταν τότε, μήπως τα καταφέρει, αλλά τον ξαναστείλουν πίσω οι ελληνικές αρχές. Όπως έκαναν μέχρι πολύ πρόσφατα, που έστειλαν πίσω στη Γεωργία, τη Ρωσία και το Καζαχστάν Έλληνες του Πόντου που ήρθαν χωρίς χαρτιά. Έλληνες που τους έπιαναν στις σκούπες που έκαναν μέχρι χτες. Ούτε είναι λίγοι οι Έλληνες που διώχτηκαν με σφραγισμένα τα διαβατήριά τους, ως ανεπιθύμητοι, επειδή είχε λήξει η βίζα τους, που σήμαινε ότι για πολλά χρόνια δεν θα μπορούσαν να ταξιδέψουν ξανά όχι μόνο προς την Ελλάδα, αλλά σε καμία χώρα που συμμετέχει στη συμφωνία Σένγκεν. Πηγαίνοντας ακόμα πιο πέρα, απέρριπταν οι προξενικές αρχές τα αιτήματα για βίζα των ομογενών που ήθελαν να έρθουν στην Ελλάδα, παρακρατώντας και τα χρήματα από τα παράβολα που κατέβαλαν μαζί με την αίτησή τους οι φτωχοί άνθρωποι. Έχω μαγνητοσκοπήσει συνεντεύξεις ομογενών, στη Μαριούπολη, που όχι μόνο απέρριψαν από το εκεί προξενείο το αίτημά τους για ολιγοήμερη βίζα, αλλά τους επέστρεφαν τα διαβατήριά τους με τη σφραγίδα ανεπιθύμητος, αποκλείοντάς τους από κάθε δυνατότητα να ξαναζητήσουν βίζα από τα ελληνικά ή άλλα ευρωπαϊκά προξενεία για τρία χρόνια, χωρίς κανένα λόγο. Έχω πολλές τέτοιες συνεντεύξεις, σε βίντεο, Ελλήνων που η εθνική τους ταυτότητα είναι αναμφισβήτητη. Κι αυτό το βίντεο το έδειξα σε στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών και σε βουλευτές χωρίς να συγκινηθεί κανένας. Μάλιστα, μου είπαν ότι η συγκεκριμένη πρόξενος που φερόταν σκαιότατα στους Έλληνες της Μαριούπολης, ήταν προστατευόμενη του υπουργού Εξωτερικών.
Θάνατοι και λεηλασία ανθρώπων
Λοιπόν, όποιος κάνει πως δεν ξέρει κάτι απ’ όλα αυτά, είναι ψεύτης και υποκριτής. Ασφαλώς και η χώρα πιέζεται από τα μεγάλα κύματα μεταναστών και προσφύγων. Αλλά με μισανθρωπιά και ρατσισμό, δεν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα. Όλοι αυτοί που φωνάζουν στρέφουν τα πυρά τους, τις προσβολές, τις βιαιοπραγίες και τις διαμαρτυρίες τους εναντίον των θυμάτων καθεστώτων αυταρχικών και συστημάτων καπιταλιστικών που αυτοί οι ίδιοι οι καταγγέλλοντες υπερασπίζονται με φανατισμό. Εάν όλοι αυτοί οι πολίτες που θεωρούν φταίχτες τα θύματα, τους πρόσφυγες, είχαν μυαλό και δεν είχαν πίτουρα, θα είχαν εξαφανίσει από προσώπου γης τα κόμματα ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, που συνυπέγραψαν όλες τις συμφωνίες για τους μετανάστες που ρίχνουν όλο το βάρος στη μικρή Ελλάδα, όπως το Δουβλίνο 2, και στήριξαν όλους τους πολέμους που έκαναν οι Αμερικάνοι και οι Ευρωπαίοι διαμελίζοντας όλες αυτές τις χώρες στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Η Ελλάδα συμμετείχε σε όλους αυτούς τους πολέμους, με στρατό, με διευκολύνσεις στους ξένους στρατούς, με χρήματα και με συνυπογραφή αποφάσεων για να γίνουν αυτοί οι καταστροφικοί πόλεμοι που ρήμαξαν όλη τη γύρω από μας περιοχή και ξερίζωσαν τους ανθρώπους από πόλεις και χωριά που δεν υπάρχουν πια.
Και όλη αυτή η υποκρισία συνεχίζεται. Διαβάζω τα άρθρα στον ξένο τύπο, παρακολουθώ τα ξένα μεγάλα κανάλια, CNN, BBC, DW κ.λπ., βλέπω τις δηλώσεις των πολιτικών και τα μέτρα που παίρνουν τα διάφορα κράτη, με φράχτες, με στρατόπεδα, με φυλακές και με ναυάγια. Μόνο περιθωριακά ακούγεται καμία λέξη για τα αίτια των προσφυγικών κυμάτων, για τους πολέμους που προξένησαν οι δυτικοί μαζί με τους συμμάχους τους, τη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ, στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, το Πακιστάν, τη Λιβύη, τη Συρία, τη Σομαλία, το Σουδάν, την Υεμένη, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, το Τσαντ, το Μάλι κι όπου αλλού υπάρχει αναταραχή και διάλυση.
Εάν δεν ξυπνήσουν οι λαοί στην Ευρώπη, να γκρεμίσουν αυτά τα καθεστώτα που κυβερνούν την Ευρώπη, οι πρόσφυγες θα συνεχίσουν να πνίγονται, να φυλακίζονται και να βασανίζονται και η Ελλάδα θα συνεχίσει να δέχεται όλα αυτά τα κύματα των προσφύγων, που πληρώνουν με τη ζωή τους και το βιος τους, τον τρόπο που οι Αμερικάνοι και οι Ευρωπαίοι έχουν επιλέξει για να ζουν πλούσια και άνετα, σε βάρος όλων των άλλων. Θύμα είναι και η Ελλάδα αυτής της ίδιας πολιτικής, αυτού του ίδιου πολέμου που διεξάγουν ακατάπαυστα οι πλούσιοι και ισχυροί σε βάρος των πιο αδύναμων, είτε είναι εκτός είτε είναι εντός Ευρώπης.
Και είναι λυπηρό, την ώρα που μιλάμε για τους ξένους, θεωρούμε σχεδόν φυσιολογικό ότι, στο έτος 2015, δεκάδες χιλιάδες νέοι έχουν κιόλας μεταναστεύσει, ή ετοιμάζονται να το κάνουν, στην Ευρώπη ή τα αραβικά εμιράτα, θύματα της ίδιας πολιτικής που δημιουργεί τους πρόσφυγες και μετανάστες, Ασιάτες και Αφρικανούς, που έρχονται στην Ελλάδα και προσπαθούν να φτάσουν στους ίδιους με τα δικά μας παιδιά προορισμούς. Κι αυτό είναι εξαιρετικά κρίσιμο για τη χώρα ζήτημα. Γιατί το κακό που μας προξενούν είναι πολλαπλό και αβάσταχτο. Γιατί αφενός μας παίρνουν τη νεολαία, επιτείνοντας το γηρασμό της ελληνικής κοινωνίας και υπονομεύοντας εκ θεμελίων την οικονομική μας ανάκαμψη, αφετέρου τονώνουν τη δική τους ευημερία ανέξοδα σε βάρος των πιο αδύναμων, με τους επιστήμονες που βγάζουν τα ελληνικά πανεπιστήμια με τους κόπους και τις θυσίες των εργαζομένων Ελλήνων. Δεν μας παίρνουν μόνο τα αεροδρόμια, το χρυσό και τα λιμάνια. Μας παίρνουν κι αυτό που είναι ακόμα πολυτιμότερο: το φρέσκο ανθρώπινο δυναμικό.
(Βασισμένο στη ραδιοφωνική μου εκπομπή, Στο Κόκκινο, 29 Αυγούστου 2015.)
Στέλιος Ελληνιάδης