Του Ιάσονα Κωστόπουλου
Τα τελευταία χρόνια, τείνει να γίνει κανόνας η άλλοτε ελλιπής και άλλοτε μονομερής ενημέρωση των πολιτών, από τα μεγάλα συγκροτήματα των ελληνικών ΜΜΕ. Εξαίρεση, στα παραπάνω δεν αποτελούν και τα ελληνοτουρκικά θέματα. Όχι βέβαια για την παράλειψη αναφοράς στο ζήτημα, αφού σχεδόν καθημερινά πλέον, κάθε καναλάρχης και εκδότης που «σέβεται» τον εαυτό του προβάλλει και μια δήλωση Τούρκου ή ξένου αξιωματούχου σχετικά με το ζήτημα. Το πρόβλημα εν προκειμένω, είναι ότι η προβολή του ζητήματος γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να εμπεδώνονται τα τουρκικά τετελεσμένα και η «αναπότρεπτη» δορυφοροποίηση της χώρας μας γύρω από τον «σουλτάνο».
Κατ’ αρχάς, γίνεται υπερπροβολή των πιο επιθετικών δηλώσεων κάθε Τούρκου αξιωματούχου, σε βαθμό που η τουρκική πολιτική επικοινωνείται σχεδόν αδιαμεσολάβητα στον ελληνικό λαό. Αποκορύφωμα των παραπάνω, αποτελούν οι φορές που η αναπαραγωγή δηλώσεων του Ερντογάν παίρνει τον χαρακτήρα διαγγέλματος (!) προς τον ελληνικό λαό, επιτυγχάνοντας έτσι την ευθεία παρέμβαση στην πολιτική ζωή της χώρας. Κάτι που δεν έχει περάσει απαρατήρητο από την τουρκική πλευρά και μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι τον τελευταίο καιρό, στις κρίσιμες στιγμές, οι Τούρκοι αξιωματούχοι απευθύνονται απευθείας στον ελληνικό λαό.
Αντίστοιχα, υπέρμετρη και επιτηδευμένη, είναι και η προβολή δηλώσεων Ευρωπαίων και Αμερικανών αξιωματούχων. Από τη μια, η κυβερνητική πολιτική προσπαθεί να παρουσιάσει την απραξία και τον ακολουθητισμό ως διεθνοποίηση του ζητήματος. Από την άλλη, τα κυρίαρχα ΜΜΕ συνηγορούν σε αυτό δίνοντας χώρο και ερμηνεύοντας μονοσήμαντα κάθε δυνατή δήλωση. Από το ξεχείλωμα των δηλώσεων Μπορέλ για τις επερχόμενες κυρώσεις (την ίδια στιγμή που στο διεθνή Τύπο θεωρείται δεδομένο το αντίθετο), μέχρι τις επισκέψεις Πομπέο στη Σούδα και το Πατριαρχείο όπου έγινε προσπάθεια να δοθεί η εντύπωση της πλήρους αμερικανικής στήριξης προς την Ελλάδα και της αγεφύρωτης διάρρηξης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Καλλιεργώντας έτσι αφενός την πεποίθηση ότι το ζήτημα θα λυθεί μέσω μιας μεσσιανικής παρέμβασης της Δύσης και αφετέρου ότι η μοναδική επιλογή που υπάρχει είναι η επικοινωνιακή πολιτική αλλαγής του διεθνούς κλίματος και η ανάδειξη του ζητήματος.
Μάλιστα ότι δεν ταιριάζει σε αυτή την αφήγηση αποσιωπάται ή περνάει στα «ψιλά». Έτσι σημαντικά ζητήματα βρίσκονται στο σκοτάδι όπως η ρήτρα αμυντικής συνεργασίας από την Γαλλία, αλλά και οι δηλώσεις ευρωπαίων αξιωματούχων που καταδικάζουν την τουρκική επιθετικότητα. Αντίστοιχα αποσιωπούνται βέβαια, και όσα διαψεύδουν την αποτελεσματικότητα της ακολουθούμενης πολιτικής, όπως οι αντιδράσεις για το άνοιγμα των Βαρωσίων, που απαιτούσαν μια διαφορετική στάση από αυτή της ελληνικής κυβέρνησης.
Όλα τα παραπάνω, αποτελούν κομμάτι της κυρίαρχης πολιτικής που ασκείται και στοχεύει στη μείωση των κραδασμών για όποιες υποχωρήσεις κρίνονται αναγκαίες. Όπως συνέβη αλλά και θα συνεχίσει να συμβαίνει με την υπόθεση του Καστελόριζου που τελικά η κόκκινη γραμμή έφτασε μέχρι τα χωρικά μας ύδατα (!). Αποτελούν όμως και μαρτυρία του ραγιαδισμού που διαπερνά το σύνολο του πολιτικού συστήματος και σε μερικές περιπτώσεις αποκτά και διαστάσεις συνεργασίας με τον τουρκικό παράγοντα, όπως οι στενές σχέσεις του Σκάι με διάφορα τουρκικά επιχειρηματικά συμφέροντα. Με τον τρόπο αυτό, δένονται τα συμφέροντα του πολιτικού συστήματος με τη δορυφοροποίησή μας γύρω από την Τουρκία, λειτουργώντας παράλληλα ως μοχλός για την ομογενοποίηση και τη σύμπνοια όλων στο συγκεκριμένο ζήτημα.