Για την ταινία της Νορβηγίδας Λιβ Ούλμαν

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Μούσα και σύντροφος για χρόνια του μεγάλου Σουηδού σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, η 76χρονη Νορβηγίδα ηθοποιός Λιβ Ούλμαν σκηνοθετεί την έκτη της ταινία Miss Julie, μεταφορά του ομώνυμου δραματικού θεατρικού Δεσποινίς Τζούλι (1888), του Αυγούστου Στρίνμπεργκ.

Σ’ ένα όμορφο αρχοντικό, στην ύπαιθρο της Ιρλανδίας του 1860, ξεδιπλώνεται το αιώνιο θέμα της αντιπαλότητας των δύο φύλων, με την ερωτική έλξη μιας αριστοκράτισσας (Τζέσικα Τσαστέιν) και του μελαχρινού υπηρέτη της (Κόλιν Φάρελ). Σε μια εποχή που οι γυναίκες που ανήκαν στην ανώτερη τάξη μπορούσαν να επιβληθούν ιεραρχικά, η δεσποινίς Τζούλι καταπιέζει τον υπηρέτη της Τζον, ακριβώς επειδή την γοητεύει, ενώ αυτός εκπληρώνει κάθε της καπρίτσιο, δέσμιος του πόθου του γι’ αυτήν. Αυτή η σαδομαζοχιστική σχέση ανατρέπεται από την ανελέητη μάχη για κυριαρχία, μέσα στην ερωτική συνθήκη, αντιστρέφοντας τους ρόλους εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου. Κάτω από την τραυματική ταπείνωση που συνθλίβει κάθε ερωτισμό, το αρσενικό υποτάσσει σταδιακά την αριστοκράτισσα, απελευθερώνοντας μια εκδικητική σεξουαλικότητα, που οδηγεί την άβγαλτη γυναίκα στην αυτοχειρία, μοιρολατρική κατάληξη του γυναικείου χαρακτήρα, στις περισσότερες οπερετικές ιστορίες. Η λαϊκής καταγωγής άξεστη μαγείρισσα (Σαμάνθα Μόρτον) αποτελεί τον τρίτο, σιωπηρό μάρτυρα της τραγικής ιστορίας.

Όπως αναφέρει η ίδια η σκηνοθέτρια, επέλεξε να εστιάσει στον ανταγωνιστικό ερωτισμό, εμπλουτίζοντας το έργο με τη γυναικεία φωνή, μακριά από τους συσχετισμούς του Στρίνμπεργκ με την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου, περί επικράτησης του πλέον ευπροσάρμοστου.

Η παρακμή της αριστοκρατίας με την εμφάνιση της εκβιομηχάνισης, στα τέλη του 19ου αιώνα, ταυτόχρονα με την εξέλιξη της επιστήμης και τις θεωρίες του Δαρβίνου και του Φρόυντ, άλλαξαν τα κοινωνικά δεδομένα, συμπαρασύροντας σε μια ταξική διάσταση τη διαμάχη των δύο φύλλων.

Σημαντικοί συγγραφείς, όπως οι Ίψεν, Τσέχωφ και Στρίνμπεργκ δημιούργησαν αριστουργηματικά θεατρικά, με τις διαπροσωπικές σχέσεις στο μικροσκόπιο, επηρεάζοντας αμετάκλητα και τις επόμενες γενιές, όπως του Μπέργκμαν, που συνέχισαν τη διερεύνηση της πολυπλοκότητας των σχέσεων, μέσα από το νέο μέσο του κινηματογράφου.

Στο δυτικό πολιτισμό του Xριστιανισμού και του νεοφιλελευθερισμού, με την ερωτική έλξη συνυφασμένη με μια σαδομαζοχιστική ενοχή, που συνήθως οδηγεί σε τραυματικό ερωτισμό, ριζωμένο στον πόνο, η κατάσταση παρουσιάζεται χωρίς διέξοδο, με την ταπείνωση του άλλου, την απέχθεια και την εκδίκηση να μοιάζουν αναπόφευκτα.

Εξαιρετικά ενδεικτική είναι και η αρχή του έργου, με την ευνουχισμένη και ψυχρή χειρίστρια ηρωίδα να αποφασίζει τη θανάτωση της σκυλίτσας της με δηλητήριο, κάτω από το φόβο να γεννήσει ημίαιμα, από το σκύλο του φύλακα.

Η Λιβ Ούλμαν κρατάει τη βασική θεατρική δομή των διαλόγων του Στρίνμπεργκ, χωρίς να αποτολμήσει ρήξη με τη θεατρική ακαμψία, όπως επιχείρησε για παράδειγμα ο Πίτερ Γκρίναγουέι, εμπλουτίζοντας ένα θεατρικό κείμενο του Σαίξπηρ με εμπνευσμένα οπτικοακουστικά τρικ, αξιοποιώντας τις δυνατότητες του σινεμά. Εδώ, οι εκφράσεις των ταλαντούχων ηθοποιών αφήνονται να αναπτυχθούν με την εκφορά λόγου και την προφορά που σηματοδοτεί την ταξική λαϊκότητα. Η σκηνοθετική χειρονομία της Λιβ Ούλμαν ελαχιστοποιείται με μια λιτή κινηματογράφηση αλληλοδιαδεχόμενων κοντινών πλάνων, επικεντρωμένων στα πρόσωπα, ενώ η πλοκή διαδραματίζεται στην ευρύχωρη κουζίνα, όπου οι δηκτικοί διάλογοι αποκαλύπτουν την τάξη των πραγμάτων. Ελάχιστες φορές η κάμερα ακολουθεί τους πρωταγωνιστές στους στάβλους, ενώ στα λιγοστά εξωτερικά πλάνα μαγεύουν οι ηλιόλουστοι φωτισμοί στις φυλλωσιές των δέντρων. Σε μια γραμμική αφηγηματική δομή, η κινηματογραφική ελλειπτικότητα παρουσιάζεται με την εμφάνιση της δεσποινίδας Τζούλι σε παιδική ηλικία.

Τις ενότητες διαλόγων διαδέχονται σιωπές, μπεργκμανικό εργαλείο που γνωρίζει καλά η Ούλμαν, με τον έξω κόσμο σε μια εκτός κάδρου υπόσταση, στο ηχητικό πεδίο. Αντιθέτως, η κινηματογραφική διάσταση τονίζεται με τη χρήση της μουσικής. Μια ποικιλία ρομαντικών κομματιών Σούμαν, Αρένσκι, Σοπέν και Σούμπερτ σηματοδοτούν χρονολογικά την εποχή, ενώ λειτουργούν και ως μοτίβα που χαρακτηρίζουν τους φιλμικούς χαρακτήρες. Σύμφωνα με την σκηνοθέτρια, το πιάνο τρίο του Αρένσκι χαρακτηρίζει τον Τζον, ενώ το ρυθμικό θλιμμένο δεύτερο μέρος για τρίο του Σούμπερτ, που επαναλαμβάνεται και έχει χρησιμοποιηθεί από τους Κιούμπρικ και Χάνεκε, αποτελεί το μουσικό μοτίβο της ηρωίδας. Η ίδια η Ούλμαν αναφέρει ότι το πρελούδιο της δεύτερης σουίτας για τσέλο του Μπαχ αποτελεί το κατεξοχήν μοτίβο που διαχέει αύρα συμφιλίωσης.

Η λιτότητα της ρεαλιστικής προσέγγισης συνάδει και με τον σκανδιναβικό νατουραλισμό του ίδιου του Στρίνμπεργκ, για την απόδοση της πρώιμης νεωτεριστικής σκέψης, στα τέλη του 19ου αιώνα.

Στην εξαιρετική σκηνική αναπαράσταση εποχής συμβάλλουν οι φιλτραρισμένοι φωτισμοί, τα σκούρα έπιπλα, αλλά και η αυστηρή ενδυματολογική άποψη, με την παρουσία της κοκκινομάλλας ηρωίδας να δεσπόζει, φορώντας ένα σατέν μπλε φόρεμα.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός / κριτικός κινηματογράφου
([email protected])

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!