Ο νεαρός Ελύτης ομολόγησε πως, όταν μιλούσε για τον ήλιο, ένα μεγάλο τριαντάφυλλο κατακόκκινο μπερδευόταν, συχνά, αν όχι πάντα, στη γλώσσα του – αλλά δεν του ήταν βολετό (του Eλύτη) να σωπάσει… Tο σύμπτωμα αυτό οφείλεται, υποθέτω, σε κάποιον ιό – που, με τον καιρό μεταλλάχτηκε: Tο κατακόκκινο τριαντάφυλλο μπερδεύεται πια στη γλώσσα του ποιητή για ό,τι κι αν μιλήσει.
Έτσι, μιλάει «ποιητικά» σε κάθε περίπτωση: κάνοντας πολιτικές δηλώσεις ή παραχωρώντας συνεντεύξεις επί παντός επιστητού (γιατί ο ιός, απ’ ό,τι φαίνεται, μεταδίδεται με τις δημόσιες σχέσεις κι εκκολάπτεται σε περιβάλλον υπερεντατικού αυτοθαυμασμού) ή, αλίμονο, δίνοντας από τηλεφώνου παραγγελία. «Mια δωδεκάδα ξυλώδεις εκκρεμότητες και δυο κυλιόμενες λευκότητες» δυσκολεύουν τη ζωή τού εν λόγω ποιητή, που μένει, την κρίσιμη στιγμή, χωρίς χαρτί υγείας και μανταλάκια…
Θα πείτε, εδώ ο κόσμος χάνεται, για ποιήματα θα κουβεντιάζουμε; Κι όμως… Aν μπορούσα να παραγάγω αυτό το ελάχιστο, φευγαλέο, μα εξ ορισμού κοινωνήσιμο (θά ’λεγε ο Σπινόζα) αγαθό, ίσως κι εγώ κι άλλοι δούλοι, αλυσοδεμένοι μπρος στα κανάλια, να θυμόμασταν το πυθαγόρειο θεώρημα: να θυμόμασταν κάτι απ’ την αυθεντική ζωή που έγινε στάχτη και να συνειδητοποιούσαμε, «για λίγο», πόση αποκτήνωση, πόσον κυνισμό, συνεπώς, προϋποθέτουν οι αναλύσεις πάνω στ’ αποκαΐδια κι η μαζική παραγωγή φόβου…
Aλλά δεν μπορώ κι αυτοί που καμώνονται πως μπορούν, κάνουν το ακριβώς αντίθετο. Γιατί, βέβαια, το να μιλάς «ποιητικά» είναι το ακριβώς αντίθετο της ποίησης. Kι ως τώρα ήταν μόνο γελοίο. Tώρα φαίνεται και πόσο επικίνδυνο είναι: τώρα φαίνεται πως η ανακριβής έκφραση είναι πτυχή της προσπάθειας να στραφεί ο χειραγωγημένος όχλος κατά κει όπου το ξέσπασμα της αποπροσανατολισμένης οργής θα παγιώνει τη χειραγώγηση.
Όλο κι όλο το πρόβλημα είναι μια γυαλάδα στο βλέμμα: η ακαριαία λήθη. Tη βλέπεις αυτή τη γυαλάδα και δεν μπορείς να πεις και τίποτα. Γιατί τίποτα ειπωμένο ανακριβώς δεν ωφελεί. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι παλεύουν να θυμηθούν κάτι που έγινε μόλις χθες – και δεν μπορούν. Tο μυαλό τους ακούει μες στη σκέψη μια ροή τηλεοπτικών και ρητορικών εικόνων, που παραγράφει ακαριαία, πάλι και πάλι, κάθε ανάμνηση. Προχωρούν –μες στις τέφρες– σα ζόμπι –κι εγώ– εγώ ακούω τους θρήνους στα κανάλια για τη μοίρα τους σαν να μην ήταν και η δική μου μοίρα. Και, ευσυγκίνητος καθώς είμαι (εξ ου και λάτρης της ποιήσεως), καταναλώνω άπειρες αναδιπλωμένες λευκότητες μες στην παρούσα απουσία (γιατί κάθομαι μηχανικά) και την απούσα παρουσία (γιατί πετάγομαι για κανά κατούρημα) της καναπεδότητας.
Θα πείτε, εδώ ο κόσμος χάνεται, για ποιήματα θα κουβεντιάζουμε; Κι όμως… Aν μπορούσα να παραγάγω αυτό το ελάχιστο, φευγαλέο, μα εξ ορισμού κοινωνήσιμο (θά ’λεγε ο Σπινόζα) αγαθό, ίσως κι εγώ κι άλλοι δούλοι, αλυσοδεμένοι μπρος στα κανάλια, να θυμόμασταν το πυθαγόρειο θεώρημα: να θυμόμασταν κάτι απ’ την αυθεντική ζωή που έγινε στάχτη και να συνειδητοποιούσαμε, «για λίγο», πόση αποκτήνωση, πόσον κυνισμό, συνεπώς, προϋποθέτουν οι αναλύσεις πάνω στ’ αποκαΐδια κι η μαζική παραγωγή φόβου…
Aλλά δεν μπορώ κι αυτοί που καμώνονται πως μπορούν, κάνουν το ακριβώς αντίθετο. Γιατί, βέβαια, το να μιλάς «ποιητικά» είναι το ακριβώς αντίθετο της ποίησης. Kι ως τώρα ήταν μόνο γελοίο. Tώρα φαίνεται και πόσο επικίνδυνο είναι: τώρα φαίνεται πως η ανακριβής έκφραση είναι πτυχή της προσπάθειας να στραφεί ο χειραγωγημένος όχλος κατά κει όπου το ξέσπασμα της αποπροσανατολισμένης οργής θα παγιώνει τη χειραγώγηση.
Όλο κι όλο το πρόβλημα είναι μια γυαλάδα στο βλέμμα: η ακαριαία λήθη. Tη βλέπεις αυτή τη γυαλάδα και δεν μπορείς να πεις και τίποτα. Γιατί τίποτα ειπωμένο ανακριβώς δεν ωφελεί. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι παλεύουν να θυμηθούν κάτι που έγινε μόλις χθες – και δεν μπορούν. Tο μυαλό τους ακούει μες στη σκέψη μια ροή τηλεοπτικών και ρητορικών εικόνων, που παραγράφει ακαριαία, πάλι και πάλι, κάθε ανάμνηση. Προχωρούν –μες στις τέφρες– σα ζόμπι –κι εγώ– εγώ ακούω τους θρήνους στα κανάλια για τη μοίρα τους σαν να μην ήταν και η δική μου μοίρα. Και, ευσυγκίνητος καθώς είμαι (εξ ου και λάτρης της ποιήσεως), καταναλώνω άπειρες αναδιπλωμένες λευκότητες μες στην παρούσα απουσία (γιατί κάθομαι μηχανικά) και την απούσα παρουσία (γιατί πετάγομαι για κανά κατούρημα) της καναπεδότητας.
Σχόλια