του Λαοκράτη Βάσση*

Με ομόλογη, στο βάθος της, την «πνευματικότητά» τους, ο Καββαδίας δεν θα μπορούσε να πέσει σε καλύτερα «χέρια» απ’ αυτά του Μήτσου Κασόλα.

Γι’ αυτό κι οι διάλογοί τους επικαλύπτονται, στο τέλος τους, από μια αίσθηση εξαιρετικής «μείξης». Έτσι που δεν ξέρεις πού τελειώνει ο Καββαδίας κι αρχίζει ο Κασόλας και πού τελειώνει ο Κασόλας κι αρχίζει ο Καββαδίας. Με αποκωδικοποιούμενο, άμεσα, το αίνιγμα «Καββαδίας» και με παρακολουθηματική του, έμμεσα, την πολύ ιδιαίτερη πνευματική «στόφα» του Κασόλα. Όπου και αντανακλώνται, με ατημέλητη αυθεντικότητα, οι βασικότερες αλήθειες του «αινίγματος».

Με τις αυθόρμητες αφηγήσεις και το χωρατατζίδικο/πλακατζίδικο ύφος τους να είναι τελικά, εκ του αποτελέσματος, το παραπλανητικό, με επιφανειακή ανάγνωση, περιτύλιγμα της γοητευτικής υπαινικτικότητας, που κρύβεται στο βάθος αυτών των «αληθειών».

Κι είναι πολύ ταιριαστό στην ποιότητα του Κασόλα, που δεν κάνει το γνωστό λάθος του αυθεντικού ερμηνευτή. Έχοντας συνείδηση, όπως δείχνουν και οι «αναγνώσεις» του, πως ειδικά η αισθητική μαγεία του Καββαδία, μαζί και κάθε γνήσια ποιοτική δημιουργία, δεν γίνεται να κλειστεί σε αποτιμητικά «κουτάκια» και σε δογματικά «συρματοπλέγματα».

Με την ανυπότακτη «φύση», όμορφα… άναρχη, και των δυο, που τους ενώνει ως παράξενος κοινός τους παρονομαστής, έτσι όπως διαλέγονται με την… αθωότητα παιδιών, βάζουν κι εμάς, που τους διαβάζουμε, στο πολύ ανοιχτό πνευματικό παιχνίδι των «διαλόγων» τους. Καθώς, δεν διαλέγεσαι μαζί τους μόνο όσο τους διαβάζεις, αλλά, πιο πολύ, όταν τελειώσεις το διάβασμά τους.

Κάτι που πετυχαίνει, με τα άμεσα και ακόμα περισσότερο με τα υπαινικτικά μηνύματά της, μόνο η καλή γραφή.

Κι η γραφή του Κασόλα για τον Καββαδία, μια γραφή «Καββαδία/Κασόλα» και «Κασόλα/Καββαδία», με τις αλήθειες που κρύβει στο παιγνιώδες περιτύλιγμά της, είναι μια αυθεντικής ιδιαιτερότητας καλή γραφή.

Με την ανυπότακτη «φύση», όμορφα… άναρχη, και των δυο, που τους ενώνει ως παράξενος κοινός τους παρονομαστής, έτσι όπως διαλέγονται με την… αθωότητα παιδιών, βάζουν κι εμάς, που τους διαβάζουμε, στο πολύ ανοιχτό πνευματικό παιχνίδι των «διαλόγων» τους. Καθώς, δεν διαλέγεσαι μαζί τους μόνο όσο τους διαβάζεις, αλλά, πιο πολύ, όταν τελειώσεις το διάβασμά τους

Απ’ τους «διαλόγους» τους και τον δικό μου «διάλογο» μαζί τους, που δεν λέει να τελειώσει, προσπερνώντας πολλά, (όπως τα πολύ ενδιαφέροντα περί ομοτέχνων: Σεφέρη, Μυριβήλη, Βενέζη, Καζαντζάκη, Ρίτσο, Ελύτη, Βάρναλη, Χατζή και Πολίτη), θα περιοριστώ, σε τούτο το πολύ μικρό σημείωμα, μόνο στα όσα αναφέρονται στη σχέση του με την Αριστερά. Όπως αυτά ρίχνουν πολύ φως στο εξακολουθητικά ανοιχτό και κρίσιμο ζήτημα της «αμαρτωλής» σχέσης: Αριστεράς και πνευματικών ανθρώπων. Αλλά και γενικότερα: Αριστεράς και πολιτισμού, που τόσο έχει απασχολήσει τον απαιτητικό αριστερό διανοούμενο Μήτσο Κασόλα. Κι όπου, μαζί με το πολύ δηκτικό μήνυμά του: «Δεν έφυγε αυτός (ο Καββαδίας) απ’ αυτήν (την Αριστερά). Έφυγε αυτή απ’ αυτόν κι από εκατοντάδες/χιλιάδες άλλους», είναι εξόχως χαρακτηριστικοί κι οι στίχοι του ίδιου του Καββαδία στην προμετωπίδα αυτού του πολύ ιδιαίτερου κεφαλαίου:

Κι απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και φωτιά.
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι
λικνίζει κάτου απ’ το Δρυ και την Ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη

 Αντί για την όποια δική μου κριτική πρόσληψη της βαθύτερης ουσίας αυτού του «διαλόγου», θα ερανίσω κάποιες πολύ ενδεικτικές για το «ζήτημα» απόψεις του Μήτσου Κασόλα, όπως: «Ο Καββαδίας ποτέ δεν θα έγραφε κάτι σαν το: «Πώς δενότανε το ατσάλι». Ποτέ δεν θα έκανε «σοσιαλιστικό ρεαλισμό»… Είχε μια βαθιά παιδεία, μεγάλη –ποτέ όμως επιδεικτική– εποπτεία των ανθρωπίνων και του «ειδέναι» του κόσμου. Οσμίστηκε, άκουσε και ένιωσε όσα δεν μπορούσαν να οσμιστούν, να ιδούν και να γράψουν πολλοί άλλοι… Περιείχε με τον δικό του τρόπο, με το δικό του μυαλό, με τη δικιά του ευαισθησία και φαντασία, την εποχή του. Έβλεπε τη θεατή και υπαινισσόταν την αθέατη όψη της, ανυποψίαστη για πάρα πολλούς ομότεχνούς του… Η κάθε ποίηση του κάθε ποιητή περιέχει, φυσικά, η ίδια την τιμή και το τίμημά της. Και πολλές φορές η τιμή της, για πολλούς λόγους, αργεί να φανεί, όπως και το τίμημά της επίσης… Και τρέχει, λοιπόν, η Αριστερά (ο Καββαδίας, όμως, οι Καββαδίες, όμως, γιατί να τρέξουν;) χωρίς τη μεγάλη, τη ριζική συνιστώσα, που έπρεπε να ‘χε από πάντα, τον πολιτισμό: τη μέριμνά της, τη διακονία της γι’ αυτόν, που θα τη λάμπρυνε, θα την ξεχώριζε και θα τη διαφοροποιούσε από τους άλλους. Αν πράγματι, βέβαια (και όχι μόνο στα λόγια και στις διακηρύξεις), είχε στην πράξη, σε βάθος μελετημένη, μία πολιτιστική πολιτική. Μελετημένες πολιτιστικές προτάσεις και πραγματώσεις από τη δική της πλευρά… Ο Καββαδίας από ενωρίς στη ζωή του επέλεξε από ποια μεριά του λόφου θα σταθεί πολιτικά. Διάλεξε τη μεριά της Αριστεράς. Χωρίς, όμως, ποτέ να βγει στο παζάρι, όπως το έπραξαν πολλοί για τους αγώνες τους, συχνά εξαργυρώνοντάς τους. Διάλεξε τη στέγη της Αριστεράς, που από πάντα –κι από δική της στενοκεφαλιά κυρίως– στάζει νερά μια ζωή… Ο Καββαδίας μου έδινε μια αίσθηση πως, όσο περισσότερο μιλούσε, τόσο πιο πολύ σώπαινε βαθιά μέσα του, σκέπαζε με τα λόγια τη σιωπή του, αυτήν που ακούγεται κάθε φορά με το τέλος της ανάγνωσης κάθε ποιήματός του».

… Αποφεύγοντας το όποιο πικρό σχόλιο (θου… φυλακήν τω στόματί μου!) για το ότι… διώχτηκε ο Κασόλας, αντί ευγνωμοσύνης!, γι‘ αυτήν τη μοναδική  ανάγνωση/γνωριμία  του Καββαδία, θα ολοκληρώσω το σημείωμά μου με δικά του, απ’ τα πολλά και έξοχα, αποτιμητικά λόγια: «Αυτή η ιδιότυπη, μελαγχολική και νοσταλγική ποίηση (του Καββαδία), γραμμένη με μαστοριά, στοχασμό, θερμή καρδιά και δυνατή θαλασσινή και καραβίσια οσμή απ’ τους ωκεανούς και τα λιμάνια, είναι κι η ίδια ένα πλεούμενο. Ένα καράβι σαν όλα τα καράβια που αγαπούσε. Το παίρνεις, λοιπόν, αυτό το καράβι και σαλπάρεις, με όλους τους θλιμμένους δοκίμους στις γέφυρες εν ώρα κινδύνου».

 Ιούνιος 2024

* Ο Λαοκράτης Βάσσης είναι φιλόλογος-συγγραφέας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!