του Λαοκράτη Βάσση 

Οι «Βαθιές Ρίζες», μια επιλογή απ’ τη συνολική ποιητική δημιουργία του Μήτσου Κασόλα, Εκδ. ΚΨΜ, ήταν η ακριβή αισθητική «καταφυγή» μου τούτο το πολύ ζαβό καλοκαίρι, με τις φωτιές, την πολιτική ομίχλη, τους πολέμους και τους απεργαζόμενους γεωπολιτικούς αναδασμούς.

Κι ήταν ακριβή η καταφυγή, ιδίως όταν «συναντιόμουν», στο υποστρωματικό μαντέμι της ψυχής του ποιητή, με πονεμένα μηνύματα καημών της Ρωμιοσύνης και της αριστεροσύνης. Σε μια αγνή και σπανίζουσα, έως … ανύπαρκτη, στους ύποπτους καιρούς μας, εκδοχή αισθητικής σύζευξής τους.

Μια καλή εκδοχή, όπου οι ιδιαίτερες αναφορές του στη Ρωμιοσύνη, με όλο το βάθος τους, είναι ομόδοξες με τις πολύ βαρύνουσες σημάνσεις μεγεθών, όπως ο Σεφέρης και ο Ρίτσος (Σεφέρης: «Είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης», – Ρίτσος: «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις…» – Κασόλας: «Μια χαρακιά μαχαιριού / τα σφιγμένα χείλη της Ρωμιοσύνης»). Κι όπου, η αριστεροσύνη του δεν «πειράχτηκε» απ’ τα γνωστά (αυτο/αναιρετικά) στίγματα, που κηλίδωσαν το όραμά της. Γι’ αυτό, ο πάντα αριστερός Μήτσος Κασόλας, που, όμως, δεν του … πήγαινε η παράξενη, γι’αυτόν, πειθαρχία της «ετερόνομης στράτευσης», δεν είχε ποτέ την αβάντα των «αριστερών ιερατείων».

Με την αισθητική σύζευξη Ρωμιοσύνης και αριστεροσύνης, κυρίαρχη στην πρώτη ποιητική του συλλογή, τις «ΜΙΚΡΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ», να είναι τροχιοδεικτική για όλη του την ποίηση και για όλη του τη ζωή. Όπως πολύ καθαρά το διαπιστώνουμε στο πρώτο, κιόλας, ποίημά της: «Αυτή η γη είναι πατρίδα μας», που είναι ταυτοτικά χαρακτηριστικό και για την ποίησή του και για τον αριστερό διανοούμενο Μήτσο Κασόλα. Τον οποίο και συνοδεύει, δια βίου, η Εαμική πατριωτική «αύρα», η εναρμονίζουσα: την πολιτιστική ιθαγένεια, την δημοκρατία, τον ουμανισμό και τον διεθνικό οικουμενισμό.

Διαβάζουμε εκεί:

                  «Οι ελιές που ροβολάνε ως τη θάλασσα με τα πεύκα
        τα κύματα που έρχονται από μακριά σαν αγκαλιά κρίνων
                 και ευωδιάζουν τα βράχια και τον άνεμο
        Ειν’ η πατρίδα μας».

Αλλά και:

           «Αυτοί οι τοίχοι, οι επιτύμβιοι –
           διαθήκες των χαμένων αδερφιών μας – με τα γράμματα
                     «Ελευθερία ή θάνατος», «ΕΑΜ», «ΕΛΑΣ»
                     Είναι η πατρίδα μας».

Ή, όπως γράφει, εκτός γραμμής… διεθνισμού, σε άλλο του ποίημα:

                     «Κι αν πολύ μιλώ για την Ελλάδα
                     είναι γιατί βαθιά – βαθιά
                     ό,τι είναι ελληνικό, παγκόσμιο είναι»..

Με τις «γραφές των Ελλήνων», μάλιστα, απ’ την εξαιρετική συλλογή του: «ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΣ», να είναι η εκ βαθέων ποιητική «εξομολόγηση Κασόλα» για τις ελληνικές «βαθιές ρίζες» του και για τα «πολλά ιερά ευαγγέλια»:

                 «Τον Ρήγα
                 τον Μακρυγιάννη
                 τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη
                 τον Άρη
                 κι άλλες πολλές ιερές γραφές των Ελλήνων».

Απολαμβάνοντας τις παντελώς «αβίαστες» κι ανεπιτήδευτες καταθέσεις της ποιητικής του ψυχής, για τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής: για την πατρίδα – γι’αυτόν τον, βαθιά Σολωμικό, καημό πατρίδας, Ελλάδας!, του Μήτσου Κασόλα – για την ανεργία, τη μετανάστευση, τον Λαμπράκη, το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, τη Γοργόνα, τη μάντρα, τα σύννεφα, τα κυκλάμινα και τα χαμομήλια…, τα τρυφερά ερωτικά και τα παιγνιώδη σατυρικά ποιήματά του, δεν μπορώ να μη σταθώ στο πόσο προβλεπτικό δίκιο είχε ο Ρίτσος, όταν καλωσόριζε τα πρώτα του ποιήματα «ωσάν μια δωρεά στη …νεοελληνική μας ποίηση». Όπως κι ο Λειβαδίτης, που επίσης πρωτο/έγραψε: «Ο Κασόλας σε κατακτάει με την ευαισθησία και την ειλικρίνειά του».

Κάτι, βέβαια, που δεν έχει κάνει, κι είναι, γι’αυτό, χρεωμένη, η σύγχρονη κριτική. Καθώς λείπει πολύ μια συνολική κριτική αποτίμηση του πολύ σημαντικού του έργου.

Γιατί ο Κασόλας, με την πνευματική του «καθολικότητα», που έχει καταγραφεί, προφανώς όχι άδικα, κυρίως ως ξεχωριστός συγγραφέας μυθιστορημάτων, όπως, μεταξύ πολλών άλλων, «Η άλλη Αμερική» και «Το γένος, το ιερό και το βέβηλο», είναι και ξεχωριστός ποιητής. Με τη γραφή του να είναι ποιητική σε όλα του τα κείμενα, σίγουρα και στα μυθιστορηματικά. Αλλά είναι και ξεχωριστός διανοούμενος, πάντοτε μάχιμος, με σημαντικές παρεμβάσεις στην πνευματική μας ζωή, όπως, για παράδειγμα, με το «Μανιφέστο πολιτισμού» του.

Θα κλείσω το μικρό τούτο σημείωμα με τους τελευταίους στίχους απ’ το ποίημα: «Η μπαλάντα του Βαγγέλη του φουκαρά», απ’ τα χαρακτηριστικά τής πολύ γερής, ομόλογης του Βάρναλη, «σαρκαστικής φλέβας» του Κασόλα:

«Όμως πολύ αργά, Βαγγέλη φουκαρά, και για σένα και για την Αριστερά, που έχει χρόνια ζαλάδα και διασπάται σαν την αμοιβάδα απ’ τη δικιά της κουτουράδα. Αιωνία η μνήμη σου, Βαγγέλη φουκαρά. Η ξεφτυλισμένη Ελλάδα θα σ’ ευγνωμονεί παντοτινά».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!