του Στάθη*
Ο ιστορικός και ο βιωματικός χρόνος είναι συνήθως διαφορετικοί, ενίοτε όμως συμπίπτουν. Συχνά ο ιστορικός χρόνος είναι πυκνός κι άλλοτε πάλι αργόσυρτος, ενώ ο βιωματικός χρόνος είναι πάντα απλώς βραχύς – vita brevis. Επ’ αυτού ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει συχνά (συνήθως οι παλαιοί εκφράζονταν με επαναλήψεις) ότι: «παιδί μου, ώσπου να καταλάβεις τι συμβαίνει στον κόσμο, γερνάς και πεθαίνεις».
Η Ελλάδα βγήκε από την Κατοχή και τον Εμφύλιο καθημαγμένη. Η φωτογραφία της χώρας περιείχε ξυπόλυτα παιδιά, φαγητό με το στανιό, ρημαγμένες συνοικίες, φοβισμένες επαρχίες, κάποια λίγα αμερικάνικα αυτοκίνητα για τους πλούσιους και μπόλικες εξορίες κρυμένες κάτω απ’ το χαλί ή μάλλον κάτω απ’ την κουρελού.
Κι ύστερα άρχισαν να κυλούν οι πενταετίες. Χίλια εννιακόσια πενήντα πέντε – χίλια εννιακόσια εξήντα, άρχισε να λιγδώνει το αντεράκι μας, οι κακουχίες έγιναν ιστορίες γύρω απ’ το βραδυνό τραπέζι, οι άνθρωποι αγωνίζονταν για τον επιούσιο και ήλπιζαν για το αύριο. Η τέχνη στήριζε τις καρδιές, οι ποιητές λαλούσαν, οι ράφτες έραβαν ξανά κουστούμια και οι μοδίστρες ταγιέρ.
Οι εργάτες κατά μεραρχίες έδευγαν στην ξενιτειά, έφθανα πίσω εμβάσματα στα χωριά, στους δρόμους κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα ευρωπαίκά πλέον – και πολύ περισσότερα απ’ τα σαραβαλάκια τα προπολεμικά, φωτίσθηκαν οι πρώτες βιτρίνες κι άρχισαν να παίζουν φιλμ τα σινεμά. Η Ελλάδα άρχιζε να σηκώνεται απ’ τα γόνατά της. Πάντα ελπίζοντας.
Χίλια ενιακόσια εξήντα – χίλια ενιακόσια εξήντα πέντε, η Ελλάδα μπορούσε πια να παραγγείλει μια μπύρα και τρεις φέτες μορταδέλα, όπως η Βουγιουκλάκη στο εκράν της εποχής, ο απόηχος των αγώνων της Αριστεράς ξαναβγήκε με ήχο στους δρόμους, 114, Κυπριακό, ο Γέρος, η κόντρα με την ξενοκρατία και τα ανάκτορα, αστυφιλία, πολυκατοικίες, οι τέχνες ανέβαιναν στον Όλυμπο της ψυχής μας, η Ελλάδα όχι μόνον ήπλιζε, αλλά διεκδικούσε.
Χίλια εννιακόσια εξήντα πέντε – χίλια εννιακόσια εβδομήντα. Χούντα. Εμπλοκή. Όμως η κοινωνία συνέχιζε στην πεπατμένη της προγενέστερης δυναμικής. Επιπροσθέτως η χούντα οδήγησε σε κατ’ αντίδρασιν μεγαλύτερη και βαθύτερη πολιτικοποίηση, κυρίως της νεολαίας.
Εύκολα το «Φράουλες και αίμα» έγιναν «Θωρηκτό Ποτέμκιν». Στη ζούλα ή στα φανερά η μύηση στο ωραίον εξαπλωνόταν. Μπορεί το σινεμά και το τραγούδι λαϊκής κατανάλωσης να έκαναν βήματα πίσω προς την κακογουστιά, αλλά η ανυπέρβλητη κακογουστιά του καθεστώτος ετοίμαζε την πολιτισμική έκρηξη της Μεταπολίτευσης.
Χίλια εννιακόσια εβδομήντα – Χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε. Πολυτεχνείο, καταστροφή στην Κύπρο, Μεταπολίτευση, ο ιστορικός χρόνος κυλούσε πυκνός, το ίδιο και ο βιωματικός –από το Μάη του ’68 έως την τραγωδία της Χιλής το 1973, οι άνθρωποι ένοιωθαν να ζουν την ιστορία από πρώτο χέρι– ο άνθρωπος στο φεγγάρι και η Ελλάδα νεοφώτιστη σε μια κανονικότητα που θα εξελισσόταν σε χρονικό βάθος μιας pax democratica πρωτοφανή για την ιστορία της.
Χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε – χίλια εννιακόσια ογδόντα. Ήταν η τελευταία πενταετία που κράτησε τον ρυθμό όλων των προηγούμενων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Ελλάδα με τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 η «εκδίκηση της γυφτιάς» έβγαλε τον λαό στο πολιτικό προσκήνιο. Η ελπίδα σταθεροποιήθηκε, η διεκδίκηση υψώθηκε, οι άνθρωποι πίστεψαν, και το πίστεψαν βαθειά, ότι το καλύτερο βρίσκεται μπροστά τους, ότι η πρόοδος είναι αυτονόητη. Όμως η αντίστροφη μέτρηση για την αναθεώρηση των αποτελεσμάτων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε αρχίσει και μαζί της η Παλινόρθωση των Βουρβώνων.
Με την πτώση της ΕΣΣΔ το 1989-1991, ο ιστορικός χρόνος μπήκε σε έναν μονόδρομο που έφθασαν να τον ονομάσουν το «τέλος της ιστορίας». Στην πραγματικότητα επρόκειτο και πρόκειται για μια παλινδρόμηση του καπιταλισμού πίσω προς την αγριότητα της εποχής του Ντίκενς. Η παγκοσμιοποίηση χαρακτηρίζεται από την απίσχναση των αστικών δημοκρατιών, την απορρόφηση της Αριστεράς, κομμουνιστικής και σοσιαλδημοκρατικής καθώς και από την άνδρωση οικονομικών δικτατοριών παντού – την «οικονομία της φρίκης». Με αργόσυρτους ρυθμούς η Ιστορία άνοιγε πλέον τα κeφάλαια, το ένα μετά το άλλο, του ίδιου βιβλίου. Ράθυμα, με την εναλλαγή των δεκαετιών στην ίδια μελωδία.
Με τον ίδιο αργό ρυθμό η Ελλάδα παρακολούθησε το ίδιο προτσές. Εκσυγχρονισμός, Ίμια, Χρηματιστήριο, ψευδής ευμάρια, πολιτισμικός εκφυλισμός., επιδοτούμενες τέχνες, δάνεια και χρέη, ιδεολογική χειραγώγηση, εθνομηδενιστική αναθεώρηση της Ιστορίας – οι Έλληνες δεν χρειαζόταν πια να ελπίζουν (ήταν βέβαιοι για το καλύτερο) ούτε να διεκδικούν, αλλά μάλλον να επωφελούνται. Σκάβαμε (πολιτική, δημοσιογραφία, εκπαίδευση) το λάκκο μας, αλλά μας φαινόταν ότι σκάβαμε πισίνα στη Μύκονο.
Η κρίση του 2008, μια συνηθισμένη καπιταλιστική κρίση εώς να ‘ρθει η επόμενη, βρήκε τους Έλληνες στο ξέφωτο, ορφανούς από ποιητές, με την εκπαίδευση να έχει ήδη οικοδομήσει ένα νέο είδος ανθρώπου, ημιμαθή, του συρμού, ικανό να μπερδεύει τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό, να θεωρεί «ελεύθερη» την πιο διευθυνόμενη οικονομία ever, να ιδιωτεύει και να συντάσσεται με τον κυνισμό και τον αμοραλισμό των αφεντικών του. Με ένα εκμαυλιστικό λάιφ-στάιλ οι πολλοί νόμιζαν ότι ζουν και αυτοί τη ζωή των λίγων.
Το σοκ των Μνημονίων εναρμόνισε εκ νέου τον ιστορικό με τον βιωματικό χρόνο, με τον πρώτο να βασανίζει τον δεύτερο. Σ’ αυτό το σοκ ο λαός δεν αντέδρασε μόνον με δέος, αλλά και με σθένος – που εκδηλώθηκε πολλαπλώς και κυρίως με την υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ. Προδόθηκε. Η προγενέστερη αποσάθρωση είχε κάνει τη δουλειά της και η Αριστερά αποδείχθηκε Δεξιά. Πιο δεξιά από τη Δεξιά.
Όλα όσα αργόσυρτα επί τριάντα χρόνια ελάμβαναν σάρκα και οστά, μόλις ξέσπασε η κρίση, οδήγησαν στη δυνατότητα της μεταμόρφωσής της (πάντα υποτελούς άλλωστε χώρας μας) σε προτεκτοράτο. Χωρίς Σύνταγμα και όποιας μορφής αυτεξούσιο, η χώρα έγινε θήραμα. Λεηλατείται. Και η λεηλασία της θα αποτελέσει, αποτελεί ήδη, τη νέα κανονικότητα, μάλιστα εις βάθος χρόνου.
Με τον ιστορικό και βιωματικό χρόνο να έχουν έτσι (μέσες άκρες, διότι πολλά έχουν παραλειφθεί απ’ αυτό το σύντομο σημείωμα) τίθεται το ερώτημα του μέλλοντος και το τι είδους χρόνο θα περιέχει; Η επιστροφή σε προγενέστερα (έστω ένδοξα) πρότυπα μπορεί να συνιστά επανασύνδεση με τη γνώση της Ιστορίας και συνεπώς κάποιου είδους αυτογνωσία, αλλά δεν λύνει (παρά μόνο αναχωρητικά) το δομικό μας πρόβλημα. Που κυρίως είναι η διάλυση της Αριστεράς. Εξαρτάται από τη συμπεριφορά του λαού η ανασύνθεση της Αριστεράς και η υπέρβαση της παθολογίας που τη χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια; Ή εξαρτάται απ’ την Αριστερά η αλλαγή της συμπεριφοράς του λαού; Στο παρελθόν έχουν συμβεί και τα δύο. Όμως στη σημερινή συγκυρία, η απάντηση στις δύο εκδοχές του ίδιου ερωτήματος είναι επείγουσα.
Η Ευρώπη παρουσιάζει ομοιότητες με τον Μεσοπόλεμο ενώ ταυτοχρόνως οι διακρατικές σχέσεις κινούνται στο κλίμα πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το μείγμα είναι εκρηκτικό. Για την ωρα όλα θυμίζουν την ταινία των Μόντυ Πάιθον με τον Χριστό πάνω στο Σταυρό να ξεψυχάει και τους μαθητές από κάτω να φιλονικούν αν τα ψάρια έχουν δικαιώματα στο αγκίστρι τους…
* Ο Στάθης είναι σκιτσογράφος