Από το πολύ αξιόλογο free press Η Πόλη Ζει αλιεύσαμε ένα ενδιαφέρον κείμενο του Κώστα Ζαχαράκη:
«17 Νοέμβρη. Αριστερός φειςμπουκικός φίλος (δεν έχουμε γνωριστεί από κοντά αλλά φαίνεται αρκετά γλυκό άτομο) ανεβάζει μια λίστα ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων τα οποία δεν κάνουν –λέει– Αργία ζητώντας μας τη λίστα αυτή να την αναρτήσουμε «παντού στο διαδίκτυο». Και καλά ως διαπόμπευση.
Η προτροπή μου φάνηκε ειλικρινά too much και σκέφτηκα να του γράψω “Στη Γαλλική Επανάσταση όποιος δε φώναζε με αρκετή δύναμη Ζήτω η Δημοκρατία κατέληγε στη λαιμητόμο” όμως δεν το έκανα. Σκέφτηκα πόσο πολύ έχουμε υιοθετήσει όλοι αντίστοιχες συμπεριφορές. Καταλήξαμε να απαιτούμε ξεκάθαρες διατυπώσεις και είναι να απορεί κανείς αν αυτό το κάνουμε επειδή φοβόμαστε τι μπορεί να είναι ο άλλος ή επειδή για κάποιο λόγο αισθανόμαστε ένοχοι εμείς οι ίδιοι απέναντι στις αξίες μας.
Μισό χρόνο πριν –Μάης `18– ένα άλλο κορίτσι είχε ζητήσει από όποιον δεν καταδικάζει με όλη του την καρδιά την επίθεση στον Μπουτάρη να διαγραφεί οικειοθελώς από φίλος της. Μέσα στη φούρια της διέγραψε η ίδια ένα άτομο που ενώ καταδίκαζε ξεκάθαρα την επίθεση την ίδια στιγμή περιέγραφε το δήμαρχο της Θεσσαλονίκης ως ένα κακό πολιτικό. Κατά τη γνώμη της δεν πήρε το 100% της διαβεβαίωσης αφού δίπλα στην καταδίκη μάλλον δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα περιττό.
Στάσεις που φωτογραφίζουν μια ποινικοποίηση της “αμφιλεγόμενης άποψης”. Τα λόγια πρέπει να είναι τόσο ξεκάθαρα ώστε να μη μπορεί να γεννηθεί αμφιβολία για το στρατόπεδο στο οποίο ανήκει αυτός που τα λέει.
Η κατάσταση αρχίζει να θυμίζει Μεσαίωνα: ένα αστείο τότε για τα θεία θα μπορούσε να σε στείλει στην πυρά. Μια γονυκλισία που δεν έγινε σωστά σε καθιστούσε ύποπτο δαιμονισμού. Αν πάμε ακόμα πιο πίσω βλέπουμε πως στον Ιουδαϊσμό της εποχής του Χριστού και η αναφορά ακόμα του ονόματος Ιεχωβά σε έβαζε σε θανάσιμο κίνδυνο. Ταιριάζει μια τέτοια υστερία σε κοινωνίες οι οποίες έχουν αντικαταστήσει τη θρησκεία με τον ορθό λόγο; Είναι σα να παραδεχόμαστε πως η προσκόλληση σε αυτόν πηγάζει επίσης από το νευρικό μας σύστημα, από το φαντασιακό, από τη σεξουαλικότητα.
Ένα σεξιστικό αστείο ασφαλώς δεν είναι σωστό να ειπωθεί. Είναι όμως όλοι όσοι θα το κάνουν “σεξιστές”; Έχει την ίδια βαρύτητα όποια εποχή και σε όποιο περιβάλλον κι αν ειπώθηκε; Είναι υγιές να βλέπουμε διατυπώσεις του παρελθόντος με τα μυωπικά γυαλιά του σήμερα; Να χαρακτηρίζουμε ας πούμε ρατσιστή τον Ζαμπέτα επειδή έγραψε το “ο αράπης ο μαύρος ο ταμ-ταμ;” Κι ακόμα, μπορούμε να παράγουμε αληθινή Τέχνη μέσα σε τόσο αποστειρωμένες συνθήκες;
Τα λόγια απέκτησαν τρομακτική σημασία. Ξημέρωσε η εποχή όπου ανυποχώρητα απαιτούμε να εκφράζεται μόνο το ορθό. Μα όμως εμείς οι άνθρωποι αιώνες αιώνων τώρα χρησιμοποιούμε τα λόγια εξίσου και για να τρολάρουμε, να αποπροσανατολίσουμε, να υπονομεύσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, να πετάξουμε ένα βελάκι στα “πρέπει”, να πούμε πράγματα που στην ουσία δεν τα πιστεύουμε ή δεν τα πιστεύουμε 100% ή πράγματα που στην επόμενη στροφή θα τα αναιρέσουμε. Ποιόν εξυπηρετεί ένας τόσο καθώς πρέπει κόσμος; Πόσο ελεύθερη μπορεί να είναι μια κοινωνία με υποχρεωτικά κοσμιότατη διαγωγή;
Και στην τελική, κατοικούμε στα λόγια μας; Ή είναι αυτόνομα από μας; Τα λόγια μπορεί και να χαθούν, να τα πάρει ο αέρας και να τα σκορπίσει – το γεγονός πως σήμερα δεν το βλέπουμε έχει, ως ένα βαθμό, να κάνει με τα social media και το διαδικτυακό σύμπαν στο οποίο τίποτα δε σβήνει οριστικά.»