Γλυκερία, Ντιλέκ Κοτς και Αρετή Κετιμέ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά…
(φωτό Στ. Ελληνιάδη)
Είναι λάθος να νομίζει κανείς ότι τα τραγούδια είναι μόνα τους, ξεκομμένα. Σαν να βγαίνουν από μια αυτόματη μηχανή ή από ανθρώπους ανεπηρέαστους από το περιβάλλον. Τα τραγούδια, οι μουσικές και οι χοροί βγαίνουν μέσα από ένα πολύπλοκο πλέγμα, μέσα από ένα πολιτισμό. Εξαρτιούνται απ’ αυτόν και τον εκφράζουν. Γι’ αυτό όσο πιο όμορφα και πιο πλούσια είναι, τόσο πιο σύνθετος και παραγωγικός είναι ο πολιτισμός που τα γεννάει.
Συνήθως, όταν ακούμε τα τραγούδια και χορεύουμε τις μουσικές, σπάνια περνάει από το μυαλό μας κάτι παραπάνω γι’ αυτό τον πολιτισμό. Ίσως και να μην ξέρουμε πολλά, ή να ξέρουμε κατιτίς. Αλλά και τα τραγούδια για να ζήσουν χρειάζονται συνεχώς να τα ποτίζουμε με τη γνώση μας, να δείχνουμε ότι τα καταλαβαίνουμε. Τα τραγούδια είναι σαν τους ανθρώπους και σαν τα ζώα, τα σκυλάκια μας και τα γατάκια μας, αλλά και σαν τα φυτά, τους βασιλικούς και τα γιασεμιά. Θέλουν αγάπη και φροντίδα.
Από πού, λοιπόν, προκύπτουν αυτά τα υπέροχα τραγούδια που μας συγκινούν από τις πρώτες νότες;
Ακμαίος Ελληνισμός
Όταν έγινε η μικρασιατική καταστροφή, η Αθήνα είχε λιγότερους Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Γύρω στο 1900, η Αθήνα είχε 130 περίπου χιλιάδες και ο νομός Αττικής 340 χιλιάδες. Η Πόλη είχε κοντά 360 χιλιάδες, η Τραπεζούντα 350 χιλιάδες και η περιοχή της Σμύρνης πάνω από 600 χιλιάδες Έλληνες. Δεν ήταν πλειοψηφία οι Έλληνες στη Μικρασία, μην ακούτε τις παραπλανητικές φωνές των εθνικιστών, αλλά ο πολιτισμός των Ελλήνων ήταν μάλλον ο πιο εμφανής και ο πιο δυναμικός. Και δεν είναι μόνο τα τραγούδια και οι μουσικές μας, που είχαν εκπληκτική ποικιλία και πλούτο. Άλλο είδος στη Σμύρνη, άλλο στην Καππαδοκία, άλλο στον Πόντο, άλλο στη Θράκη, άλλο στα νησιά που «βλέπουν» τη Μικρά Ασία. Κι άλλο στην Πόλη. Η δημοτική παραδοσιακή μουσική παιζόταν με ντέφια, βιολιά και κανονάκια στη Σμύρνη, με λύρες και νταούλια στην Τραπεζούντα, με γκάιντες στην Ανατολική Θράκη, με σαντούρια και λαούτα στα νησιά. Ή με ακορντεόν, κιθάρες και μπουζούκια στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι Έλληνες είχαν το 80% των καφενείων, των ταβερνών με μουσική και των κοσμικών κέντρων διασκέδασης.
Η βυζαντινή μουσική ήταν πανταχού παρούσα μέσα από τις φωνές χιλιάδων ψαλτάδων. Της δικής μας φουρνιάς, μεταξύ άλλων, ο περίφημος Θρασύβουλος Στανίτσας, που από το Πατριαρχείο περάτωσε τη ζωή του, κι αυτός ξεριζωμένος, ψάλλοντας στον Άγιο Δημήτριο Αμπελοκήπων ήταν φίλος του πατέρα μου που έψαλλε ερασιτεχνικά στον Άγιο Δημήτριο, στα Ταταύλα.
Οι Ρωμιοί ήταν οι πρώτοι που έφεραν το σινεμά, 15 κινηματογράφους είχαν στην Πόλη, ξεκινώντας σχεδόν ταυτόχρονα με τους αδελφούς Λυμιέρ στο Παρίσι. Σκηνοθέτες, μοντέρ, οπερατέρ και ηθοποιοί σαν τη Ζωζώ Νταλμάς διέπρεψαν στον τουρκικό κινηματογράφο. Και όπως μας πληροφόρησε ο Γιώργος Μπόζης, στην ταινία «Πορεία στον ήλιο» που σκηνοθέτησε ο Ναζίμ Χιμέτ, το 1937, οπερατέρ ήταν ο Λάζαρος Γιαζιτζίογλου.
Σύμφωνα με τις καταγραφές των Γάλλων, 250 Ρωμιοί αρχιτέκτονες έκτιζαν εκκλησίες, τζαμιά, παλάτια, νοσοκομεία, τρία ελληνικά είχαμε στην Πόλη, σπίτια και πολλά σχολεία, 88 μόνο στην Πόλη πριν την καταστροφή και εκατοντάδες, με χιλιάδες μαθητές, σε όλη την επικράτεια. Όχι μόνο τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, το Ζωγράφειο και το Ζάππειο που λειτουργούν μέχρι σήμερα. Στη Σμύρνη, η Ευαγγελική Σχολή και στον Πόντο το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας έδιναν το στίγμα της ελληνικής παιδείας. Μέχρι και στη μακρινή Σινασό της Καππαδοκίας, τη γενέτειρα του πατέρα μου, εκεί που είναι οι λαξευμένες στους βράχους εκκλησιές, λειτουργούσε Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο, όταν ακόμα στον υπόλοιπο κόσμο δεν πήγαιναν τα κορίτσια σχολείο! Το δικό μας δημοτικό σχολείο στα Ταταύλα, ένα μεγάλο κτίριο με θέατρο, έκλεισε πριν από λίγα χρόνια από έλλειψη μαθητών. Και οι περισσότερες εκκλησίες, ελλείψει ποιμνίου, παραμένουν κλειστές στην Πόλη με τις αγιογραφίες που φιλοτέχνησαν σπουδαίοι -παλαιότεροι και νεότεροι- ζωγράφοι της βυζαντινής σχολής, ενώ σε ορισμένα νεκροταφεία, όπως του Σισλί, μπορεί κανείς να θαυμάσει τα περίτεχνα συμπλέγματα σημαντικών γλυπτών της Ρωμιοσύνης.
Η μισή βιομηχανία ήταν στα χέρια των Ελλήνων, οι Έλληνες τραπεζίτες δάνειζαν κεφάλαια στο οθωμανικό κράτος και οι Έλληνες γιατροί δίδασκαν στην Ιατρική Σχολή και ήταν αρχίατροι στο παλάτι του Σουλτάνου. Ο αρχίατρος των ανακτόρων, ο Μάρκος Πασάς, ίδρυσε –και τιμάται γι’ αυτό– την Τουρκική Ερυθρά Ημισέληνο, αντίστοιχη του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.
Φως εξ Ανατολής
Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή δημιούργησε στη Σμύρνη το περίφημο Ιωνικό Πανεπιστήμιο, το «Φως της Ανατολής». Και πάρα πολλοί ταλαντούχοι άνθρωποι από την Ανατολή ήρθαν στην Ελλάδα φέρνοντας μαζί τους αυτό το φως. Όπως ο Κάρολος Κουν και ο Δημήτρης Μυράτ, στο θέατρο, ο Μανώλης Καλομοίρης και ο Κώστας Γιαννίδης στην έντεχνη μουσική, αλλά και οι απλοί αγρότες που έφεραν την εξελιγμένη τεχνογνωσία για τα αμπέλια, τα καπνά και το μετάξι. Ζαχαροπλάστες σαν τον πατέρα μου και μοδίστρες σαν τη μητέρα μου, μαζί με χρυσοχόους και αργυροχόους, με μαγείρους και ράφτες, αλλά και άνθρωποι με ξένες γλώσσες που τις διδάσκονταν από το δημοτικό, κουβάλησαν μαζί την εμπειρία και τις γνώσεις τους. Περίτρανοι άνθρωποι των γραμμάτων, όπως ο Γιώργος Σεφέρης, ο Φώτης Κόντογλου και η Διδώ Σωτηρίου αποτέλεσαν πρότυπα με το έργο τους. Μαζί με τους σπουδαίους μουσικούς που μπόλιασαν και ανανέωσαν το ελληνικό τραγούδι, όπως οι Γιάννης Παπαϊωάννου, Ρόζα Εσκενάζυ, Αντώνης Νταλγκάς, Κώστας Νούρος, Βαγγέλης και Αγγέλα Παπάζογλου, Σπύρος Περιστέρης και Γιώργος Μητσάκης. Με τους μπάλους, τους αντικριστούς με τα κουτάλια, τα χασάπικα και τα ζεϊμπέκικα, τα πολίτικα. Αλλά κι ο Καζαντζίδης κι ο Χρύσανθος, οι πιο εμβληματικές φωνές του λαϊκού και του ποντιακού τραγουδιού, από τη Μικρά Ασία έλκουν την καταγωγή τους.
Κι ας έφαγαν πολλή λάσπη, που έφτανε μέχρι κραυγαλέες απαγορεύσεις, με μοναδικό κριτήριο ότι ήταν ανατολίτικες οι μουσικές. Το 1937, ο Μεταξάς, ίνδαλμα των σημερινών ρατσιστών και εθνικιστών, απαγόρευσε τα ρεμπέτικα και σμυρνέικα τραγούδια που είχαν ανατολίτικο ύφος. Ένα είδος ολόκληρο, που αντανακλούσε και εξέφραζε ένα μεγάλο λαϊκό πολιτισμό, των Μικρασιατών, διαγραφόταν από τον επίσημο χάρτη, σαν μην υπήρξε ποτέ! Ένα μεγάλο έγκλημα που η επανόρθωση των συνεπειών του άργησε πάρα πολύ. Η ανάσυρση και προβολή των σμυρνέικων τραγουδιών που ερμήνευσε η Γλυκερία το 1981, με τη συνδρομή του Αριστείδη Μόσχου και του Στέλιου Φωτιάδη, συνέβαλε καθοριστικά στην αποκατάσταση αυτής της αδικίας, ανοίγοντας ένα φαρδύ δρόμο που τον ακολουθούν πολλοί νέοι μουσικοί και τραγουδιστές. Κι αυτό της το χρωστάμε.
Πρόσφυγες στα έλη
Οι δύο στους δέκα πρόσφυγες πέθαναν τον πρώτο χρόνο της προσφυγιάς. Από αρρώστιες και από υποσιτισμό. Οι δύο στους δέκα. Αν μιλάμε για πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, ο συνολικός αριθμός είναι τεράστιος. Κοντά 200 χιλιάδες, γλύτωσαν από τις φλόγες και το μαχαίρι για να πεθάνουν, τι τραγωδία!, σε ασφαλές έδαφος. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν τόσο ασφαλές. Γιατί μέσα στο χάος που επικρατούσε έστελναν τους ανθρώπους, ταλαιπωρημένους, άρρωστους και ανίδεους, σε ακατάλληλες περιοχές. Δηλαδή, έστελναν αστούς, ανθρώπους από τις πόλεις, που δεν είχαν καμία σχέση με την ύπαιθρο, σε απομακρυσμένα χωράφια, να ζήσουν από την καλλιέργεια της γης, χωρίς γνώση, χωρίς εργαλεία, χωρίς καν σπίτια, στην καλύτερη περίπτωση σε αντίσκηνα μέσα σε πέτρες και βάλτους.
Και, αντιθέτως, έστειλαν αγρότες να εγκατασταθούν σε πόλεις, με άλλες συνήθειες και άλλες πρακτικές γνώσεις. Ανθρώπους που ήταν ψαράδες τους έστειλαν στην ενδοχώρα και γεωργούς, που ήξεραν από καπνό και αμπέλια, τους εγκλώβισαν στις συνοικίες της Αθήνας.
Περίπου είκοσι χρόνια χρειάστηκαν για να μπουν όλοι οι πρόσφυγες σε σπίτια, μικρά, πλίνθινα, αλλά σπίτια, με τοίχους και σκεπή και όχι με σεντόνια και κιλίμια για διαχωριστικά και πισσόχαρτα αντί για κεραμίδια. Κι αυτό το ξέρει κάθε πρόσφυγας πρώτης ή δεύτερης και τρίτης γενιάς, γιατί είναι βίωμα και μνήμη, στη Νίκαια, τη Δραπετσώνα και την Τούμπα.
Μόνο χάρη στην τρομερή αντοχή και θέληση των Μικρασιατών να ζήσουν και να τα καταφέρουν, σώθηκαν όχι μόνον αυτοί, αλλά αναστήθηκε και η Ελλάδα ολόκληρη από τις τρομερές συνέπειες του πολέμου και της ανοργανωσιάς.
Νέα Σμύρνη, Νέα Φιλαδέλφεια, Νέα Ιωνία, Νέα Ηράκλειο, Νέα Ερυθραία, Νέα Μάκρη, Νέα Μουδανιά στη Χαλκιδική, Νέα Πέραμος στην Καβάλα, Νέα Σάντα στην Κομοτηνή, Νέα Σινασός στην Εύβοια, Νέα Αγχίαλος στη Μαγνησία, Νέα Κίος στην Αργολίδα, Νέα Αλικαρνασσός στην Κρήτη, νέα, νέα, νέα… γεμάτη όλη η χώρα από εκατοντάδες νέα χωριά και κωμοπόλεις που δημιουργήθηκαν από τους πρόσφυγες και έχτισαν τη νέα Ελλάδα.
Και να ήταν μόνο το κράτος προβληματικό; Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, οι αντιδράσεις μερίδας του ντόπιου πληθυσμού ήταν αντίστοιχες με αυτές που είδαμε σε ορισμένα μέρη απέναντι στους πρόσφυγες από τη Συρία. Έκαιγαν τις σκηνές και τα υπάρχοντα των ξεριζωμένων και τους έδιωχναν με τη βία. Κι αυτό γιατί, με τη συμφωνία της Λωζάννης, το Γενάρη του 1923, οι πρόσφυγες θα εγκαθίσταντο στις ιδιοκτησίες που άφηναν πίσω τους οι επίσης δυστυχείς 400 χιλιάδες Τούρκοι που ανταλλάσσονταν με τους Έλληνες της Μικρασίας. Τι φριχτή λέξη, ανταλλαγή ανθρώπων. Αλλά, έλα που οι ντόπιοι Ελλαδίτες ήθελαν να αρπάξουν αυτήν τη γη για τον εαυτό τους! Τέτοιες ασχήμιες έγιναν, για να μην ξεχάσουμε που επί δεκαετίες, αποκαλούσαν τους Έλληνες πρόσφυγες «τουρκόσπορους» και άλλα παρόμοια, ωραία και αδερφικά.
Το πολύτιμο αγαθό
Ευτυχώς, δεν ήταν όλοι σκληροί και πλεονέκτες. Γι’ αυτό, σε βάθος χρόνου, και βέβαια, χάρη στο μόχθο και την απόδοση των προσφύγων, οι αντιστάσεις κάμφθηκαν. Και όχι μόνο κάμφθηκαν, αλλά πάρα πολλά στοιχεία του πλουσιότατου πολιτισμού των προσφύγων έγιναν αποδεκτά από όλη την κοινωνία και έκτοτε αποτελούν αξεχώριστο κομμάτι του νεότερου ελληνικού πολιτισμού. Ενός εξαίσιου μίγματος, ενός ανεπανάληπτου χαρμανιού, μέσα από το οποίο ζυμώθηκαν και βγήκαν ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης και όλοι οι σπουδαίοι Έλληνες που από κοινού διαμόρφωσαν ό,τι ελληνικό και ταυτόχρονα παγκόσμιο συνθέτει την ταυτότητά μας.
Αυτό το πολύτιμο αγαθό που δεν πρέπει να το χάσουμε, γιατί είναι το μόνο διαβατήριο που έχουμε για το μέλλον, κι εμείς και τα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Καλός ο Σαίξπηρ, καλός και ο Γκαίτε, καλός ο Μποντλέρ, καλός και ο Μπομπ Ντίλαν, αλλά η δική μας συνεισφορά στην ανθρωπότητα δεν μπορεί να είναι ούτε οι μιμήσεις ούτε τα υποκατάστατά τους.
Με τις αισθήσεις μας πάντα έτοιμες να δεχτούν ό,τι όμορφο έρχεται από τους άλλους λαούς, όπως έκαναν ανέκαθεν οι πρόγονοί μας και μεγαλουργούσαν, η δική μας συνεισφορά στην οικουμένη πρέπει να έχει το δικό μας χρώμα, το δικό μας ύφος, τον δικό μας πολιτισμό, τον ελληνικό, που είναι τόσο πλούσιος, ανεξάντλητος και διαχρονικός.
Και μόνο να σκεφτεί κανείς ότι στον τομέα του τραγουδιού, το σμυρνέικο τραγούδι, όσο σημαντικό κι αν είναι, είναι μόνο μια πτυχή ενός μουσικού θησαυρού που κανένας άλλος λαός δεν κατέχει.
Αλλά αυτό δεν γίνεται με εθνικιστικές κορόνες και με μίσος για κάθε ξένο και για κάθε τι ξένο. Γιατί αυτό δεν καθόλου ελληνικό. Αυτό γίνεται με ανοιχτή καρδιά και ανοιχτά μυαλά , με πολλή γνώση και μεγάλο μόχθο. Γιατί ο ελληνικός πολιτισμός στην ανθοφορία του ανέκαθεν απέρριπτε οτιδήποτε φτηνό και χυδαίο, οτιδήποτε βάρβαρο και ξενοφοβικό. Ο ελληνικός πολιτισμός είναι σαν τα γλυπτά του Παρθενώνα. Όσο περνάει ο καιρός τόσο μεγαλύτερη αξία έχει για την ανθρωπότητα. Κι εμείς αυτό που αποτελεί πηγή ανεξάντλητης έμπνευσης πρέπει να το σεβαστούμε και να το υπηρετούμε.
Πάντως, το σίγουρο είναι ότι οι μουσικές και τα τραγούδια μας είναι ακόμα ζωντανά, ακμαία και ανθεκτικά. Και τα αγαπούν, τα ακούν, τα παίζουν και τα τραγουδούν και οι νέοι. Κι αυτό ανανεώνει τις προσπάθειες και τις ελπίδες μας, μας επιτρέπει να διατηρούμε μια αισιοδοξία ότι στο τέλος θα τα καταφέρουμε, με αγάπη, αλληλεγγύη, ευγένεια, αγώνα και, απαραίτητα, καλή μουσική!
Στέλιος Ελληνιάδης
(Ομιλία στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στη συναυλία της Γλυκερίας «Μικρασιάτικο Μινόρε» με την Ντιλέκ Κοτς, την Αρετή Κετιμέ, τον Βασίλη Προδρόμου και την ορχήστρα του Στέλιου Φωτιάδη, 6 και 7 Φεβρουαρίου)
Ελληνοτουρκικές συγγένειες
Δεν πολεμάγαμε συνεχώς επί 900 χρόνια, από τη μάχη του Μαντζικέρτ μέχρι σήμερα. Κι όταν πολεμάγαμε, πολεμάγαμε με την εξουσία. Με τους απλούς ανθρώπους, Τούρκους, Κούρδους, Αρμένιους, Εβραίους, Κιρκάσιους, Λαζούς και άλλους της πολυεθνικής αυτοκρατορίας, ενώ μοιραζόμασταν τα θύματα στη διάρκεια των πολέμων, στο συντριπτικά μεγαλύτερο διάστημα συμβιώναμε και ανταλλάσσαμε στοιχεία των πολιτισμών μας. Αυτή είναι η αλήθεια. Κι αυτό το εκφράζει, με τον καλύτερο τρόπο, η γλυκύτατη Ντιλέκ Κοτς, που παντρεύτηκε με Ρωμιό, γέννησαν τον Αλέξανδρο και τραγουδάει με την ίδια φυσικότητα στα ελληνικά και τα τούρκικα. Εξάλλου, μερικοί από τους σπουδαιότερους συνθέτες και μουσικούς της κλασικής οθωμανικής μουσικής που διδάσκεται στα ωδεία της Τουρκίας ήταν Έλληνες. Ο Ζαχαρίας ο Χανεντέ, ο Γιάννης Κυριαζίδης ή Τζιβάνης, οι Γιώργος και Αλέκος Μπατζανός και πολλοί άλλοι βιολιστές, λυράρηδες και λαουτιέρηδες άφησαν σπουδαίο έργο, που είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα όταν ο ψάλτης και ερευνητής Νικηφόρος Μεταξάς που πρωτοστάτησε στη δημιουργία της ορχήστρας «Βόσπορος» τα παρουσίασε στο Ηρώδειο. Και πολλά αστικά και δημοτικά τραγούδια, γνωστά και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, έχουν κοινές ρίζες. Ρωμιοί τραγουδιστές σαν την Ευθαλία, με ελληνικό και τούρκικο ρεπερτόριο, έγιναν διάσημοι στην Τουρκία χωρίς ποτέ να πατήσουν το πόδι τους στην Ελλάδα.
Σήμερα, για πολλοστή φορά, η εξουσία της Τουρκίας εκτοξεύει απειλές, αλλά ταυτόχρονα οι φίλοι μας οι Άγγλοι εξακολουθούν να κατέχουν ένα μεγάλο μέρος της Κύπρου, οι φίλοι μας οι Αμερικανοί μας ρήμαξαν από τον εμφύλιο και μετά, και τώρα, οι φίλοι μας οι Γερμανοί μάς έχουν πατήσει άσχημα στο σβέρκο. Να μην ξεχνάμε, ότι η μεγάλη ευπιστία του Ελευθέριου Βενιζέλου, ενός σημαντικού πολιτικού ηγέτη, ότι οι Άγγλοι είναι πάντα μαζί μας, άνοιξε το δρόμο για την καταστροφή στη Μικρά Ασία όταν μας εγκατέλειψαν οι σύμμαχοι και τα βρήκαν με τους Τούρκους. Ενώ ο γερμανόφιλος βασιλιάς μας νόμιζε ότι σαν νέος Μέγας Αλέξανδρος θα φτάσει μέχρι την Ινδία, οδηγώντας μας στον Σαγγάριο και τον όλεθρο.
Γι’ αυτό ο δρόμος είναι η φιλία των λαών, που από τις ίδιες εξουσίες καταπιέζονται και ο αγώνας μας για την εθνική κυριαρχία, γιατί εάν δεν είμαστε κύριοι του εαυτού μας, μύρια κακά έπονται. Ούτε αγγλόφιλοι, ούτε γερμανόφιλοι, ούτε αμερικανόφιλοι, ούτε τουρκόφιλοι, ούτε ρωσόφιλοι, ούτε τιποτόφιλοι. Από ελληνόφιλους Έλληνες πάσχουμε, βασικά. Ας τους βρούμε και με όλους τους ειρηνόφιλους λαούς, ας συνεχίσουμε να τραγουδάμε σμυρνέικα και ό,τι άλλο τραβάει η καρδιά μας.