Το «σοκ» που δηλώνουν ότι νιώθουν η ευρωκρατία και οι ελίτ μετά τα αποτελέσματα των εκλογών σε δύο πρώην ανατολικογερμανικά κρατίδια ήταν αναμενόμενο. Όχι μόνο από τις δημοσκοπήσεις (που αυτή τη φορά έπεσαν λίγο-πολύ μέσα), αλλά κυρίως λόγω της οξύτητας του κοινωνικού ζητήματος –ιδίως σε τέτοιες «επαρχίες» της πάλαι ποτέ ατμομηχανής της Ε.Ε.– και εξαιτίας των εύλογων φόβων που προκαλεί η κλιμάκωση της Δυτικής πολεμικής αναμέτρησης με τη Ρωσία. Άλλωστε η επίμονη οικονομική κρίση και η γερμανική εμπλοκή σε πολεμικές συγκρούσεις και επεμβάσεις σε τρίτες χώρες αλληλοσυνδέονται, οι δε επιπτώσεις τους (και σε επίπεδο μεταναστευτικού) γίνονται όλο και πιο οδυνηρές για δεκάδες εκατομμύρια πολίτες.
Έτσι η πρωτιά της ακροδεξιάς AfD («Εναλλακτική για τη Γερμανία») στη Θουριγγία και η σχεδόν ισοπαλία της με τους Χριστιανοδημοκράτες στη Σαξονία στην πραγματικότητα δεν ήταν έκπληξη. Ταρακούνησε βέβαια το ήδη ασταθές και με πολλαπλά αδιέξοδα ομοσπονδιακό πολιτικό σύστημα, ιδίως αφού συνδυάστηκε με μια ισχυρή παρουσία του νέου κόμματος της Σάρα Βάγκενκνεχτ. Αντί να παριστάνουν τους εμβρόντητους λοιπόν οι κάθε λογής πολιτικοί και αναλυτές, θα έπρεπε να αναρωτηθούν για ποιους λόγους ψηφίζονται από τους πιο φτωχοποιημένους Γερμανούς τα τάχα «δύο άκρα που απειλούν την Ευρώπη και τη δημοκρατία». Δηλαδή να μην υποκρίνονται ότι δεν βλέπουν τις αιτίες μιας διευρυνόμενης δυσαρέσκειας που (διαψεύδοντας βολικές για το σύστημα ερμηνείες) εκφράζεται με αρκετούς τρόπους. Δηλαδή όχι μόνο με ψήφο στην ακροδεξιά.
Το εκλογικό αποτέλεσμα στη Θουριγγία και τη Σαξονία –οσονούπω και στο Βρανδεμβούργο– ανοίγει τα μάτια σε όποιον θέλει να δει τις πραγματικές διαστάσεις των αλληλοδιαπλεκόμενων προβλημάτων, που οι περισσότεροι «απλοί πολίτες» τα εκλαμβάνουν ως αιτίες μιας όλο και πιο αβίωτης ζωής. Τα προβλήματα αυτά (πτώση βιοτικού επιπέδου, αποσάθρωση κοινωνικού κράτους, μεταναστευτικό, επιπτώσεις του πολέμου κ.ο.κ.) αποτελούν γέννημα συγκεκριμένων επιλογών της ελίτ και του πολιτικού προσωπικού, και αποδιαρθρώνουν γοργά την κοινωνία και τους συνεκτικούς ιστούς της. Αυτά ισχύουν ακόμη περισσότερο στην πρώην Ανατολική Γερμανία, που μάλλον προσαρτήθηκε ως προτεκτοράτο (και σαν τέτοιο αντιμετωπίζεται μέχρι σήμερα από την ομοσπονδιακή εξουσία) παρά επανενώθηκε με τη Δυτική.
Εδώ βρίσκει χώρο να αναπτυχθεί τόσο μια ορισμένη ακροδεξιά όσο και μια ριζοσπαστική αμφισβήτηση των επιλογών της ελίτ. Δηλαδή το κοινωνικό σώμα εμφανίζεται διασπασμένο, και υπό την έννοια ότι η έκφραση της δυσαρέσκειας δεν έχει μία μόνο κατεύθυνση. Όσον αφορά την ακροδεξιά, οι ιστορικές αναλογίες με τη δεκαετία του 1930 μπορεί να εντυπωσιάζουν όσους θέλουν να εντυπωσιαστούν, αλλά δύσκολα στέκουν. Διότι η AfD δεν φαίνεται να έχει πάρει το χρίσμα της γερμανικής άρχουσας τάξης. Αντιθέτως, οι επιλογές της τελευταίας κινούνται σε πολύ διαφορετική κατεύθυνση. Σε μια κατεύθυνση προοπτικά αδιέξοδη βέβαια: η νυν χριστιανοδημοκρατική αντιπολίτευση μπορεί να αποτελεί εφεδρεία διαχείρισης, αλλά μέχρις ενός σημείου. Οι αντιφάσεις πολλαπλασιάζονται, τα περιθώρια συστημικής διεξόδου στενεύουν, και η (προσβλητική για τις λαϊκές τάξεις) αλαζονεία της ελίτ δεν κάνει τα πράγματα ευκολότερα γι’ αυτήν. Οι πιο οδυνηρές ζαλάδες μόλις άρχισαν.
Βιτριόλι
Οι επιθέσεις που δέχεται εδώ και χρόνια η Σάρα Βάγκενκνεχτ, η οποία μαζί με τον εξίσου δημοφιλή σύντροφό της Όσκαρ Λαφοντέν αποτελεί «μαύρο πρόβατο» της γερμανικής πολιτικής σκηνής, έφτασαν στο απόγειό τους μετά τις εκλογές της περασμένης Κυριακής στα ανατολικογερμανικά κρατίδια της Θουριγγίας και της Σαξονίας. Η αποχώρηση της Βάγκενκνεχτ από το κόμμα της Αριστεράς (όπου είχε καταστεί αδύνατη η «ειρηνική συνύπαρξη» με την άκρως προσαρμοσμένη ηγεσία του) και η δημιουργία του δικού της κόμματος μαζί με δεκάδες ακόμη στελέχη και προσωπικότητες, είχε ήδη οδηγήσει σε παροξυσμό το πολιτικό σύστημα και τις γραφίδες του. Είναι ενδεικτικό το πώς χαρακτηρίζει η συνήθως μετρημένη Ντόιτσε Βέλε το νέο κόμμα της Βάγκενκνεχτ: «Το BSW είναι ένα λαϊκιστικό κόμμα που συνδυάζει αριστερές οικονομικές πολιτικές, συντηρητικές απόψεις για το μεταναστευτικό, και φιλορωσικές πρωτοβουλίες εξωτερικής πολιτικής».
Οι περισσότεροι βέβαια είναι πολύ πιο βιτριολικοί από την Ντόιτσε Βέλε, η οποία είναι υποχρεωμένη να τηρεί κάποια προσχήματα «πολιτικού πολιτισμού». Για παράδειγμα εγχώριος αναλυτής με πολύ αριστερές περγαμηνές, αλλά και μακροχρόνια θητεία στα αστικά ΜΜΕ, χαρακτηρίζει με ευκολία το κόμμα της Βάγκενκνεχτ ως «υβρίδιο της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, του συντηρητισμού, του αντιμεταναστευτικού ρατσισμού και του ψευδο-αντιιμπεριαλισμού». Δεν είναι τυχαίο ότι τέτοιες επιθέσεις φιλοξενούνται με ενθουσιασμό από ένα ευρύτατο πολιτικό φάσμα, που ξεκινά από τη «φιλελεύθερη» κεντροδεξιά και φτάνει στα υποτιθέμενα άκρα μιας αριστεράς που αναμασά όλες τις συστημικές αιτιάσεις νοστιμίζοντάς τις με μια πρέζα ριζοσπαστισμού.
Ας σημειωθεί εδώ ότι η λασπολογία δεν είναι πλέον το μοναδικό όπλο που κραδαίνεται ενάντια στο κόμμα της Βάγκενκνεχτ. Η στριμωγμένη γερμανική ελίτ, που βλέπει το πολιτικό προσωπικό της να πέφτει από εξευτελισμό σε εξευτελισμό (με αποκορύφωμα το γοργό ξεφούσκωμα σωσιβίων όπως οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι), έχει θέσει σε λειτουργία κι άλλους, υπόγειους μηχανισμούς. Για παράδειγμα, λίγο πριν τις εκλογές στη Θουριγγία και τη Σαξονία «άγνωστοι» μπήκαν στα αρχεία του νέου κόμματος και έβγαλαν τα πλήρη στοιχεία 70.000 μελών του στη φόρα (με ό,τι σημαίνει αυτό για κάθε προοδευτικό πολίτη σε μια σιδηρόφρακτη «δημοκρατία» όπως αυτή του Βερολίνου). Κι από πάνω, τα γερμανικά ΜΜΕ χρησιμοποίησαν τη «διαρροή» για να καταφέρουν ένα ακόμη πλήγμα στην Βάγκενκνεχτ και το κόμμα της, κατηγορώντας τους ως ανίκανους να προστατεύσουν τα μέλη τους!
Παρ’ όλα αυτά φαίνεται ότι η ελίτ και τα «αριστερά» δεκανίκια της δεν θα ξεμπερδέψουν εύκολα με αυτά τα μαύρα πρόβατα. Το BSW κινείται μέχρι στιγμής σε 6-7% σε ομοσπονδιακό επίπεδο, και σε διψήφια ποσοστά στην πρώην Ανατολική Γερμανία – ακριβώς χάρη στη μέχρι τώρα στάση της «λαϊκίστριας-ακροαριστερής-κρυπτορατσίστριας» (διαλέγετε και παίρνετε) Βάγκενκνεχτ και των άλλων ηγετικών στελεχών του. Και βέβαια χάρη στις θέσεις τους για τα κοινωνικά προβλήματα που ταλανίζουν τη λαϊκή πλειοψηφία, και ιδίως το πιο φτωχοποιημένο τμήμα της, καθώς και ενάντια στην πολεμική εμπλοκή της Γερμανίας. Το τι διλήμματα και πιέσεις «υπευθυνοποίησης» θα αντιμετωπίσει το BSW από εδώ και μπρος, ιδίως σε επίπεδο κρατιδίων, είναι άλλο ζήτημα.