Εκείνο το βράδυ έβρεχε καταρρακτωδώς.

Στον ναό της Δήμητρας, στο κέντρο της πόλης, είχαν ανάψει μερικά λυχνάρια – διακριτικά.

Έξω από τον ναό είχε κουρνιάσει, προσπαθώντας να φυλαχτεί από τη βροχή, η φρουρά, έξι ρεμάλια από τα κατακάθια της πόλης, που δεν ήξεραν να πολεμάνε, αλλά ήξεραν να βαράνε.

Μέσα στον ναό οι τέσσερις ιερείς και πέντε-έξι άρχοντες είχαν ακροβολιστεί γύρω από την τράπεζα των τελετών και μασούλαγαν ένα τρυφερό αρνάκι ψητό, με λάδι, ρίγανη και μέλι, γλείφοντας τα δάκτυλά τους (μεταφορικώς και κυριολεκτικώς).

Τα νέα είχαν φθάσει στην πόλη το απόγευμα. Ο Λούκουλος είχε καταφθάσει στην Επαρχία της Ασίας, είχε αποβιβαστεί στην Πέργαμο και ανέβαινε βορειοανατολικά προς τη Βιθυνία.

«Έχει έρθει η ώρα της τελικής σύγκρουσης με τον Μιθριδάτη» μουρμούρησε βαρύθυμος ο Αρχέλαος σκουπίζοντας τη λίγδα απ’ τα δάκτυλά του με ένα παλιό ιμάτιο – κοινής χρήσης γι’ αυτήν τη δουλειά.

«Εμάς όμως θα γδάρει πάλι» βόγκηξε ο Αρχιερέας, «λουκούμι το αρνάκι» πετάχτηκε ο Θρασύβουλος, ο θησαυροφύλακας.

«Ας πιούμε στην υγεία του Ανθυπάτου» είπε ο Αρχέλαος και όλοι άδειασαν τα κύπελά τους άσπρο πάτο. «Το θέμα είναι», συνέχισε ο Αρχέλαος «τι θα μας ζητήσει αυτήν τη φορά και τι, εν τέλει, θα πάρει! Νομίζω ότι αυτή τη φορά πρέπει να επικαλεσθούμε λόγους ασφαλείας της πόλης μας. Αν μας αποδυναμώσουν πολύ οι Σύμμαχοί μας, θα κινδυνεύσουμε από τους Περγαμινούς. Κι αυτό δεν θα είναι καλό ούτε για μας, ούτε για τη Ρώμη, ούτε για την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή.»

«Καλή σκέψη, αντέτεινε ο τρίτος τη τάξει Ιερέας, αλλά αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Αν ο Λούκουλος έχει μαδήσει τους Περγαμινούς θα μαδήσει κι εμάς.»

Στη σιωπή που ακολούθησε ακουγόταν μόνον η βροχή που έδερνε τη στέγη και το χαρχάλεμα του δούλου που έριχνε λίγα ακόμα ξερά κλαριά στη φωτιά της εστίας.

«Εκτός και αν…» μονολόγησε ο Αρχιερέας. «Εκτός και αν ψήσουμε τους πολίτες να κάνουμε έρανο για τη σωτηρία της πόλης! Έτσι και τους Ρωμαίους θα μπουκώσουμε, και το Δημόσιο Ταμείο θα μείνει άθικτο!» – «Στα χέρια μας», συμπλήρωσε θριαμβευτικά ο θησαυροφύλακας.

«Σκάσε, Θρασύβουλε, όλο κρυάδες λες», μούγκρισε ο Αρχιερέας και ξανάπεσε με τα μούτρα στο αρνάκι.

«Πολύ ωραία!» έσπασε τη σιωπή του ο Δαμοκλής ο Χωλός, «αύριο θα συγκαλέσουμε Εκκλησία του Δήμου και θα ανακοινώσουμε στους πολίτες τα μέτρα που πρέπει να παρθούν χάριν της αγαπημένης μας πόλης!»

«Όχι εσύ, Δαμοκλή! Όλοι ξέρουν ότι τα παίρνεις από τους Ρωμαίους», χαμογέλασε μοχθηρά ο τρίτος τη τάξει Ιερέας.

«Όλοι τα παίρνουμε!» αγανάκτησε ο Δαμοκλής ο Χωλός! «Ναι, αλλά για σένα το ξέρουν» παρενέβη ο Αρχιερέας «άσε να κάνουν τη δουλειά ο Αρχέλαος και ο Κάσσανδρος που τους έχουν για δικούς τους. Και μάλιστα εσύ να τους πας κόντρα, να γίνουμε πιο πειστικοί, έχουν ζορίσει τα πράγματα. Σε πέντε-έξι μέρες ο Λούκουλος θα είναι εδώ. Να ετοιμάσουμε κι ένα ψήφισμα για τον θεϊκό αυτόν άνδρα, όλα να γίνουν σωστά, σύμφωνα με τους νόμους και τις παραδόσεις της ένδοξης πόλης μας.

Τελείωσε και το αρνάκι, τελείωσε και το κρασάκι, βγήκαν έξω στην βροχή οι προεστοί, να σπεύσουν στα σπίτια τους να φάνε το βραδινό τους και να πυρωθούν γλυκά-γλυκά στη φωτιά, πίνοντας λίγο ακόμα ζεστό κρασάκι – συνήθεια που την έμαθαν απ’ τους Ρωμαίους.

«Πού είναι η φρουρά;» ανέκραξε ο Δαμοκλής ο Χωλός, «την κοπάνησαν οι αληταράδες, μην τους μουλιάσει η βροχή!»

«Άντε να δει προκοπή η πόλη με τέτοιους ρεμπεσκέδες» είπε ο Αρχιερέας, τυλίχθηκαν όλοι στις κάπες τους και σκόρπισαν προς όλες τις κατευθύνσεις…

ΣΤΑΘΗΣ Σ.
23•II•2023

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!