Προχτές, καθώς πήγαινα να δουλέψω με μια ποδοσφαιρική ομάδα προσφύγων σε ένα πρόγραμμα ενδυνάμωσης, μου τηλεφωνούν να μου πουν ότι η ομάδα είχε δεχτεί, την προηγουμένη, επίθεση από χρυσαυγίτες στο γήπεδο.
Ταράχτηκα, σκεφτόμουν πώς πραγματικά μπορεί κάποιος να φανεί αλληλέγγυος προς αυτούς τους ανθρώπους, τι θα κάνουμε με τη φασιστική βία που έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο… τι θα μπορούσα να τους προτείνω… Σκεφτόμουν πόσο θα βοηθούσε να ήταν μεικτή ομάδα με Έλληνες και όχι μόνο πρόσφυγες. Σκεφτόμουν το πόσο εγώ φρικάρω με την προοπτική να αντιμετωπίσω χρυσαυγίτες. Φτάνει το λεωφορείο, γεμάτο, μαζί μου ανεβαίνει και ένας ηλικιωμένος κύριος πολύ φορτωμένος. Ο μόνος που σηκώνεται να του παραχωρήσει τη θέση του είναι ένας άντρας που φαίνεται ξένος – παραδοσιακές αξίες από παραδοσιακές κοινότητες, σκέφτομαι…
«Να ’σαι καλά παιδί μου, όλα τα καλά, από πού είσαι;».
«Από το Μπαγκλαντές».
«Την ευχή μου να έχεις».
Στη συνέχεια ο γέρος ρώτησε πώς κανείς μπορεί να πάει στο Παγκράτι. Αλλά και πάλι μόνο ο άντρας από το Μπαγκλαντές του δίνει συγκεκριμένες οδηγίες.
«Ο Θεός να σε έχει καλά».
Ο Μπαγκλαντεσιανός γυρνάει και μου λέει, μια και στεκόμουν δίπλα του: «Καλός άνθρωπος αυτός!».
Ζεστάθηκε η καρδιά μας, γεννήθηκε μια αίσθηση ελπίδας και γλυκύτητας. Μέσα στη βίαιη καθημερινή πραγματικότητα, μια συνδιαλλαγή με ανθρωπιά αλλάζει την αίσθηση της σκληράδας και της απόγνωσης. Φθάνω στην ομάδα μου και είναι άνθρωποι από Ιράν, Ιράκ, Αφγανιστάν. Μας λένε ότι οι δύο γυναίκες που συντονίζουμε την ομάδα, είμαστε οι μόνες γυναίκες Ελληνίδες που τους αντιμετωπίζουμε, «νορμάλ», φιλικά, και περιγράφουν με χιούμορ τις σκηνές στο δρόμο, όπου οι γυναίκες τους προσπερνούν γρήγορα προστατεύοντας τις τσάντες τους. Νιώθουν ξένοι και απομονωμένοι από τους Έλληνες και ας είναι οκτώ και δέκα χρόνια στην Ελλάδα και ας μιλάνε καλά ελληνικά. Αυτή η αίσθηση κοινωνικής μοναξιάς και περιθωριοποίησης είναι από τα πιο μεγάλα τους βάσανα. Η απόλαυση της συνδιαλλαγής μέσα στην ομάδα είναι αμοιβαία και από τη μεριά μας ως συντονιστριών.
Συνειδητοποιώ ξανά ότι η αλληλεγγύη εκφράζεται άμεσα σε μια συνδιαλλαγή ανθρώπινη που δεν πατρονάρει και κατευθύνει, αλλά απλά συνδέεται και μοιράζεται.
«Να ’σαι καλά παιδί μου, όλα τα καλά, από πού είσαι;».
«Από το Μπαγκλαντές».
«Την ευχή μου να έχεις».
Στη συνέχεια ο γέρος ρώτησε πώς κανείς μπορεί να πάει στο Παγκράτι. Αλλά και πάλι μόνο ο άντρας από το Μπαγκλαντές του δίνει συγκεκριμένες οδηγίες.
«Ο Θεός να σε έχει καλά».
Ο Μπαγκλαντεσιανός γυρνάει και μου λέει, μια και στεκόμουν δίπλα του: «Καλός άνθρωπος αυτός!».
Ζεστάθηκε η καρδιά μας, γεννήθηκε μια αίσθηση ελπίδας και γλυκύτητας. Μέσα στη βίαιη καθημερινή πραγματικότητα, μια συνδιαλλαγή με ανθρωπιά αλλάζει την αίσθηση της σκληράδας και της απόγνωσης. Φθάνω στην ομάδα μου και είναι άνθρωποι από Ιράν, Ιράκ, Αφγανιστάν. Μας λένε ότι οι δύο γυναίκες που συντονίζουμε την ομάδα, είμαστε οι μόνες γυναίκες Ελληνίδες που τους αντιμετωπίζουμε, «νορμάλ», φιλικά, και περιγράφουν με χιούμορ τις σκηνές στο δρόμο, όπου οι γυναίκες τους προσπερνούν γρήγορα προστατεύοντας τις τσάντες τους. Νιώθουν ξένοι και απομονωμένοι από τους Έλληνες και ας είναι οκτώ και δέκα χρόνια στην Ελλάδα και ας μιλάνε καλά ελληνικά. Αυτή η αίσθηση κοινωνικής μοναξιάς και περιθωριοποίησης είναι από τα πιο μεγάλα τους βάσανα. Η απόλαυση της συνδιαλλαγής μέσα στην ομάδα είναι αμοιβαία και από τη μεριά μας ως συντονιστριών.
Συνειδητοποιώ ξανά ότι η αλληλεγγύη εκφράζεται άμεσα σε μια συνδιαλλαγή ανθρώπινη που δεν πατρονάρει και κατευθύνει, αλλά απλά συνδέεται και μοιράζεται.
Σχόλια