Νίκος Μαραντζίδης, Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2010
Κυκλοφόρησε την άνοιξη το έργο του Νίκου Μαραντζίδη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, που αναφέρεται στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Το βιβλίο ήταν, κατά κάποιο τρόπο, αναμενόμενο. Ο συγγραφέας, μαζί με τον καθηγητή του Γέιλ Στάθη Καλύβα αλλά και άλλους, εκπροσωπεί ένα «νέο ρεύμα» ιστοριογραφίας για τη δεκαετία του ’40 που είχε παρουσιαστεί με ανακοινώσεις σε συνέδρια, παρεμβάσεις στον Tύπο και συλλογικούς τόμους άρθρων – αλλά όχι με ένα συνθετικό έργο. Δέκα χρόνια κράτησε η αναμονή για ένα αποτέλεσμα με περιεχόμενο αναμενόμενο και αυτό.
Το βιβλίο έχει ένα κύριο χαρακτηριστικό, την αναπαραγωγή, σύνθεση και εκ νέου στοιχειοθέτηση όλων των χαρακτηριστικών που προσέδιναν στον ΔΣΕ οι αντίπαλοί του, σύγχρονοι και μεταγενέστεροι. Δηλαδή, ότι ήταν ένας στρατός που στηριζόταν, σε συντριπτικό βαθμό, από την εξωτερική βοήθεια, ένας στρατός κομματικός μιας ηγεσίας επικίνδυνης, ένας στρατός που στη σύνθεσή του βάραιναν αποφασιστικά οι σλαβομακεδόνες μειονοτικοί, οι επιστρατευμένοι ανήλικοι και ανήλικες, αιχμάλωτοι αγράμματοι χωριάτες που το ΚΚΕ κρατούσε ομήρους τα παιδιά τους. Πρόκειται για μια επιθετική παρουσίαση που παρουσιάζει όλα τα παραπάνω, ως αποδεδειγμένα πλέον, ενάντια, μάλιστα, σε μια προηγούμενη στρατευμένη ιστοριογραφία που υποτίθεται ότι κυριαρχούσε στο δημόσιο λόγο.
Μια σκηνοθετημένη ιστορία
Δεν θα επιμείνουμε σε αυτή τη σύντομη παρουσίαση στην ανασκευή των επιχειρημάτων Μαραντζίδη. Το καινούργιο στοιχείο είναι ότι τα επιχειρήματα αυτά ενισχύονται από νέα τεκμηρίωση, μέσα από αρχεία ελληνικά και των ανατολικών χωρών. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για προκατασκευασμένα σχήματα που χτίζονται με επιλεκτική χρήση των πηγών.
Το κύριο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής είναι η απουσία οποιουδήποτε πλαισίου. Ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει τον ΔΣΕ χωρίς τον Εμφύλιο, χωρίς τον αντίπαλό του Εθνικό Στρατό και το μπλοκ, εγχώριο και διεθνές που τον στηρίζει, χωρίς φυσικά καμία αναφορά σε κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις που δημιουργούν και συντηρούν έναν εμφύλιο. Υπάρχει μόνο ο ΔΣΕ, το ΚΚΕ, ο Στάλιν, οι λαϊκές δημοκρατίες, τα κίνητρά τους και οι παράλογοι σχεδιασμοί τους. Τα εντελώς απαραίτητα, πότε και γιατί άρχισε ο εμφύλιος θεωρούνται λυμένα: από το 1943 το ΚΚΕ ξεκίνησε για την κατάληψη της εξουσίας και αφού απέτυχε στα Δεκεμβριανά, με τον Ζαχαριάδη και την έξωθεν υποστήριξη ξεκίνησε και πάλι.
Αφαιρουμένου ή αλλοιωμένου του ιστορικού πλαισίου, χωρίς σύγκριση και βάθος, μπορούν φυσικά να αλλάζουν οι διαστάσεις των γεγονότων και να χρησιμοποιείται κατά βούληση οποιαδήποτε πηγή, από την πλέον επίσημη μέχρι την τελευταία μαρτυρία. Ακόμη κι έτσι όμως, είναι να απορεί κανείς με τις αντιφάσεις στην παρουσίαση ενός στρατού που δέχεται σημαντική βοήθεια από τους βόρειους γείτονές του και μερικές σελίδες παρακάτω είναι σε κακά χάλια και οδηγείται στο πλιάτσικο περιουσιών και ανθρώπων. Για όλα, όμως, αυτά τα ζητήματα και άλλα, έχουν γραφτεί σοβαρές κριτικές στον Τύπο (Αυγή, Τα Νέα) από ιστορικούς που έχουν γνώση και άποψη για την περίοδο.
Η απήχηση και το «νέο ρεύμα»
Ένα γενικότερο ζήτημα που έχει τη σημασία του είναι η εκδοτική επιτυχία του βιβλίου και η σημαντική θέση και απήχηση που έχουν στην ιστοριογραφία και στη δημόσια συζήτηση ερμηνείες που, αν μη τι άλλο, χρησιμοποιούν επιλεκτικά την ιστορία για να προωθήσουν ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις. Το ότι το αυτοπροσδιοριζόμενο ως «νέο ρεύμα» έχει σημαντικές προσβάσεις δεν είναι κάτι που πρέπει να εκπλήσσει. Τις έχει, κατά τη γνώμη μου, ως ιδεολογικός χώρος και όχι παρουσιάζοντας κάποιο σημαντικό και πρωτότυπο έργο. Και αυτό γιατί επαγγέλλεται έναν «προοδευτικό» (αντιολοκληρωτικό, αντιεθνικιστικό, αντικρατικό) λόγο που είναι, όμως, ενάντια στην Αριστερά, τότε και τώρα (χαρακτηριστικές οι τοποθετήσεις του «ρεύματος» για τον Δεκέμβρη του 2008). Σε αυτό μπορεί να συγκινήσει και νέους επιστήμονες και ένα χώρο της διανόησης, που μέρος της ανδρώθηκε μεν στην Αριστερά και στα περιοδικά της, μια προηγούμενη περίοδο, αλλά θέλει να πετάξει για αλλού (βλέπε και το άρθρο του Νικόλα Σεβαστάκη, Οι νέοι φιλελεύθεροι, Ελευθεροτυπία, 19/06/2010).
Για να ξαναγυρίσουμε στο βιβλίο και την απήχησή του, δεν θα πρωτοτυπήσουμε αν πούμε ότι σε συνθήκες άμβλυνσης των ιδεολογικών σταθερών και διάψευσης του «τέλους της ιστορίας» από τη συνεχή επιδείνωση των όρων ζωής των ανθρώπων, το παρελθόν αποτελεί και πάλι την πηγή άντλησης παραδείγματος, προσανατολισμού και κυρίως ταυτότητας. Για το λόγο αυτό, η ιστορία «πουλάει» και, φυσικά, γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης αντιμαχόμενων πολιτικών, που ψάχνουν σε αυτήν την επιβεβαίωσή τους. Η άμβλυνση των κριτηρίων, τόσο για τη συγγραφή της ιστορίας όσο και για την παρουσία της στο δημόσιο λόγο, δεν είναι άμοιρη της ιστορικής συγκυρίας. Σε αυτό το επίπεδο, η σοβαρή και όχι εύκολη αντιπαράθεση απέναντι σε εκδοχές που, πατώντας στη συγκυρία, παρουσιάζουν τις προσπάθειες για κοινωνική απελευθέρωση ως υπεύθυνες για μύρια όσα περασμένα, προσπαθώντας βασικά να τις ακυρώσουν στο σήμερα, είναι μια πρόκληση.
Γιάννης Σκαλιδάκης