Φωτογραφία του Τάσου Βρεττού από την έκθεση «Τ(ρ)όποι Λατρείας», στο Μουσείο Μπενάκη, στην Πειραιώς

 

Για την ακρίβεια, μια άλλη βιόσφαιρα μέσα στην πόλη που είναι αφανής και άγνωστη. Μια βιόσφαιρα που συγκροτείται από πολλούς πυρήνες, διαφορετικούς και ασύνδετους μεταξύ τους, με μόνο κοινό χαρακτηριστικό ότι αποτελούνται από ανθρώπους ξένους, μετανάστες και πρόσφυγες που ζουν στην Ελλάδα. Εδώ και χρόνια γίνεται μια άγονη και ρηχή συζήτηση γύρω από το θέμα της δημιουργίας ενός τζαμιού για τους μουσουλμάνους που ζουν στην Αθήνα, χωρίς κατάληξη. Αλλά δεν είναι μόνο οι μουσουλμάνοι χωρίς αναγνωρισμένο χώρο λατρείας. Το πρόβλημα αφορά πάρα πολλούς ανθρώπους που ανήκουν σε διαφορετικά θρησκευτικά δόγματα. Και επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούν να περιμένουν πότε θα δοθεί επισήμως λύση προκειμένου να ασκήσουν τα λατρευτικά τους καθήκοντα, φροντίζουν οι ίδιοι, με πολλές δυσκολίες, να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους με πρακτικό και ευρηματικό τρόπο.

Αυτή τη διάσπαρτη βιόσφαιρα, τη μυστική και μυστικιστική, αποκάλυψε και αποτύπωσε με τη φωτογραφική του μηχανή ο Τάσος Βρεττός, γνωστός φωτογράφος στο χώρο των τεχνών, του Τύπου και της διαφήμισης. Επί τρία χρόνια ανακάλυπτε, γυρίζοντας και ρωτώντας, τους τόπους λατρείας που έχουν δημιουργήσει και χρησιμοποιούν οι ξένοι μετανάστες και πρόσφυγες που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας είναι συγκλονιστικό, από κάθε άποψη. Πρώτα-πρώτα, οι φωτογραφίες είναι καλλιτεχνικά εξαιρετικές. Οι γωνίες και τα στιγμιότυπα, στον τόπο και το χρόνο που συμβαίνουν, φωτίζουν στην κυριολεξία κόσμους αλλιώτικους, πολιτισμικά, κοινωνικά και εθνολογικά. 44 τόποι λατρείας απεικονίζονται στις δεκάδες φωτογραφίες που εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη, στην οδό Πειραιώς. Τρόποι και τόποι λατρείας διαμορφωμένοι από φτωχούς ανθρώπους, ξεριζωμένους, που προσπαθούν χωρίς μέσα και χωρίς χορηγίες, να αναπαραστήσουν σε ξένο γι’ αυτούς περιβάλλον, συχνά αφιλόξενο, το δικό τους χώρο με ψήγματα και υποκατάστατα του αυθεντικού.

Μαύροι, Ινδιάνοι, μελαμψοί, λευκοί και κίτρινοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, με ποικίλες ενδυμασίες ανάλογα με την προέλευσή τους, σε χώρους που είναι διακοσμημένοι με εικόνες των ιερών τους προσώπων, με καντήλια, κεριά ή προβολείς, πανό και επιγραφές, λιτοί ή φαντασμαγορικά στολισμένοι με πολύχρωμες κορδέλες, σημαίες, λάβαρα, μπαλόνια, αληθινά και ψεύτικα λουλούδια, αγάλματα και ζωγραφιές, κάθε τόπος μια άλλη αισθητική και μια άλλη ατμόσφαιρα. Όλα αυτά βγαίνουν πολύ ζωντανά μέσα από τις φωτογραφίες του Βρεττού. Κι αυτό το επιβεβαίωσα ένα βράδυ που τον ακολούθησα σε μια επίσκεψή του στην πλατεία Μεταξουργείου, σε ένα χώρο λατρείας που στήθηκε πρόσκαιρα και διαμορφώθηκε κατάλληλα για να πραγματοποιηθεί μια βαρυσήμαντη τελετή των Σενεγαλέζων μουσουλμάνων.

 

Από τη Σενεγάλη στην Ελλάδα

Η κοινότητα νοίκιασε για ένα εικοσιτετράωρο την αίθουσα του κέντρου διασκέδασης «Χαλκιάς Παλάς», επί της πλατείας Καραϊσκάκη, όπου επί χρόνια ο διάσημος κλαρινίστας ΠετροΛούκας Χαλκιάς διασκέδαζε τους Ηπειρώτες της πρωτεύουσας. Ο χώρος που κάνουν τακτικά τις μαζώξεις τους, ένα διαμέρισμα σε πολυκατοικία, δεν προσφέρεται για μεγάλες διοργανώσεις. Περίπου 200 άτομα, άντρες στην πλειονότητα, κάθονταν στο δάπεδο που ήταν καλυμμένο από χαλιά διαφόρων μεγεθών, χρωμάτων και σχεδίων και σε μερικές σειρές καρέκλες στο πίσω μέρος. Οι περισσότεροι ήταν ντυμένοι με μακριές ρόμπες, μπεζ, πράσινες, μπλε, κίτρινες ή τρικολόρε, με κάλτσες ή παντόφλες, χωρίς τα παπούτσια που τα άφηναν στην είσοδο. Οι λίγες γυναίκες που παραβρίσκονταν κάθονταν στον εξώστη και το μόνο που υποδήλωνε ότι συμμετείχαν στα δρώμενα ήταν η εμφάνισή τους με τα πιο εξεζητημένα –για τα δικά μας γούστα- φορέματα, με δυνατά εκτυφλωτικά χρώματα σε πολύ εκκεντρικούς συνδυασμούς και με ασυνήθιστα στη φόρμα καπέλα και καλύμματα του κεφαλιού.

Μας υποδέχτηκαν πολύ φιλικά κι αφού μας κέρασαν σενεγαλέζικο καφέ με ωραία γεύση και άρωμα, επέστρεψαν στα καθήκοντά τους αφήνοντάς μας ελεύθερους να χαζεύουμε και να σχολιάζουμε, να τραβάμε φωτογραφίες και να μαγνητοσκοπούμε ό,τι συνέβαινε. Όλα ήταν πολύ οργανωμένα∙ με τρεις υπολογιστές και ένα προτζέκτορα έδιναν εικόνες και βίντεο στις δύο οθόνες που βρίσκονταν δεξιά κι αριστερά από το υπερυψωμένο βήμα των ομιλητών και πολλοί χρησιμοποιούσαν τα τηλέφωνά τους για μηνύματα στην πατρίδα, ενώ κάποιος είχε αναλάβει να συγκεντρώσει χρήματα περιφέροντας ένα δίσκο, ένας άλλος μάζευε τα άδεια ποτήρια και ένας τρίτος σερβίριζε συχνά με μπρίκι ένα ζεστό ρόφημα στους συμπατριώτες του που είτε παρακολουθούσαν σιωπηρά, είτε συνομιλούσαν μεταξύ τους, είτε διάβαζαν τα ιερά βιβλία που μοιράζονταν στους ενδιαφερόμενους, ενώ μια ομάδα των είκοσι περίπου ατόμων τραγουδούσε για πολλή ώρα σε μια διαρκή κυκλική κίνηση με μικρόφωνο μόνο στον κεντρικό «ψάλτη» που κάθε λίγο άλλαζε.

Στην αρχή, από τα μεγάφωνα ακούγονταν τραγούδια με θρησκευτικό περιεχόμενο με φωνές που θύμιζαν τον Σαλίφ Κεϊτά, στο χρώμα και το ύφος, αλλά στη συνέχεια, οι φωνές των «τραγουδιστών» που ερμήνευαν κάθε ύμνο επί μακρόν με εξαντλητικές επαναλήψεις και αυξομειώσεις, α καπέλα, μου υπενθύμιζαν πόσο έχει τις ρίζες της στην Αφρική η σύγχρονη γλώσσα του ροκ, από τις ποπ μπαλάντες μέχρι το heavy metal. Και όλα στη γλώσσα τους, για την ακρίβεια στις γλώσσες τους τις οποίες οι Γάλλοι, αν και επέβαλαν τη γαλλική που ισχύει μέχρι σήμερα σαν επίσημη γλώσσα του κράτους, δεν κατάφεραν να εξαλείψουν.

Ανεξάρτητη από το 1960, η Σενεγάλη υπέστη τις αγριότερες επιπτώσεις της αποικιοκρατίας, διεκδικούμενη από Άγγλους, Πορτογάλους, Ολλανδούς και Γάλλους που τελικά την οικειοποιήθηκαν και την χρησιμοποίησαν όχι μόνο για τη λεηλασία των πρώτων υλών της, αλλά και σαν διαμετακομιστικό κέντρο στο δουλεμπόριο που ρήμαξε τους πανάρχαιους πολιτισμούς και εξολόθρευσε εκατομμύρια ιθαγενείς. Επιπτώσεις που συνεχίζονται μέχρι σήμερα, αφού όλη η περιοχή της δυτικής Αφρικής ταλαιπωρείται από τις ξένες επεμβάσεις και τους εμφυλίους πολέμους που υποκινούνται και εξοπλίζονται από τους «πρώην» αποικιοκράτες που δεν είναι διατεθειμένοι να παραιτηθούν από την πλούσια λεία που διαθέτει η μαύρη ήπειρος. Πόλεμοι, λιμοί, αρρώστιες και μετανάστευση εξακολουθούν, υπό την αιγίδα των ξένων κηδεμόνων, να μαστίζουν την όμορφη Σενεγάλη, αναγκάζοντας τους νέους ανθρώπους να αναζητήσουν αλλού ζωή. Δυο χιλιάδες ήταν οι Σενεγαλέζοι που είχαν εγκλωβιστεί στην Ελλάδα μέχρι την αρχή της κρίσης που έδιωξε τους περισσότερους για χώρες που ακόμα μπορούν να βρουν δουλειά με ειρήνη.

Η τελετή με ομιλίες και ύμνους συνεχίστηκε μέχρι τα ξημερώματα με ένα διάλειμμα για φαγητό, κρέας στο φούρνο, το οποίο σερβιρίστηκε σε μεγάλα στρογγυλά ταψιά γύρω από τα οποία κάθονταν τέσσερα μέχρι έξι άτομα, χωρίς αλκοόλ, με καφέ, τσάι και αναψυκτικά.

Αυτό που αποκόμιζε κανείς από αυτή τη σύντομη επαφή με τους Σενεγαλέζους μουσουλμάνους ήταν η ευκολία με την οποία μπορεί κανείς να συνυπάρξει, ανεξάρτητα από το χρώμα, τη θρησκεία και τη γλώσσα, με ανθρώπους που προέρχονται από μακρινούς και άγνωστους σε μας πολιτισμούς. Αρκεί να υπάρχει καλή θέληση και διάθεση για κατανόηση. Είναι εντυπωσιακό πώς αυτοί οι άνθρωποι, με εντελώς άλλη κουλτούρα, κι από εντελώς διαφορετικό φυσικό περιβάλλον, προσπαθούν να ενταχθούν στο δικό μας πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο. Πολλοί απ’ αυτούς, εκτός από τη δική τους γλώσσα και τα γαλλικά, μιλούν καλά ελληνικά και είναι ανοιχτοί σε κάθε τι καινούργιο και διαφορετικό. Από την φιλοξενία μας στον τόπο λατρείας και από την όλη εξέλιξη της τελετής τους, ήταν φανερό ότι οι λαοί μπορούν άνετα να συνυπάρξουν όταν δεν δηλητηριάζονται από τον εθνικισμό κι όταν δεν τυφλώνονται από το ρατσισμό υποκινούμενοι κατά κανόνα από τα οργανωμένα συμφέροντα που θέλουν τους λαούς διχασμένους και τις χώρες υποταγμένες.

 

44 τόποι λατρείας στο λεκανοπέδιο

Χριστιανοί Ορθόδοξοι και Κόπτες από την Αίγυπτο και την Αιθιοπία, Καθολικοί από τις Φιλιππίνες και Προτεστάντες-Ευαγγελιστές κάθε είδους, Πεντηκοστιανοί, Γιεχωβάδες, Μεθοδιστές κ.ά. από την Γκάνα, την Ινδονησία και το Ιράκ, Μουσουλμάνοι Σιίτες και Σουνίτες, από το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, το Ιράν ή τη Νιγηρία, Βουδιστές από τη Σρι Λάνκα και Ινδουιστές διαφορετικών γκουρού, Ινδοί Σιχ και Ινδοί μουσουλμάνοι, και πολλές αιρέσεις από την Αφρική και την Ασία, διανθισμένες σε αρκετές περιπτώσεις από παγανιστικά στοιχεία πανάρχαιων δοξασιών, χιλιάδες άνθρωποι λατρεύουν τους θεούς τους σε διαμερίσματα, καταστήματα, αποθήκες, ακόμα και σε υπαίθριους χώρους.

Εξαίρετος ο Βρεττός, έκανε δουλειά με ευεργετική επίδραση στην κοινωνία που δεν θα μπορούσαν να την κάνουν 100 οργανώσεις μαζί! Και έδωσε στους ίδιους τους περιθωριοποιημένους μετανάστες μια υπόσταση, τους έβγαλε από το σκοτεινό σημείο της κοινωνίας.

Οι κάτοικοι της πόλης, οι εντόπιοι, βαριά τραυματισμένοι από την οικονομική κατάπτωση και βαθιά απογοητευμένοι από το πολιτικό προσωπικό της χώρας, γίνονται εύκολα καχύποπτοι, επιφυλακτικοί έως και εχθρικοί απέναντι σ’ αυτήν την ζωντανή αλλά μερικώς θεατή πλευρά της κοινωνίας. Την οποία όσο πιο πολύ τη γνωρίζεις, όχι μέσα από τα στερεότυπα της τηλεόρασης και των πολιτικών ή τις φυλετικά στιγματισμένες ανακοινώσεις της αστυνομίας, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεσαι ότι πρόκειται για ένα πολιτισμικό θησαυρό που η αξιοποίησή του θα ξαλάφρωνε τους ίδιους τους δέκτες της περιφρόνησής μας και θα εμπλούτιζε ευχάριστα την πόλη μας που έχει υποστεί σκληρή αλλοίωση των χαρακτηριστικών της.

Εάν αναδειχτεί αυτή η αθέατη πλευρά της Αθήνας, η πόλη θα γίνει πιο ανοιχτόκαρδη, θα επιτρέψει σε άγνωστους πολιτισμούς να εκδηλωθούν πιο ολοκληρωμένα και φανερά. Κυρίως νέοι άνθρωποι με πολύ ζωντάνια και όρεξη για να τα καταφέρουν, επί ίσοις όροις, θα έδιναν μια ώθηση στην κοινή προσπάθεια επιβίωσης. Η πόλη χρειάζεται, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, και νέο αίμα που θα τονώσει τις συνοικίες με τα κλειστά μαγαζιά, τα λερωμένα πεζοδρόμια, τους μουντζουρωμένους τοίχους και τα κατεβασμένα ρολά, στις οποίες κυκλοφορούν πολλοί άκεφοι άνθρωποι, ανήσυχοι, ανάμεσα σε ζητιάνους, ναρκομανείς, πορτοφολάδες και ξένους που φαντάζουν τρομακτικοί.

Τα καλλιτεχνικά τους συγκροτήματα, θα μπορούσαν να κάνουν παραστάσεις όχι μόνο στα αντιρατσιστικά φεστιβάλ, αλλά και στους δήμους, τις συλλογικότητες, ακόμα και στα σχολεία που πηγαίνουν και τα δικά τους παιδιά.

Εάν μαθαίναμε περισσότερα για τους ξεχωριστούς πολιτισμούς των ξένων στην πόλη, με τις πολύχρωμες φορεσιές, τις ξεχωριστές κουζίνες και τις πλούσιες μουσικές, είναι πολύ πιθανό ότι θα περιοριζόταν ο φόβος και η προκατάληψη που τώρα σιγοτρώει το μεδούλι μας. Και τα κακοποιά στοιχεία, που υπάρχουν σε όλες τις θρησκείες και τις φυλές, θα απομονώνονταν και θα ξεμπροστιάζονταν από τις ίδιες τους τις κοινότητες, πράγμα πολύ πιο αποτελεσματικό από αστυνομίες και δικαστήρια.

Η δουλειά που έκανε ο Μιχάλης Καλκάνης με το ηχητικό υλικό που κατέγραψε στις φωτογραφικές περιηγήσεις του Τάσου Βρεττού και με βάση αυτό δημιούργησε κάτι μουσικά θαυμαστό και καινούργιο, αποτελεί ένα χειροπιαστό δείγμα για το τι μπορεί να κάνει κανείς με το υλικό που φέρνουν μαζί τους οι μετανάστες και οι πρόσφυγες. Ευτυχώς το μουσικό μέρος υπάρχει σε CD, όπως και οι φωτογραφίες σε ένα άλμπουμ με τα κείμενα που έγραψαν σημαντικοί πνευματικοί άνθρωποι εμπνευσμένοι από την έκθεση του Τάσου Βρεττού μεταξύ των οποίων ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Φώτης Τερζάκης κ.ά. Να μην ξεχνάμε ποτέ ότι η αφρικανική τέχνη μάγεψε μεγάλους καλλιτέχνες στη Δύση, πρωτίστως μουσικούς και ζωγράφους, που την αντιγράψανε, τη διασκευάσανε ή τη μεταπλάσανε δημιουργικά εμπλουτίζοντας με θαυμαστό τρόπο τις τέχνες στο δυτικό κόσμο.

Μ’ αυτές τις σκέψεις, αποχαιρετίσαμε τον ευγενέστατο Μάρα με την υπόσχεση ότι θα ξαναβρεθούμε…

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!