Η ομιλία του Νίκου Λάιου * στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου «Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε…», του Ρούντι Ρινάλντι

 

Κατά την επίσκεψη μου σε ένα βιβλιοπωλείο τις προηγούμενες μέρες άκουσα από τον βιβλιοπώλη την φράση «δέκα-δέκα τα δίνουμε» αναφερόμενος στο βιβλίο του Ρούντι Ρινάλντι. Μου προέκυψε ο εξής προβληματισμός: γιατί και πώς ο κόσμος ενδιαφέρεται για το βιβλίο του Ρινάλντι; Δηλαδή, τι έχει να προσφέρει ένα τέτοιο βιβλίο σήμερα;

Η λέξη πένθος παράγεται από τον παρακείμενο του ρήματος πάσχω (πέπονθα). Υπάρχουν διάφορες  σημασίες του πάσχω, αλλά ας μείνουμε στη σημασία: βιώνω κάτι (συνήθως χωρίς πολλή δράση), δηλαδή υπομένω, υποφέρω. Κατ’ επέκταση, πενθώ σημαίνει βιώνω (με οδύνη) μια απώλεια, έναν θάνατο, εν τη απουσία (λίγο-πολύ) δράσης.

Εμείς, σαν κοινωνία, τι απωλέσαμε τον τελευταίο ένα χρόνο;  Πολλά, πολύ περισσότερα από όσα οφείλονται στις φυσιολογικές φθορές του χρόνου  κι αυτά, ακόμα προς απολογισμό. Μιλώντας για τα πιο πολύτιμα:  χάσαμε ανθρώπους, τουλάχιστο με την έννοια των σχέσεων που ράγισαν κι έσπασαν μες στην καταιγίδα, χάσαμε κι εμάς τους ίδιους – πλευρές, αντιλήψεις, στάσεις μας, κομμάτια της ταυτότητάς μας. Αυτό καλό είναι να μην ξεχνιέται, να μην υποτιμάται, είναι σπουδαία πτυχή της ζωής, είναι στο κέντρο της ζωής – είτε θες να την αναπαραγάγεις ως έχει, είτε θες να την αλλάξεις. Ως κοινωνία αυτό ζούμε σε μεγάλο βαθμό, το πένθος για μια απροσμέτρητη απώλεια.

Συνήθως, στην κομματική αριστερά υπάρχει μια λαχτάρα για δράση.Μια δράση, εννοεί, αδιάκοπη, ορατή, αλλά και ταξινομημένη ευκρινώς ως «αριστερή», δηλαδή με συγκεκριμένα σύμβολα, τελετουργίες, ιερούς χώρους συνάθροισης, απόκρυφες λέξεις για τους μυημένους κ.λπ. Οι κοινωνίες, όμως, από εποχές πανάρχαιες, έχουν επινοήσει διαδικασίες, πλαίσια, θεσμούς, συμβολισμούς ώστε να δίνονται στους ανθρώπους χώροι να πενθήσουν.Οι χώροι αυτοί χαρακτηρίζονται από αδράνεια παρά από δράση.Αν και στις επινοήσεις τέτοιων χώρων υπάρχει το στοιχείο της άσκησης κοινωνικού ελέγχου, σε κρίσιμες φάσεις για τον άνθρωπο και την κοινότητα, κι αυτή είναι η μια πλευρά τους, η άλλη πλευρά αφορά τη σοφή παροχή της δυνατότητας να μπορέσει ο άνθρωπος να βιώσει την απώλεια, χωρίς να την κουβαλάει αθρήνητη μέσα του στην υπόλοιπη ζωή του, κάτω από στρώματα άγχους, θλίψης, επιθετικότητας, αυτοκαταστροφής κ.ά. Οι ειδικοί της ψυχικής υγείας, μάλιστα, μας λένε ότι το αβίωτο πένθος τρυπώνει σε μια ψυχική κρύπτη κι από εκεί, μέσα απ’ τις σχέσεις, μεταδίδεται από τη μια γενιά στην άλλη, ταξιδεύει πολύ μακριά ως ένα ασυνείδητο, αλλά βαρύ, τραυματικό φορτίο. Υπάρχει, λοιπόν, κι αυτή η πλευρά – και ας μην την υποτιμάμε, λέω ξανά.

Ας διευκρινίσω ότι δεν είμαι ψυχολόγος, ούτε αισθάνομαι ότι ψυχολογιοποιώ πολιτικά ζητήματα, απλά προσπαθώ μόνο να πω τρία περίπου πράγματα:  Πρώτο, ότι ο κόσμος είναι πολύ πιο πλούσιος από ό,τι συνήθως διακρίνει η κομματική αριστερά, μέσα από τις επάλληλες σχάσεις και αφαιρέσεις, στις οποίες η ίδια προβαίνει προκειμένου να φτάσει στο πολιτικό. Δεύτερο, ότι η κομματική αριστερά μεταφέρει πολλά παλιά τραύματα, κάποια απ’ αυτά παρακαταθήκες άλλων γενιών, χωρίς να τα επεξεργάζεται (ο εκλογικευμένος εξορκισμός δεν συνιστά απαραίτητα επεξεργασία). Και τρίτο, ότι παρ’ όλα αυτά η κομματική αριστερά αντί να επεξεργαστεί το φρέσκο τραύμα της, ενός ναυαγισμένου εγχειρήματος για βαθιές αλλαγές στη χώρα, αντί να βγάλει συμπεράσματα απ’ αυτό για τον εαυτό της, την κοινωνία, τις δυνατότητες και τις ελλείψεις που έχουμε μπροστά μας, επιχειρεί ατελέσφορα να το κρύψει κάτω από μια ενεργητικότητα τεχνητή. Μια ενεργητικότητα, εξάλλου, που στο βάθος της συχνά φέρει ένα αυτοαναφορικό κι απολογητικό μήνυμα: ότι, «κοιτάχτε με, δεν ήμουνα εγώ σαν αυτούς που κυβερνάνε τώρα – εγώ γενικά πάλευα και παλεύω – κι αυτό φτάνει για να είμαι κάτι ολότελα άλλο απ’ αυτούς».

Απ’ την άποψη αυτή, το βιβλίο του Ρινάλντι είναι μια προσφορά χώρου,χώρου αναμέτρησης με το τραύμα, χώρου αναστοχασμού και επεξεργασίας  και γι’ αυτό και μόνο, είναι κάτι διαφορετικό σε ό,τι επικρατεί στην πιάτσα της κομματικής αριστεράς.

Σήμερα, πλατιά τμήματα της κοινωνίας βρίσκονται σε έναν υπόκωφο καθημερινό διάλογο. Ο μόνος τρόπος για να μην γίνει κατανοητή η ύπαρξη αυτής της «κινούσας ακινησίας» (ας μου επιτραπεί το παραδοξολόγημα) της δυναμικής επεξεργασιών που έχει μέσα της, είναι να αναλώνεσαι στους διασταυρούμενους κυρίαρχους λόγους , περιλαμβανομένης της κομματικής αριστεράς. Η κοινωνία δεν αποτελείται από χαϊβάνια, έχει καταλάβει πολλά, δεν μπορεί να καταλάβει άλλα τόσα. Είναι φυσιολογική κοινωνία δηλαδή και όχι ένας Κοντορεβυθούλης μπρος σε κάποια γιγάντια αριστερά. Μάλλον το αντίθετο ισχύει. Την ώρα αυτή που μιλάμε, μεγάλα τμήματα της κοινωνίας ψηλαφούν και αναμετρούνται μόνα τους με τεράστια κι αξεδιάλυτα ζητήματα – ξένη κηδεμονία, χαντάκωμα της δημοκρατίας, γενικό ξεπούλημα και διάλυση της χώρας, βίαιος κλονισμός της Ε.Ε., προσφυγιά, πυκνά σύννεφα πολέμου από πάνω μας  και, κυρίως, έλλειψη πρότασης απέναντι σε όλα αυτά, μάλιστα με την αριστερά τσαλακωμένη ηθικά και πολιτικά.Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι τόσο η απουσία της αριστεράς όσο η ποιότητα της παρουσίας της και οι χώροι που ανοίγει με την παρουσία της, δηλαδή αν εξυπηρετεί μια συλλογική υπόθεση δρώντας, ποια είναι η υπόθεση αυτή και με ποιους όρους μπορεί να συμβάλει σ’ αυτή κι εδώ το έλλειμμα είναι μεγάλο.

Το ζήτημα είναι ότι το βιβλίο του Ρινάλντι μάς θυμίζει, με υλικό της περιόδου 2014-2016, πως το έλλειμμα εντοπίζεται πριν την πρώτη «κυβέρνηση της αριστεράς». Χωρίς να υποκρίνεται ότι είναι απαλλαγμένος από τα κακά χούγια της αριστεράς, προσπαθεί όμως να τα επισημαίνει και,σε κάθε ευκαιρία (στα όργανα του κόμματος, στις σελίδες της εφημερίδας Δρόμος, σε συνεντεύξεις) να τα αναδεικνύει ως βασικά εμπόδια οποιουδήποτε βιώσιμου, θετικού προχωρήματος για τον λαό, την κοινωνία, τη χώρα στις απαιτητικές συνθήκες της περιόδου.

Οι τρεις λέξεις, που μόλις ανέφερα, λαός, κοινωνία, χώρα, φέρνουν τον Ρινάλντι εκτός των καθιερωμένων πεδίων επί των οποίων η σύγχρονη ελλαδική αριστερά θέλει να δίνει τις όποιες μάχες της.Η σκέψη, η έγνοια, ο καημός του είναι σταθερά γύρω από το πώς θα επιβιώσουν, θα ανορθωθούν, θα σπάσουν δεσμά και θα επιχειρήσουν βήματα προς τα μπρος, δεδομένου του αδιάκοπου βαθέματος της εξάρτησης της χώρας,την ίδια στιγμή, βέβαια, που αντιλαμβάνεται τα τεράστια μεγέθη αυτής της υπόθεσης. Ως προς αυτό πιστεύω ότι φαίνεται μέσα από τα κείμενά του πώς προσπαθεί συνειδητά να κάνει και προσωπικές υπερβάσεις μέσα στις νέες, πρωτόγνωρες συνθήκες και θα πω πώς το συνάγω αυτό.

Από τη διαδοχή κειμένων προκύπτει ότι ο Ρινάλντι κομίζει μια ματιά γειωμένη, σοβαρή, συμπεριεκτική και ανοιχτή, στην πολιτική ανάλυσή του, είναι χαρακτηριστικά αναζητητικός σε μια εποχή που κατακλύζεται από πομπώδη αναμασήματα και περισπούδαστες ευκολίες, δεν φοβάται νέες ιδέες, νέες ορολογίες, νέες προσεγγίσεις, αλλά ψάχνεται γύρω από αυτές προκειμένου να κατανοήσει βαθύτερα, αποτελεσματικότερα τα νέα ζητούμενα σε νέες συνθήκες, εν κινήσει – ίσως, καλύτερα, με δικά του λόγια, «εν πτήσει».

Τα κείμενα του βιβλίου μάς θυμίζουν ότι ο Ρινάλντι ανήκει στους σχετικά λίγους εκείνους ανθρώπους που, ενόσω η αριστεροσύνη μετριόταν σε μονάδες «ταξικής μεροληψίας», τολμούσε να θέτει πρώτα στην ατζέντα το ζήτημα της δημοκρατίας, το ζήτημα του σαρώματος του πολιτικού συστήματος μέσα από την επανασύνδεση κοινωνίας και πολιτικής, το ζήτημα της παραγωγικής και πολιτιστικής αναγέννησης, καθώς και του φρονήματος, του ηθικού και της ηθικής.Δεν τα παρουσιάζει αυτά σαν δικές του ηρωικές επινοήσεις ή σαν διανουμενίστικα παράγωγα κάποιας επαφής του σε κάποια ιερά κιτάπια αλλά σαν ιδέες που ξεπήδησαν, διατυπώθηκαν και ζυμώθηκαν σε αιτήματα, μέσα από τη ζωντανή κίνηση πλατιών τμημάτων της κοινωνίας τα τελευταία χρόνια.Το βλέμμα του, δηλαδή, είναι στις κινήσεις του λαού σε μεγάλη κλίμακα. Μέσα σ’ αυτές, στην αδιαμεσολάβητη αντιφατικότητά τους βλέπει τις συγκλίσεις σε κατευθύνσεις διεξόδου, που ο ίδιος ο λαός θέλει να στηρίξει και δεν βλέπει, λοιπόν, τη διέξοδο στα δήθεν καθαρόαιμα, αυτοαναφορικά προτάγματα κομμάτων, κομματιών, «τάσεων» κ.λπ. της αριστεράς. Ήδη από το πρώτο κείμενο της συλλογής, που δημοσιοποιήθηκε στις 11/09/2014, πέντε μήνες πριν τις εκλογές του Γενάρη του 2015, κάνει κριτική στον κυβερνητισμό, αντιπροτάσσοντας ένα πολιτικό κίνημα που θα αγωνίζεται για τη διάνοιξη διεξόδου από το μνημονιακό καθεστώς (και όχι ξερά «από τα μνημόνια»).Ένα πολιτικό κίνημα συσπειρωμένο γύρω από τα πλατιά αιτήματα που αρθρώθηκαν απ’ τα μεγάλα κινήματα – και όχι γύρω από ένα προεκλογικό πρόγραμμα που συγκρότησε ένα κομματικό think tank ή γύρω από μια διαπραγμάτευση μιας σκέτης κυβέρνησης.

Ο συνδυασμός αυτών τον καθιστά εξ ορισμού αντιδημοφιλή στις περισσότερες ενδο-ΣΥΡΙΖΑϊκές φατρίες, την εποχή που γράφει, μιλά, κινείται, δεδομένης της κατάστασης πνευμάτων στην κομματική αριστερά:  «εντός ΕΕ ή εκτός ΕΕ;», «ευρώ ή κάτι άλλο;», «μεταρρύθμιση ή επανάσταση;», «εθνισμός ή διεθνισμός;», «ατομικό δικαίωμα ή επαναστατικό δίκαιο;» δηλαδή, «από δω η γυναίκα μου κι από δω το αίσθημά μου». Κι αυτή ήταν η ατζέντα που κυριαρχούσε όχι μόνο στον αστικό κόσμο, αλλά και στην κομματική αριστερά, ΣΥΡΙΖΑϊκή και μη, όλο αυτό το κρίσιμο διάστημα, που καλύπτουν τα κείμενα του Ρινάλντι κατά τη διάρκεια του οποίου διαστήματος (το ξανατονίζω) η χώρα ήταν… απλώς υποταγμένη και σε βαθιά εξάρτηση, ενώ σιγά-σιγά διαφαινόταν ότι απειλούνταν και η ίδια η υπόστασή της. Ψιλά γράμματα και επαρχιωτισμοί, μπρος στα μεγαλοπρεπή διλήμματα της αριστερής ατζέντας, ψιλά γράμματα και επαρχιωτισμός το κεντρικό ζήτημα, της ενημέρωσης, εμψύχωσης, προετοιμασίας και συμμετοχής του λαού προκειμένου ως κυρίως αρμόδιος να αποτινάξει τον μνημονιακό ζυγό, δηλαδή να αναλάβει μια τεράστια σύγκρουση, εθνικών, ευρωπαϊκών και διεθνών διαστάσεων.

Ο Ρινάλντι αγωνιά ακριβώς γι’ αυτό, όπως έντονα προκύπτει στα κείμενά του  δηλαδή, για μια διάχυτη, οριζόντια σε όλη σχεδόν την κομματική αριστερά, απουσία αίσθησης της κρισιμότητας των καταστάσεων και για μια αδιαφορία για την αποσόβηση μιας εθνικής και κοινωνικής καταστροφής στη μέγγενη των γεοπολιτικών ανταγωνισμών, μια αδιαφορία για τη συγκρότηση της κοινωνίας σε σώμα, του λαού σε πολιτικό υποκείμενο, για να δοθεί μια σκληρή μάχη με την ευρωκρατία και το γηγενές κατεστημένο, για να ανοίξει μια άλλη πορεία για τη χώρα, καταρχάς πορεία σωτηρίας, καταρχάς πορεία δημοκρατική και ανεξάρτητη – μια πορεία δύσκολη αλλά εφικτή, στον βαθμό που ο λαός την ήθελε και τη θέλει, και άρα μπορεί να παλέψει γι’ αυτή με όλη του τη δύναμη. Πάνω σ’ αυτή την αγωνία, που ενσαρκώνεται σε προσπάθεια, σπάει το μυαλό του και, τελικά, όπως αποδεικνύεται, τα μούτρα του.

Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κάποιος να καταλογίσει στον Ρινάλντι ότι ενώ «τους έβλεπε», δεν «τους τα βρόντηξε» εγκαίρως  ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα εγχείρημα, αντιφατικό μεν, αλλά μαζικό, ελπιδοφόρο, ενδιαφέρον και με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά σε μια ιστορικής κρισιμότητας περίοδο για τη χώρα και την κοινωνία. Η σειρά των λέξεων αυτών ας μην περάσει ελαφρά τη καρδία. Η συμμετοχή σε τέτοιου βεληνεκούς και σημασίας εγχείρημα δεν ήταν, για κάποιους σαν τον Ρινάλντι, μια ακόμη συνηθισμένη υπόθεση της αριστεράς, όπου μπαίνεις κι άμα δεν σ’ αρέσει καταγγέλλεις, και βγαίνεις, κι είσαι εντάξει με τη συνείδησή σου κι ας τραβήξουν οι άλλοι ό,τι τους βρει.Δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι το διακύβευμα ήταν -και είναι- τάξεως λαού, κοινωνίας και χώρας. Για παράδειγμα, στη συνέντευξή του στον Σεραφείμ Κοτρώτσο -στις 25/02/2015, λίγες μέρες μετά την πρώτη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης στις Βρυξέλλες- κάνει την εξής εκτίμηση: «θα μας βάλουν 4 μήνες στον πάγο, στον γύψο, θα είναι 4 θανατηφόροι μήνες, μήνες δύσκολοι και θα μας πάνε σε ένα μεγάλο πλέον 3ο Μνημόνιο, το οποίο θα πρέπει να ψηφιστεί και από την ελληνική Βουλή» παρακάτω: «φοβάμαι ότι τα νομοσχέδια από εδώ και μπρος θα ψηφίζονται αλά καρτ. Δηλαδή θα ψηφίζουν και τα κομμάτια της Ν.Δ., του ΠΑΣΟΚ, του Ποταμιού, του ΣΥΡΙΖΑ, κάποιοι δεν θα μπορούν να τα ψηφίσουν.»Για να κλείσει, τελικά, τη συνέντευξη με τη φράση «να είστε σίγουρος ότι δεν είναι εύκολα αυτά τα λόγια που σας λέω αυτή τη στιγμή.» Αυτά χρειάζεται να τα σκεφτούμε σοβαρά, πριν προβούμε σε κριτική, η οποία σαφώς και χρειάζεται  και, όπως προκύπτει και από την κίνηση έκδοσης των κειμένων αυτών, την επιδιώκει και ο Ρινάλντι – το ζητάει ο οργανισμός του, δηλαδή-αρκεί να είναι μια κριτική σοβαρή και κατά το δυνατό άδολη, ας προσθέσω, όπως θεωρώ πως είναι η δική του.

Μίλησα πολύ αλλά  ελπίζω να είπα ένα-δυο ουσιαστικά πράγματα σύνδεσης του βιβλίου με την εποχή που διατρέχει και με την εποχή που διανύουμε.Κλείνοντας για να ισορροπήσω κάπως τα πράγματα, μετά από εκείνη την περί πένθους εισαγωγή μου, οφείλω ένα χάπυ έντ, που λέμε παραδοσιακά στη Φωκίδα. Η λέξη πένθος είναι παράλληλος τύπος της λέξης πάθος.Το πάθος είναι το πολύ δυνατό συναίσθημα, που υπερβαίνει τη λογική, αλλά και το οδυνηρό πάθημα. Από τη μια λοιπόν το πένθος, ως διττός χώρος υπενθύμισης και επεξεργασίας του θανάτου, χρειάζεται να βιωθεί, ώστε κάποια στιγμή να απελευθερωθεί ο άνθρωπος και, ανασυγκροτημένος, διδαγμένος απ’ το πάθημα, πιο γειωμένος και ώριμος, να συνεχίσει την προσπάθειά του στη ζωή, την προσπάθειά του για ζωή.Η ίδια η λέξη προσπάθεια είναι σύνθετη, από το προς και το πάθος. Η αριστερά και ο λαός ηττήθηκαν «με τη βούλα» της ψήφισης και εφαρμογής του τρίτου μνημονίου παράδοσης της χώρας και ανακύκλωσης του ένοχου πολιτικού συστήματός της.Αριστερά και λαός απώλεσαν, έτσι, βίαια και επώδυνα, κομμάτια του εαυτού τους, της ταυτότητας και του προσανατολισμού τους  αλλά δεν πέθαναν. Ο πενθών βρίσκεται συμβολικά σε έναν χώρο όπου ζωή και θάνατος συμπλέκονται αλλά όντας ζωντανός και προκειμένου να επιστρέψει ακέραιος στους ζωντανούς. Εμείς σαν λαός και η πορεία μας σαν λαός, για να συναντήσουμε το πάθος που γεννούν η λευτεριά, η δικαιοσύνη κι όλες οι μεγάλες, οικουμενικές αξίες, ούτε πριν έξι χρόνια ξεκινήσαμε ούτε και πριν έναν χρόνο πεθάναμε  και δεν θα πεθάνουμε ως τέτοιες συλλογικές ποιότητες. Η πορεία είναι μακρά, ατέλειωτη, υπερβατική. Η πορεία είναι ζωντανή και συνεχίζεται όπως το έγραψε ο Ρινάλντι στην παραίτησή του από τη Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, στις 20 Ιούλη 2015, συνεχίζεται «με ό,τι έχει και ό,τι της λείπει…». Κι αυτή είναι μια διαλεκτική που επείγει.

 

* Ο Νίκος Λάιος είναι πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!