Του Ηρόστρατου. Το Ταμπού του 41χρονου Πορτογάλου σκηνοθέτη Μιγκέλ Γκόμεζ ήρθε στην Ελλάδα ως Χαμένος Παράδεισος και πέρασε μάλλον απαρατήρητο.
Το είδα σε μια σχεδόν άδεια κινηματογραφική αίθουσα και -να πω την αλήθεια- στο πρώτο μέρος δικαιολόγησα τους θεατές που του γύρισαν την πλάτη… Αργόσυρτο και ασπρόμαυρο, με κάποιες ποιητικές νύξεις, φαινόταν πως θα πρόσφερε στο δεύτερο μέρος ατέλειωτη πλήξη.
Και τότε αντί της πλήξης, ήρθε η έκ-πληξη:
Το ασπρόμαυρο έγινε μαγικό για να ακούσουμε την αφήγηση ενός ηλικιωμένου άντρα που μας ταξίδεψε πίσω στη νιότη του και στην Αφρική. Με τη γέρικη φωνή στο οff, σαν να παρακολουθούσαμε σκηνές από βουβή ταινία, όπου υπήρχαν μόνο οι ήχοι της φύσης ζήσαμε την πιο ποιητική ερωτική περιπέτεια, με πρόσωπα και σώματα που μένουν στο μυαλό ακόμη κι όταν έχουν πια ανάψει τα φώτα στην άδεια αίθουσα και καλείσαι να προσγειωθείς στο παρόν.
Ο Τζιανλούκα Βεντούρα και η Αουρόρα ζουν έναν «παράνομο» έρωτα στους πρόποδες του όρους Ταμπού. Έναν έρωτα που θα οδηγήσει στο φόνο και στο χωρισμό. Μόνο μετά το θάνατο της Αουρόρα και μετά από δική της επιθυμία, ο Τζιανλούκα θα πει για πρώτη φορά τα όσα συνέβησαν στη φίλη και γειτόνισσα της Πιλάρ και στη μαύρη οικιακή της βοηθό…
Πέρα από την εξαιρετική εικόνα, τα μοναδικά πρόσωπα και τη μουσική που παίζει το δικό της ρόλο, ήταν μια απόλαυση να ακούς τη διήγηση στην πορτογαλική γλώσσα και να κατανοείς τη μοναδικότητά της – ακόμη κι αν είναι λίγες οι λέξεις που συλλαμβάνεις το νόημα τους. Θυμήθηκα και πάλι το Νυχτερινό τρένο για τη Λισσαβώνα του Μερσιέ, όπου η συνάντηση του ήρωά του, του καθηγητή Γκρεγκόριους με μια Πορτογαλίδα και οι λέξεις που ακούει στην άγνωστη σε κείνον γλώσσα της, τον οδηγούν σε ένα μακρύ ταξίδι…