67 χρόνια από τη μάχη της Αθήνας. Του Γιάννη Σκαλιδάκη.

Στις 12 Δεκεμβρίου 1944 ο ΕΛΑΣ προσπαθούσε ήδη επί έξι ημέρες να καταλάβει την έδρα του Συντάγματος Χωροφυλακής, άλλοτε στρατιωτικό νοσοκομείο, στου Μακρυγιάννη, όπου είναι σήμερα το Μουσείο της Ακρόπολης και να εξουδετερώσει με αυτόν τον τρόπο μια σημαντική εστία αντιπάλων του, που αποτελούνταν από χωροφύλακες απ’ όλη τη χώρα αλλά και ταγματασφαλίτες. Η επίθεση είχε αποτύχει, κυρίως λόγω της βρετανικής επέμβασης υπέρ των πολιορκημένων με άρματα μάχης αλλά και με πυρά από το βράχο της Ακρόπολης. Την ίδια ημέρα άρχιζε η αερομεταφορά στο Ελληνικό και η απόβαση στο Φάληρο της 4ης Βρετανικής Μεραρχίας και ουσιαστικά η αντίστροφη μέτρηση για την έκβαση της μάχης της Αθήνας. Ο ΕΛΑΣ δε, μόλις την προηγούμενη το είχε πάρει απόφαση ότι θα έπρεπε να βρεθεί επίσημα σε εμπόλεμη κατάσταση με τους σύμμαχους Βρετανούς.
Οι βρετανικές ενισχύσεις έφθαναν αθρόες στην Αθήνα. Στον Πειραιά άγριες μάχες ξέσπασαν για τον έλεγχο του λιμανιού. Ο λόφος της Καστέλας βομβαρδίστηκε επανειλημμένα για πολλές ώρες. Τελικά, μια έφοδος αποικιακών ταγμάτων της 4ης Ινδικής Μεραρχίας οδήγησε στη σφαγή των υπερασπιστών του λόφου. Ο δρόμος είχε ανοίξει για τη μεγάλη επίθεση προς την Αθήνα από δυνάμεις που είχαν συγκεντρωθεί από όπου ήταν δυνατόν, το ιταλικό μέτωπο, τα νησιά και άλλες περιοχές της χώρας. Τρεις βρετανικές ταξιαρχίες, ειδικές μονάδες, πυροβολικό και άρματα μάχης ξεκίνησαν την προέλασή τους από τη λεωφόρο Συγγρού. Το βασικό οχυρό του ΕΛΑΣ ήταν το παγοποιείο-ζυθοποιείο ΦΙΞ. Αφού περικυκλώθηκε, τα άρματα μάχης με τον όγκο τους διέλυσαν τους εξωτερικούς τοίχους. Οι υπερασπιστές του εργοστασίου σκοτώθηκαν μέχρις ενός.
Παρά την ηρωική αντίσταση του ΕΛΑΣ και του λαού της Αθήνας, τις επόμενες μέρες η καταθλιπτική υπεροχή των Βρετανών έκρινε την έκβαση της μάχης. Η έλλειψη, ή καλύτερα εξάντληση, των πυρομαχικών του ΕΛΑΣ δεν του επέτρεπαν να συνεχίσει την αντίστασή του. Μετά τα Χριστούγεννα, η Καισαριανή κάηκε μετά από βομβαρδισμό από την ξηρά, τον αέρα και θάλασσα, με 290 νεκρούς. Πάνω από 3.000 ήταν συνολικά οι νεκροί άμαχοι, πάνω από 1.000 απ’ αυτούς από τους βομβαρδισμούς της ΡΑΦ.
Στο τέλος των Δεκεμβριανών, οι δυνάμεις των Βρετανών στην Αθήνα ξεπερνούσαν τους 80.000 άνδρες, δύναμη μεγαλύτερη, όπως παρατηρεί ο Γ. Μαργαρίτης, από το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα που είχε έρθει την άνοιξη του 1941 για να συνδράμει την Ελλάδα στον πόλεμο ενάντια στην Ιταλία, και σχεδόν ίση με τις ιταλικές δυνάμεις που εισέβαλαν στη χώρα τον Οκτώβριο του 1940.
Η παραπάνω εξιστόρηση είχε ως σκοπό της να δώσει μια εντύπωση του τι ήταν (και τι δεν ήταν) τα Δεκεμβριανά. Υπάρχει ακόμη η άποψη, μάλλον όχι στους αναγνώστες αυτής της εφημερίδας, πως τα Δεκεμβριανά ήταν ο «δεύτερος γύρος», άλλη μια προσπάθεια των κομμουνιστών να πάρουν με τη βία την εξουσία, μια «στάση» ενάντια στο επίσημο κράτος. Ωραιοποιημένες εκδοχές αυτού του σχήματος κυκλοφορούν ακόμη. Στην πραγματικότητα, ήταν το εντελώς αντίθετο. Μια ιμπεριαλιστική επέμβαση ενάντια σε μια πορεία που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ελεύθερη έκφραση της λαϊκής βούλησης και που θα σήμαινε το τέλος της μοναρχίας και την εδραίωση του ΕΑΜ ως πρωταγωνιστή στην πολιτική σκηνή της χώρας.

Οι βρετανικές προθέσεις και ο χρήσιμος Παπανδρέου
Οι Βρετανοί ήθελαν την εξασφάλιση της επικυριαρχίας τους στην Ελλάδα μέσω της επιστροφής στο μεσοπολεμικό στάτους κβο. Με τον ήδη πραξικοπηματία Γεώργιο Β΄ ρυθμιστή της πολιτικής ζωής και μια επίφαση κοινοβουλευτισμού μέσω πειθήνιων στους ίδιους πολιτικών κομμάτων, των γνωστών λαϊκών και φιλελεύθερων. Ο Βενιζέλος όμως είχε πεθάνει προ πολλού και ο ελληνικός λαός, μέσω της αντιστασιακής εμπειρίας, ζητούσε στ’ αλήθεια δημοκρατία και ανεξαρτησία, όπως υποσχόταν ο Χάρτης του Ατλαντικού και οι συμφωνίες των Μεγάλων Συμμάχων. Ίσως και κάτι παραπάνω, «λαοκρατία και όχι βασιλιά». Με μια καθαρά αποικιοκρατική λογική, οι Βρετανοί –που πίσω τους στοιχήθηκε όλος ο «απών» αστικός πολιτικός κόσμος αλλά και οι ποικίλοι δωσίλογοι μηχανισμοί, κρατικοί και παρακρατικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί– αποφάσισαν να ανακόψουν αυτές τις επικίνδυνες για την Αυτοκρατορία τους εξελίξεις, αδιαφορώντας επιδεικτικά για το ότι ο πόλεμος ενάντια στον Άξονα ήταν ακόμα σε εξέλιξη και για τις αγαθές απέναντί τους προθέσεις του ΕΑΜ, που εκδηλώνονταν με κάθε τρόπο.
Αξίζει να θυμίσουμε εδώ πώς μεταχειρίστηκαν το πολιτικό προσωπικό. Όταν, την άνοιξη του 1944, έγινε αντιληπτό πως έπρεπε να απαντηθεί με πολιτικό τρόπο η επιρροή του ΕΑΜ και το αίτημα για εθνική ενότητα, εκδιώχτηκε από την πρωθυπουργία ο Εμμανουήλ Τσουδερός και ανήλθε σε αυτήν ο Σοφοκλής Βενιζέλος, όσο αρκούσε για να καεί με την καταστολή της εξέγερσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στη Μέση Ανατολή. Είχε ανοίξει ο δρόμος για τον πιο φιλόδοξο και αδίστακτο Γεώργιο Παπανδρέου, που είχε εντυπωσιάσει τους Βρετανούς με τη ρητορική του ενάντια στην «αιματηρά τρομοκρατία» του ΕΛΑΣ. Ο Παπανδρέου υπηρέτησε τη μονόπλευρη πρόσδεση της Ελλάδας στη Βρετανία και κατάφερε να σχηματίσει μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, πιέζοντας και εγκλωβίζοντας το ΕΑΜ. Υπερθεμάτισε στον ερχομό βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα κατά την απελευθέρωση και συνέβαλε αποφασιστικά στο κορύφωμα της κρίσης που οδήγησε στη σύγκρουση του Δεκέμβρη, ψευδόμενος απροκάλυπτα σχετικά με τους όρους αποστράτευσης των αντάρτικων δυνάμεων που είχε συνομολογήσει με το ΕΑΜ. Όταν όμως έχασε τον έλεγχο και θέλησε να παραιτηθεί, η στάση των Βρετανών και συγκεκριμένα του Τσόρτσιλ ήταν χαρακτηριστική. Σε τηλεγράφημα προς τον βρετανό πρεσβευτή Λήπερ τόνισε: «Πρέπει να υποχρεώσετε τον Παπανδρέου να κάνει το καθήκον του […]. Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά να αρρωστήσει και να μη μπορεί να τον πλησιάσει κανείς. Έχει περάσει ο καιρός που η οποιαδήποτε ομάδα Ελλήνων πολιτικών θα μπορούσε να επηρεάσει αυτή την εξέγερση του όχλου». Όταν «τέλειωσαν οι μάχες», ο Παπανδρέου θα πεταχτεί σαν λεμονόκουπα, αλλά θα επιβιώσει πολιτικά, για δύο μάλιστα γενιές ακόμα με τα αποτελέσματα που όλοι απολαμβάνουμε. Θα αναλάβει δε ο Πλαστήρας που είχε ήδη δηλώσει την πρόθεση του για την εξόντωση των «αιμοβόρων ελασιτών».

Οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ και η λαϊκή εξέγερση
Από την πλευρά τους, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ υποτίμησαν τόσο τις προθέσεις της Βρετανίας όσο και το σθένος και τα μέσα που διέθεσε για να τις πραγματοποιήσει. Ακολούθησαν μέχρι τέλους τη γραμμή της εθνικής ενότητας, την οποία υπερασπίζονταν ως δικό τους επίτευγμα, και πίστεψαν πως εδραιώνοντας «από τα κάτω» τις θέσεις τους στο συνδικαλιστικό κίνημα, στους παραγωγικούς και καταναλωτικούς συνεταιρισμούς και στην αυτοδιοίκηση, θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν την «άνωθεν» και «έξωθεν» πολιτική πίεση. Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, οι υποχωρήσεις ήταν συνεχείς για να μη δοθούν λαβές στον αντίπαλο, την «αντίδραση», αλλά και για να διαφυλαχτούν οι εαμικές συμμαχίες.
Όταν τα πράγματα έφτασαν στη σύγκρουση, μετά το αιματοκύλισμα τόσο της πορείας του ΕΑΜ στο Σύνταγμα στις 3 Δεκεμβρίου 1944 από την Αστυνομία όσο και της νεκρώσιμης πομπής την επόμενη από ταγματασφαλίτες στην Ομόνοια, δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. Ο ΕΛΑΣ προσπάθησε, ακόμα και την ύστατη ώρα, να διαχωρίσει τους Βρετανούς από τους Έλληνες αντιπάλους του, και εξουδετερώνοντας τους τελευταίους, να αναγκάσει τους πρώτους σε πολιτικό συμβιβασμό. Οι Βρετανοί δεν είχαν καμία τέτοια πρόθεση και η πολιτική έδωσε τη θέση της στα όπλα και στην υπεροπλία τους. Ο ΕΛΑΣ της Κατοχής ποτέ δεν είχε αντιμετωπίσει μια τέτοια συγκεντρωμένη πολεμική μηχανή, δεν είχε τρόπο αντιμετώπισης των αρμάτων μάχης και των αεροπορικών βομβαρδισμών. Ειδικά ο ΕΛΑΣ της Αθήνας ήταν ένας εφεδρικός ή αλλιώς ένας πλήρως εθελοντικός στρατός που δεν είχε τα μέσα για έναν μακρόχρονο αγώνα. Εφόσον δεν έγινε κατορθωτό να εξουδετερωθούν οι Έλληνες αντίπαλοι, η Χωροφυλακή, η Ορεινή Ταξιαρχία, τα μέλη της αντικομμουνιστικής «Χ», οι αναβαπτισμένοι ταγματασφαλίτες και να γίνει με κάποιους όρους μια διαπραγμάτευση με τους Βρετανούς, ο χρόνος ήταν εναντίον του ΕΛΑΣ. Η εκδοχή της εμπλοκής των μεγάλων μονάδων του ΕΛΑΣ Μακεδονίας, που θα ήθελαν ένα εύλογο χρονικό διάστημα να προσεγγίσουν την πρωτεύουσα πεζοπορώντας στο καταχείμωνο υπό τους βρετανικούς βομβαρδισμούς, πιθανόν δεν θα αντέστρεφε την εξέλιξη των πραγμάτων.
Ο λαός όμως της Αθήνας δεν θα μπορούσε να παραδοθεί αμαχητί και έδωσε όλες τις δυνάμεις του για τον ΕΛΑΣ γράφοντας μια εποποιΐα αντίστασης για τριάντα τρεις ημέρες. Ο Δεκέμβρης ήταν μια λαϊκή εξέγερση ενάντια στην εξάρτηση και την υποδούλωση της χώρας στον ιμπεριαλισμό, που έδειχνε πως δεν πέθανε μαζί με τον φασισμό. Στην Ελλάδα χρειάστηκαν πολλά χρόνια ακόμη και πρωτοφανή μέσα για να κατασταλεί στρατιωτικά το δημοκρατικό κίνημα. Πολιτικά όμως αυτό δεν έγινε ποτέ και οι επίκαιροι αγώνες για δημοκρατία και ανεξαρτησία, για απαλλαγή από την πολιτική και οικονομική εξάρτηση, εμπνέονται ακόμα από τους μαχητές του Δεκέμβρη.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!