του Γιάννη Σχίζα
Κατά τον Κώστα Μπίρη, το όνομα «Πατήσια» προέρχεται από τον επιρρηματικό τύπο «Βατήσι» του ονόματος του αρχαιοελληνικού δήμου Βατής. Κατά τον Δημήτριο Καμπούρογλου το όνομα οφείλεται σε ένα Οθωμανό ονόματι «Πατής Αγά», ενώ κατά την λαϊκή εκδοχή εάν κάποιος αναζητούσε το κέντρο του έλεγαν «πάτα ίσια» – απ’ όπου και το όνομα… Έτσι όμως ή αλλιώς, η περιοχή Πατήσια που λεγόταν παλιά και «Παραδείσια» από το «Παράδεισος» ήταν πολύ εύφορη ώστε να αποτελεί στα τέλη του 19ου αιώνα τον τόπο εξοχικής κατοικίας των πλούσιων Αθηναίων. Ελάχιστα δείγματα αυτής της οικιστικής ευφορίας μένουν ζωντανά, μεταξύ των οποίων και το σπίτι της οδού Πάτμου και Καραβία γωνία…
Τα μέσα κυκλοφορίας του τέλους του 19ου αιώνα ήταν περιορισμένα και βασίζονταν στα μεγάλα ζώα έλξης: Αρχικά ήταν ένας ιπποκίνητος τροχιόδρομος που στη συνέχεια αντικαθίσταται από το τραμ και έναν ατμήλατο σιδηρόδρομο –το λεγόμενο «θηρίο»– για να αλλάξει κι αυτό με τη σειρά του από το δίκτυο ηλεκτρικού σιδηροδρόμου. Στη διασταύρωση των οδών Πάτμου και Καραβία εγκαθίσταται ήδη από το 1880 ένα διώροφο κτίσμα νεοκλασικού ρυθμού, που περιστοιχίζεται από ένα οικόπεδο μεγέθους 2.150 τετραγωνικών μέτρων. Όπως τότε συνηθίζεται, το σπίτι εμπλουτίζεται με δένδρα διακοσμητικά αλλά και «ωφέλιμα» , δηλαδή καρποφόρα: Οι πλούσιοι εκείνης της εποχής έχουν σαν χόμπι την αυτοπαραγωγή προϊόντων, που τους προσδίδει κύρος αλλά και γεύσεις. Το εξοχικό του 19ου-20ού αιώνα είναι διαφορετικό από το σημερινό με το γκαζόν και τις ιτιές οι κλαίουσες, γι’ αυτό οι λεμονιές, οι μουσμουλιές, οι βερικοκιές, οι τζανεριές είναι στην ημερήσια διάταξη: Γι’ αυτό η αυλή διαθέτει ένα «υποστατικό», που στεγάζει τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται. Όμως εκτός από τα παραγωγικά δένδρα υπάρχουν και τα διακοσμητικά: Εδώ στην Πάτμου και Καραβία πρωτεύει ο φύκος (Ficus Lyrata )– ένα τεράστιο δένδρο που αν και η χρονολογία της φύτευσής του δεν είναι γνωστή είναι σίγουρο ότι υπερβαίνει τα 100 χρόνια. Και κατά δεύτερο λόγο έρχεται ένας φοίνικας, επίσης επιβλητικός, φυτεμένος προς το κέντρο της αυλής, που θα «τελευτήσει» πολύ πρόσφατα – χτυπημένος από το σκαθάρι των φοινίκων…
Η Αθήνα
Η Αθήνα ως πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους δεν έχει παρά 123.000 κατοίκους το 1896, ενώ το 1921 προ της ανταλλαγής πληθυσμών φτάνει τους 473.000. Η πόλη χαρακτηρίζεται από την εγγύτητα των χρήσεων, η αναψυχή είναι κοντά, η οδός Πατησίων είναι τόπος συνάντησης με τις εξοχές της Αθήνας, η ισορροπία με το φυσικό περιβάλλον εξασφαλισμένη. Όμως τα πράγματα αλλάζουν με την ανταλλαγή πληθυσμών: Τώρα πλέον ο πληθυσμός αναρριχάται στους 718.000 το 1922 και μέρος της πόλης βάζει υποψηφιότητα για μια κατάσταση «Πατησιοποίησης». Τα παλιά εξοχικά σπίτια ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο γίνονται πολυκατοικίες, η πυκνότητα δόμησης περνάει κάθε προηγούμενο, η κυκλοφορία πληθαίνει και δημιουργούνται νέες ανάγκες στο λαό, που προσέρχεται στις νέες εστίες. Την τελευταία εικοσαετία νέοι μετανάστες διεκδικούν στέγαση στην περιοχή, οξύνοντας τις υφιστάμενες στενότητες χώρου.
Το 1988 ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων, στον οποίο έχει περιέλθει το κτίριο ιδιοκτησίας Μαρίας Κανελλοπούλου, αποφασίζει να οικοδομήσει εκεί σχολικό συγκρότημα, λόγω του σοβαρού στεγαστικού προβλήματος των σχολείων της περιοχής. Οι κάτοικοι αντιπροτείνουν ένα εγκαταλελειμμένο χώρο ιδιοκτησίας Σαρακάκη και αντιδρούν άμεσα: Οι μπουλντόζες που πρόκειται να κάνουν την κατεδάφιση μένουν άπραγες και το σχέδιο των κατοίκων για ένα αυτοδιαχειριζόμενο πολυπολιτισμικό πάρκο περνάει.
Το κτίσμα διατηρητέο
Το 1989 με απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού το κτίριο χαρακτηρίζεται έργο τέχνης σαν «πολύ αξιόλογο δείγμα εξοχικής κατοικίας των αρχών του αιώνα, με ενδιαφέρουσα μορφολογική σύνθεση και ογκοπλαστική διάρθρωση». Με την ίδια απόφαση ορίζεται ως ζώνη προστασίας του κτιρίου ο περιβάλλων χώρος (στα όρια της ιδιοκτησίας), με τους μαντρότοιχους και το θύρωμα της εισόδου.
Έκτοτε συνεχίζεται η περιπέτεια της κατάληψης: Ο χώρος φιλοξενεί γεγονότα καλλιτεχνικά, πολιτιστικά και πολιτικά, παρουσιάσεις βιβλίων, πρωτάθλημα ταβλιού(!), ευκαιριακές συνευρέσεις ανθρώπων με βάση τα εορταστικά γεγονότα. Παραδείγματος χάρη: Παρουσιάζεται το βιβλίο του Γιώργου Βλοντάκη, γεωπόνου και οικοκαλλιεργητή, «Οικολογική καλλιέργεια σε μικρούς λαχανόκηπους». Κάθε Σάββατο είναι παρούσα μια αγορά με βιολογικά προϊόντα, ενώ ο χώρος έχει φιλοξενήσει το 2ο Αντικαταναλωτικό Φεστιβάλ που επονομάζεται «Δημιουργικές αντιστάσεις». Σ’ αυτό το τελευταίο οκτώ ομάδες παρουσιάζουν εναλλακτικές κοινωνικές δομές για την ικανοποίηση των αναγκών με τρόπους που σέβονται το φυσικό περιβάλλον και καλλιεργούν σχέσεις αμοιβαιότητας και ισοτιμίας ανάμεσα σε παραγωγούς και χρήστες. Εμφανίζεται το συγκρότημα «Τσιριτζάτζουλες», παίζεται ο Καραγκιόζης του Ιάσονα Μελισσηνού, γίνονται θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις φωτογραφίας, παραδίδονται μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες. Φυσικά η κατάληψη ήταν εστία πρωτοβουλιών για την υπεράσπιση όλων των ελεύθερων χώρων της Αττικής και γενικά για την ποιότητα ζωής μέσα στην πόλη – γι’ αυτό ήταν «ελαφρώς» ενοχλητική….
Πως είναι δυνατόν η γειτονιά και η περιοχή να στερηθεί έναν τέτοιο πνεύμονα πρασίνου; Μετά τη σφράγιση του χώρου τα φυτά θα παραμείνουν χωρίς την καθημερινή φροντίδα των ανθρώπων της κατάληψης, πιθανόν δε να εκλείψουν. Παράλληλα είναι σίγουρο ότι ο χώρος δεν μπορεί να γίνει σχολείο, κι επίσης δεν μπορεί να αποποιηθεί τον πολιτιστικό του χαρακτήρα
Όλα αυτά τα 30 χρόνια το κτίριο και ο κήπος συντηρήθηκαν, τα κεραμίδια προσέχθηκαν, τα βαψίματα και η διάσωση των εσωτερικών τοιχογραφιών του κτιρίου πραγματοποιήθηκαν. Οι επικεφαλής της κατάληψης έπαιξαν ένα ρόλο συντηρητή, που αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματικός. Παράλληλα στον κήπο φιλοξενήθηκαν πολλές γάτες, που ήταν ιδιαίτερα φιλικές με τον κάθε επισκέπτη – δείγμα ότι απολάμβαναν το χάδι όλων πλουσιοπάροχα…
Και τώρα τι;
Οι καταληψίες σε ανακοίνωσή τους γράφουν: «Εδώ μεγαλώνουμε τα παιδιά και τα εγγόνια μας… τον Μιχάλη , τον Άγγελο, τον Ματέους, τη Σιμόνη, τον Αλέξανδρο, τη Μόνικα, τη Βαρβάρα, τον Λουκά, τον Στέφανο, τον Γιάννη , τον Τάσο… Εδώ αποχαιρετήσαμε από καρδιάς τους παππούδες μας, τον κύριο Γεράσιμο, τον κύριο Μιχάλη, τον κύριο Χρήστο, τον μπάρμπα-Νίκο, τον κύριο Εφρόσυνο, την κυρία Αμαλία, την κυρία Νίτσα, την κυρία Βέτα, τον κύριο Γιώργο… τον Κυριάκο, τον Αποστόλη, τον Γιάννη, τον Αντώνη, τον Αντρέα, τον Κώστα, τον Πίκο, τον Μελλισηνό, την Άννα… τη Ρούλα μας…»
Μέσα σε 30 και βάλε χρόνια κατάληψης έγιναν γεγονότα ευφρόσυνα αλλά και θλιβερά, έγιναν παρεμβάσεις στη γειτονιά και στον περιβάλλοντα χώρο, έγιναν διάφορες επονείδιστες ενέργειες, όμως πέρα από αυτά δημιουργήθηκε μια ανθρώπινη κοινότητα – που μπορούσε να κλαίει και να γελάει.
Τώρα οι «Κτιριακές Υποδομές Α.Ε.» –διάδοχο σχήμα του ΟΣΚ– ζητάει την εκκένωση του κτιρίου μέχρι τις 25 Νοεμβρίου, κυρίως για την αποτύπωση του, τη λήψη μέτρων ασφαλείας κ.λπ. Τα ερωτήματα που μπαίνουν είναι: Πως είναι δυνατόν η γειτονιά και η περιοχή να στερηθεί έναν τέτοιο πνεύμονα πρασίνου; Μετά τη σφράγιση του χώρου –γιατί περί σφράγισης πρόκειται– τα φυτά θα παραμείνουν χωρίς την καθημερινή φροντίδα των ανθρώπων της κατάληψης, πιθανόν δε να εκλείψουν. Εξ άλλου και το ημερήσιο άνοιγμα του χώρου από ένα υπάλληλο δεν αρκεί, δεδομένου ότι αυτός ο υπάλληλος θα πρέπει να μισθοδοτείται. Το παράδειγμα της Δημοτικής Κυψέλης που μετά την ανακατάληψή της από τα ΜΑΤ έμεινε «άπραγη» επί μια διετία δεν είναι άξιο μίμησης, δεδομένου ότι η αγορά δεν είχε βλάστηση…
Παράλληλα είναι σίγουρο ότι ο χώρος δεν μπορεί να γίνει σχολείο, κι επίσης δεν μπορεί να αποποιηθεί τον πολιτιστικό του χαρακτήρα. Οι καταληψίες, ώριμοι πλέον, ισχυρίζονται ότι η συνδιαχείριση θα ήταν μια κάποια λύσις…