Γράφει ο Κυριάκος Κατζουράκης. Μιὰ μικρὴ μέρα ντροπῆς εἶναι ἀτέλειωτη μέρα καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι βαριὰ πέτρα στὸ λαιμὸ τοῦ καλλιτέχνη, ἂν δὲν ἔχει ποιητικὴ διάθεση.
Καὶ δὲν ἔχω καθόλου ποιητικὴ διάθεση. Ἂν φαίνονται ποιητικὰ αὐτὰ ποὺ γράφω, εἶναι κατὰ λάθος.
Ἀκόμα καὶ τὰ ὄνειρά μου, αὐτὸ τὸ διάστημα τῆς βίας ποὺ ζοῦμε ὅλοι, ἀνήκουν στὸν κόσμο τοῦ Μπὸς καὶ τοῦ Μπρέγκελ. Ἀνάποδοι ἄνθρωποι ἀνασκολοπισμένοι, ὑποκριτές, ἐνδοτικοί, κλέφτες καὶ δολοφόνοι κυκλοφοροῦν καὶ ρυθμίζουν τοὺς ὅρους τῆς ἐπιβίωσης ἑνὸς λαοῦ παραδομένου στὶς φοβίες καὶ τὴ βολή του.
Θὰ περιγράψω καλλιτεχνικὲς ἀνησυχίες μου, ποὺ μὲ ἐμποδίζουν νὰ ἐμπνέομαι.
Πρώτη καλλιτεχνικὴ ἀνησυχία:
Ἡ εἴσοδος τῆς Χρυσῆς Αὐγῆς στὴ Βουλὴ εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς βαριᾶς νόσου τῆς χώρας. Ὁ Κασιδιάρης ἀντιπροσωπεύει τὴ φρίκη τῆς ἐξέλιξης τοῦ ἄρρενος νεοέλληνα. Ἡ θρασυδειλία, ὁ σαδισμὸς καὶ ἡ βλακεία ἔχουν ἐγκατασταθεῖ στὸ ἀρσενικὸ φῦλο ἀπὸ τὰ παιδικὰ χρόνια τῆς «μὴ παιδείας». Ἡ πουτανιὰ τοῦ ἀρσενικοῦ συνιστᾶ εἶδος· δὲν εἶναι ἐπάγγελμα, εἶναι τρόπος διαχείρισης τοῦ ἄλλου. Εἶναι ἡ χειρότερη πουτανιὰ νὰ βιαιοπραγεῖς σὲ γυναῖκες, ἔνοπλα (γιατὶ εἶναι ἔνοπλος ὁ χρήστης τζοῦντο καὶ καράτε καὶ κανονικὰ ἔπρεπε νὰ συλληφθεῖ πάραυτα). Ὁ σχιζοφρενὴς μὲ ἰατρικὴ διάγνωση ἔχει τὸ ἀκαταλόγιστο, ὁ σχιζοφρενὴς Κασιδιάρης ὅμως σέρνει τὸν χορὸ τοῦ θανάτου χωρὶς καμία διάγνωση, σὲ μία κοινωνία ποὺ δείλιασε νὰ τὸν περιορίσει ἐκεῖ ὅπου ἔπρεπε.
Δὲν θέλω νὰ πῶ περισσότερα γι’ αὐτὸ τὸ εἶδος ἀνθρώπων, γιατὶ φοβᾶμαι ὅτι εἶναι πολὺ μεγαλύτερο ἀπ’ ὅσο νόμιζα καὶ δὲν εἶμαι ἁρμόδιος νὰ ἀναλύσω τὶς κοινωνιολογικὲς διαστάσεις του. Ἁπλὰ γράφω τὶς καλλιτεχνικές μου ἀνησυχίες.
Δεύτερη καλλιτεχνικὴ ἀνησυχία:
Οἰ διάσημες πλέον κωλοτοῦμπες μοῦ κάθονται στὸ λαιμὸ καὶ μὲ ἐμποδίζουν νὰ ζωγραφίζω καὶ νὰ βάζω στὸ χαρτὶ τὰ μελλοντικά μου σχέδια. Ἡ κωλοτούμπα, ὅταν εἶναι προσχεδιασμένη, εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνη. Μπορεῖ νὰ σὲ παρασύρει ἀκόμα καὶ στὸ νὰ σκέφτεσαι τὸν κωλοτουμπάρη (κατὰ Ντόρα) ὡς θῦμα. Ὁ κυρ-Φώτης εἶναι ἡ τελευταία κωλοτούμπα μέχρι τώρα ποὺ γράφω αὐτὲς τὶς γραμμές. Καὶ εἶναι κι ἀχόρταγος. Θέλει νὰ ὐπογράψει τὸ Μνημόνιο, ἀλλὰ νὰ μὴ φαίνεται πὼς τὸ ὑπογράφει. Θέλει νὰ τὸν ἀγαποῦνε ὅλοι, ἀκόμα κι αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος ἀδικεῖ κατάφωρα, ὅλον τὸν ἑλληνικὸ λαὸ δηλαδή. Ἕνας ἀριστερὸς μὲ ἱστορία παραδίδεται στὰ χέρια τῶν Σαμαροβενιζέλων καὶ δὲν θέλει νὰ φαίνεται ἡ παράδοση του. Θὰ βάλει ἄλλους μπροστά, κάποιους ψαριανοὺς καὶ σπετσιῶτες μὲ χαμηλὸ δείκτη νοημοσύνης καὶ ἐλάχιστες ἠθικὲς ἀντιστάσεις.
Κι ἄλλη καλλιτεχνική ἀνησυχία:
Εἶναι δύσκολο αὐτὸ τὸ διάστημα νὰ συγκεντρωθεῖς καὶ νὰ ἀπομονώσεις κάποιο μέρος τῆς φρίκης ποὺ μᾶς ζώνει. Οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν δίπλα μας, ὅπως στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς, ἄλλοι αὐτοκτονοῦν κι ἄλλοι λιμοκτονοῦν. Ἄκουσα ὅτι τὰ συσσίτια, ἀπὸ τὸ καλοκαίρι καὶ μετά, θὰ εἶναι ἕνα ἑκατομμύριο. «Ἕνα ἑκατομμύριο ντροπῆς» γιὰ ὅσους διαχειρίζονται ἐδῶ καὶ τρία χρόνια τὸν δημόσιο βίο καὶ γιὰ ὅσους συνυπογράφουν σήμερα τὴ συνέχιση αὐτοῦ τοῦ ἐγκλήματος.
Ἐμείς οἱ ἀριστεροὶ μισήσαμε τὸν σταλινισμὸ ἀκριβῶς γιατὶ δὲν θέλαμε «ὁ σκοπὸς νὰ ἁγιάζει τὰ μέσα», δὲν ὑπάρχει καμιὰ δικαιολογία σήμερα λοιπόν. Ὑπάρχει ἐνοχὴ στὴν συνενοχὴ καὶ στὴν συνυπογραφή, καὶ στοὺς συνένοχους γυρίζουμε τὴν πλάτη, κι ἂς εἶναι σὲ πολιτικὸ βάρος μας. Εἶναι μεγάλη ἀνακούφιση γιὰ τὸν κόσμο νὰ δεῖ αὐτὸ τὸ γύρισμα τῆς πλάτης πρὸς τοὺς συνένοχους.
Μιὰ τελευταία καλλιτεχνικὴ ἀνησυχία, ποὺ ἀφορᾶ τὴ φοβία τῆς δραχμῆς.
Ὅποιος λέει ὅτι φοβᾶται τὴ δραχμή, πρέπει νὰ σκεφτεῖ τὸν ἀληθινό του φόβο. Κανεὶς δὲν εὔχεται τὴ δραχμή, ἂν εἶναι μὲ ὅρους δυστυχίας. Ἀλλὰ εἶναι μεγάλη ὑστεροβουλία νὰ ἐπιμένεις στοὺς θανάτους καὶ τὴν ἀπόλυτη δυστυχία προκειμένου νὰ μὴν χάσεις τὴν «τιμή» τοῦ εὐρώ, ἐνῷ θὰ ἔχεις χάσει στὴν πραγματικότητα τὸ ὑπαρκτὸ εὐρὼ καὶ θὰ σοῦ ἔχει μείνει τὸ εἰκονικό. Θὰ σοῦ ἔχει μείνει στὴν κωλότσεπη μιὰ τσαλακωμένη φωτοτυπία ἑνὸς νομίσματος, θὰ τὸ κοιτάζεις μὲ ἀπορία: γι’ αὐτὸ ἔγιναν ὅλα αὐτά; Καὶ θὰ μπεῖς στὴν οὐρὰ γιὰ συσσίτιο, ἂν ὑπάρχουν εὐρὼ καὶ γι’ αὐτό…
Μιὰ ἰδιαίτερη μέρα…
Ἕνα ὡραῖο πρωί, ὁ «ψεύτικος ἑαυτὸς» λαμπρύνεται…
Ὁ κύριος Φώτης θὰ μπεῖ στὴ Βουλή, θὰ πεῖ καλημέρα στὸν προδότη ποδηλάτη, θὰ κοιτάξει τοὺς συν-βουλευτὲς Κασιδιάρη καὶ Σία –μὲ κατανόηση γιὰ τὴν φύση τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος–, θὰ κάτσει στὸ ἕδρανό του, χωρὶς νὰ ντραπεῖ τοὺς παλιοὺς συντρόφους του (καὶ γιατί ἄλλωστε) καὶ θὰ νοιώθει ὅτι ἡ συνυπογραφή του στὴν μνημονιακὴ διακυβέρνηση εἶναι κάποιου ἄλλου, κάποιου Φώτη καὶ κυρ-Φώτη καὶ ἀφέντη τσουτσουλομύτη. Θὰ γυρίσει στὸν ἀρχαιολάγνο πλασιέ, στὸ διπλανὸ ἕδρανο, καὶ θὰ τοῦ πεῖ μὲ τὴν δέουσα σοβαρότητα τῆς στιγμῆς: «τί σπουδαῖος ποὺ εἶναι ὁ Ἀριστοφάνης!». Καὶ τότε, ὁ πλασιὲ εἰρωνικὰ θὰ τοῦ θυμίσει ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σάτιρα καὶ τὴν κωμωδία, ὑπάρχει καὶ ἡ τραγωδία, καὶ θὰ τοῦ πουλήσει ἕναν τόμο τοῦ Εὐριπίδη γιὰ μιὰ χούφτα εὐρώ. Κι ὁ κυρ-Φώτης θὰ ψάξει στὴν τσέπη του νὰ βρεῖ κάποιο εὐρὼ μὲ τὴν κουκουβάγια μὲ τὸ παράξενο βλέμμα, ποὺ κοιτάζει ἀπορῶντας: «πῶς βρέθηκα ἐγὼ ἐδῶ;» καὶ θὰ ταυτιστεῖ μαζί της γιὰ κάποια δευτερόλεπτα.
Μετά, ποιὀς ξέρει μετά… Κανεὶς δὲν ξέρει μετά…
Οὔτε ἐγὼ ξέρω, οὔτε κανεὶς ἄλλος, πλὴν τοῦ Μάρξ, ποὺ εἶχε ὄντως μεγάλες καλλιτεχνικὲς ἀνησυχίες.
Ἀκόμα καὶ τὰ ὄνειρά μου, αὐτὸ τὸ διάστημα τῆς βίας ποὺ ζοῦμε ὅλοι, ἀνήκουν στὸν κόσμο τοῦ Μπὸς καὶ τοῦ Μπρέγκελ. Ἀνάποδοι ἄνθρωποι ἀνασκολοπισμένοι, ὑποκριτές, ἐνδοτικοί, κλέφτες καὶ δολοφόνοι κυκλοφοροῦν καὶ ρυθμίζουν τοὺς ὅρους τῆς ἐπιβίωσης ἑνὸς λαοῦ παραδομένου στὶς φοβίες καὶ τὴ βολή του.
Θὰ περιγράψω καλλιτεχνικὲς ἀνησυχίες μου, ποὺ μὲ ἐμποδίζουν νὰ ἐμπνέομαι.
Πρώτη καλλιτεχνικὴ ἀνησυχία:
Ἡ εἴσοδος τῆς Χρυσῆς Αὐγῆς στὴ Βουλὴ εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς βαριᾶς νόσου τῆς χώρας. Ὁ Κασιδιάρης ἀντιπροσωπεύει τὴ φρίκη τῆς ἐξέλιξης τοῦ ἄρρενος νεοέλληνα. Ἡ θρασυδειλία, ὁ σαδισμὸς καὶ ἡ βλακεία ἔχουν ἐγκατασταθεῖ στὸ ἀρσενικὸ φῦλο ἀπὸ τὰ παιδικὰ χρόνια τῆς «μὴ παιδείας». Ἡ πουτανιὰ τοῦ ἀρσενικοῦ συνιστᾶ εἶδος· δὲν εἶναι ἐπάγγελμα, εἶναι τρόπος διαχείρισης τοῦ ἄλλου. Εἶναι ἡ χειρότερη πουτανιὰ νὰ βιαιοπραγεῖς σὲ γυναῖκες, ἔνοπλα (γιατὶ εἶναι ἔνοπλος ὁ χρήστης τζοῦντο καὶ καράτε καὶ κανονικὰ ἔπρεπε νὰ συλληφθεῖ πάραυτα). Ὁ σχιζοφρενὴς μὲ ἰατρικὴ διάγνωση ἔχει τὸ ἀκαταλόγιστο, ὁ σχιζοφρενὴς Κασιδιάρης ὅμως σέρνει τὸν χορὸ τοῦ θανάτου χωρὶς καμία διάγνωση, σὲ μία κοινωνία ποὺ δείλιασε νὰ τὸν περιορίσει ἐκεῖ ὅπου ἔπρεπε.
Δὲν θέλω νὰ πῶ περισσότερα γι’ αὐτὸ τὸ εἶδος ἀνθρώπων, γιατὶ φοβᾶμαι ὅτι εἶναι πολὺ μεγαλύτερο ἀπ’ ὅσο νόμιζα καὶ δὲν εἶμαι ἁρμόδιος νὰ ἀναλύσω τὶς κοινωνιολογικὲς διαστάσεις του. Ἁπλὰ γράφω τὶς καλλιτεχνικές μου ἀνησυχίες.
Δεύτερη καλλιτεχνικὴ ἀνησυχία:
Οἰ διάσημες πλέον κωλοτοῦμπες μοῦ κάθονται στὸ λαιμὸ καὶ μὲ ἐμποδίζουν νὰ ζωγραφίζω καὶ νὰ βάζω στὸ χαρτὶ τὰ μελλοντικά μου σχέδια. Ἡ κωλοτούμπα, ὅταν εἶναι προσχεδιασμένη, εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνη. Μπορεῖ νὰ σὲ παρασύρει ἀκόμα καὶ στὸ νὰ σκέφτεσαι τὸν κωλοτουμπάρη (κατὰ Ντόρα) ὡς θῦμα. Ὁ κυρ-Φώτης εἶναι ἡ τελευταία κωλοτούμπα μέχρι τώρα ποὺ γράφω αὐτὲς τὶς γραμμές. Καὶ εἶναι κι ἀχόρταγος. Θέλει νὰ ὐπογράψει τὸ Μνημόνιο, ἀλλὰ νὰ μὴ φαίνεται πὼς τὸ ὑπογράφει. Θέλει νὰ τὸν ἀγαποῦνε ὅλοι, ἀκόμα κι αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος ἀδικεῖ κατάφωρα, ὅλον τὸν ἑλληνικὸ λαὸ δηλαδή. Ἕνας ἀριστερὸς μὲ ἱστορία παραδίδεται στὰ χέρια τῶν Σαμαροβενιζέλων καὶ δὲν θέλει νὰ φαίνεται ἡ παράδοση του. Θὰ βάλει ἄλλους μπροστά, κάποιους ψαριανοὺς καὶ σπετσιῶτες μὲ χαμηλὸ δείκτη νοημοσύνης καὶ ἐλάχιστες ἠθικὲς ἀντιστάσεις.
Κι ἄλλη καλλιτεχνική ἀνησυχία:
Εἶναι δύσκολο αὐτὸ τὸ διάστημα νὰ συγκεντρωθεῖς καὶ νὰ ἀπομονώσεις κάποιο μέρος τῆς φρίκης ποὺ μᾶς ζώνει. Οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν δίπλα μας, ὅπως στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς, ἄλλοι αὐτοκτονοῦν κι ἄλλοι λιμοκτονοῦν. Ἄκουσα ὅτι τὰ συσσίτια, ἀπὸ τὸ καλοκαίρι καὶ μετά, θὰ εἶναι ἕνα ἑκατομμύριο. «Ἕνα ἑκατομμύριο ντροπῆς» γιὰ ὅσους διαχειρίζονται ἐδῶ καὶ τρία χρόνια τὸν δημόσιο βίο καὶ γιὰ ὅσους συνυπογράφουν σήμερα τὴ συνέχιση αὐτοῦ τοῦ ἐγκλήματος.
Ἐμείς οἱ ἀριστεροὶ μισήσαμε τὸν σταλινισμὸ ἀκριβῶς γιατὶ δὲν θέλαμε «ὁ σκοπὸς νὰ ἁγιάζει τὰ μέσα», δὲν ὑπάρχει καμιὰ δικαιολογία σήμερα λοιπόν. Ὑπάρχει ἐνοχὴ στὴν συνενοχὴ καὶ στὴν συνυπογραφή, καὶ στοὺς συνένοχους γυρίζουμε τὴν πλάτη, κι ἂς εἶναι σὲ πολιτικὸ βάρος μας. Εἶναι μεγάλη ἀνακούφιση γιὰ τὸν κόσμο νὰ δεῖ αὐτὸ τὸ γύρισμα τῆς πλάτης πρὸς τοὺς συνένοχους.
Μιὰ τελευταία καλλιτεχνικὴ ἀνησυχία, ποὺ ἀφορᾶ τὴ φοβία τῆς δραχμῆς.
Ὅποιος λέει ὅτι φοβᾶται τὴ δραχμή, πρέπει νὰ σκεφτεῖ τὸν ἀληθινό του φόβο. Κανεὶς δὲν εὔχεται τὴ δραχμή, ἂν εἶναι μὲ ὅρους δυστυχίας. Ἀλλὰ εἶναι μεγάλη ὑστεροβουλία νὰ ἐπιμένεις στοὺς θανάτους καὶ τὴν ἀπόλυτη δυστυχία προκειμένου νὰ μὴν χάσεις τὴν «τιμή» τοῦ εὐρώ, ἐνῷ θὰ ἔχεις χάσει στὴν πραγματικότητα τὸ ὑπαρκτὸ εὐρὼ καὶ θὰ σοῦ ἔχει μείνει τὸ εἰκονικό. Θὰ σοῦ ἔχει μείνει στὴν κωλότσεπη μιὰ τσαλακωμένη φωτοτυπία ἑνὸς νομίσματος, θὰ τὸ κοιτάζεις μὲ ἀπορία: γι’ αὐτὸ ἔγιναν ὅλα αὐτά; Καὶ θὰ μπεῖς στὴν οὐρὰ γιὰ συσσίτιο, ἂν ὑπάρχουν εὐρὼ καὶ γι’ αὐτό…
Μιὰ ἰδιαίτερη μέρα…
Ἕνα ὡραῖο πρωί, ὁ «ψεύτικος ἑαυτὸς» λαμπρύνεται…
Ὁ κύριος Φώτης θὰ μπεῖ στὴ Βουλή, θὰ πεῖ καλημέρα στὸν προδότη ποδηλάτη, θὰ κοιτάξει τοὺς συν-βουλευτὲς Κασιδιάρη καὶ Σία –μὲ κατανόηση γιὰ τὴν φύση τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος–, θὰ κάτσει στὸ ἕδρανό του, χωρὶς νὰ ντραπεῖ τοὺς παλιοὺς συντρόφους του (καὶ γιατί ἄλλωστε) καὶ θὰ νοιώθει ὅτι ἡ συνυπογραφή του στὴν μνημονιακὴ διακυβέρνηση εἶναι κάποιου ἄλλου, κάποιου Φώτη καὶ κυρ-Φώτη καὶ ἀφέντη τσουτσουλομύτη. Θὰ γυρίσει στὸν ἀρχαιολάγνο πλασιέ, στὸ διπλανὸ ἕδρανο, καὶ θὰ τοῦ πεῖ μὲ τὴν δέουσα σοβαρότητα τῆς στιγμῆς: «τί σπουδαῖος ποὺ εἶναι ὁ Ἀριστοφάνης!». Καὶ τότε, ὁ πλασιὲ εἰρωνικὰ θὰ τοῦ θυμίσει ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σάτιρα καὶ τὴν κωμωδία, ὑπάρχει καὶ ἡ τραγωδία, καὶ θὰ τοῦ πουλήσει ἕναν τόμο τοῦ Εὐριπίδη γιὰ μιὰ χούφτα εὐρώ. Κι ὁ κυρ-Φώτης θὰ ψάξει στὴν τσέπη του νὰ βρεῖ κάποιο εὐρὼ μὲ τὴν κουκουβάγια μὲ τὸ παράξενο βλέμμα, ποὺ κοιτάζει ἀπορῶντας: «πῶς βρέθηκα ἐγὼ ἐδῶ;» καὶ θὰ ταυτιστεῖ μαζί της γιὰ κάποια δευτερόλεπτα.
Μετά, ποιὀς ξέρει μετά… Κανεὶς δὲν ξέρει μετά…
Οὔτε ἐγὼ ξέρω, οὔτε κανεὶς ἄλλος, πλὴν τοῦ Μάρξ, ποὺ εἶχε ὄντως μεγάλες καλλιτεχνικὲς ἀνησυχίες.
* Ὁ Κυριάκος Κατζουράκης εἶναι ζωγράφος, Ὁμοτ. Καθηγητὴς ΑΠΘ
Σχόλια