Ο Μαντέλα, ο Γκούλιτ και το «βραβείο» της ειρήνης και του αντιρατσισμού

Μια νύχτα του 1983, ο Ρουντ Γκούλιτ, γιος μετανάστη από το Σουρινάμ, ταλαντούχος ποδοσφαιριστής της Φέγενορτ, κόντρα στην Σεντ Μίρεν, έγινε αποδέκτης αισχρών ρατσιστικών προσβολών από μερίδα των οπαδών. Εμφανώς εκνευρισμένος και στενοχωρημένος, δήλωσε μετά το ματς: «Ήταν η πιο άσχημη νύχτα της ζωής μου». Τέσσερα χρόνια αργότερα, αγωνιζόμενος πλέον στη μεγάλη Μίλαν του Αρίγκο Σάκι, ο Γκούλιτ υποχρεώνει όλη την Ευρώπη να υποκλιθεί στο ταλέντο του και να του «παραδώσει» τη Χρυσή Μπάλα σαν ύψιστη ένδειξη αναγνώρισης
Στην τελετή της απονομής, ο Γκούλιτ εξέπληξε τους πάντες με μια πολύ ιδιαίτερη αφιέρωση: «Αφιερώνω αυτήν τη Χρυσή Μπάλα στον Νέλσον Μαντέλα». Πρωτάκουστο. Ένας παίκτης του δικού του βεληνεκούς, ένα «αστέρι» της αθλητικής βιομηχανίας που κέρδιζε εκατομμύρια κλοτσώντας μια μπάλα, που «κανονικά» θα έπρεπε να μην «ανακατεύεται» με την πολιτική, έκανε μια ξεκάθαρα πολιτική δήλωση, μιλώντας για έναν πολιτικό ηγέτη που βρισκόταν στην φυλακή με την ποινή των ισοβίων.
«Το αφιέρωσα ολόψυχα στον Μαντέλα και η έκπληξη που προκλήθηκε ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που περίμενα. Στην Ολλανδία όλος ο κόσμος ήξερε και παρακολουθούσε τι συμβαίνει με το απαρτχάιντ, λογικό ήταν. Ήμασταν μια χώρα διαιρεμένη εξαιτίας αυτής της κατάστασης. Ήταν στην ημερήσιά μας διάταξη. Στην Ιταλία όμως, ελάχιστοι ήταν αυτοί που γνώριζαν τι γίνεται. Όταν έκανα την αφιέρωση θυμάμαι ότι πολλοί αναφώνησαν: “Πω πω, ένας ποδοσφαιριστής που μιλάει για πολιτική”. Με έβλεπαν σαν εξωγήινο. Κάποιοι μέχρι που είπαν ότι μπορεί και να μου αφαιρούσαν το βραβείο», είπε αργότερα ο ίδιος
Στις 20 Απριλίου 1964 ο Νέλσον Μαντέλα ολοκλήρωνε την τετράωρη υπεράσπισή του με τις παρακάτω φράσεις:
«Πολέμησα τη λευκή κυριαρχία, πολέμησα και τη μαύρη κυριαρχία. Πάντα το όνειρό μου ήταν μια ελεύθερη κοινωνία, χωρίς καταπίεση και αδικία. Ελπίζω να μπορέσω να ζήσω αρκετά για να δω κάτι τέτοιο να γίνεται πραγματικότητα. Αν όμως χρειαστεί, είμαι έτοιμος να προσφέρω το τελευταίο που μου μένει, την ίδια μου την ζωή, για κάτι τέτοιο». Η απόφασή του δικαστηρίου γνωστή. Ισόβια κάθειρξη. Η ζωή του θα ήταν σαφώς ευκολότερη αν είχε αποδεχτεί μια ελευθερία με περιοριστικούς όρους που του προσέφερε η κυβέρνηση, με την προϋπόθεση φυσικά ν’ αποκηρύξει τις ιδέες του και να μετατραπεί σε κυματοθραύστη για την οργή των μαύρων. Δεν δέχτηκε και πέρασε τα επόμενα 27 χρόνια στην φυλακή της Νήσου Ρόμπεν, ενός νησιωτικού συμπλέγματος μισή ώρα με καράβι από την Πόλη του Κάμπο, που έχει την φήμη του νεκροταφείου ψυχών. Σχεδιασμένο για να κάμπτει την όποια αντίσταση των φυλακισμένων, σωματική και ψυχολογική, η Νήσος Ρόμπεν, ήταν μια χοάνη που «άλεθε» ανθρώπινη σάρκα.
Κλεισμένος σ’ ένα βρόμικο κελί και τρώγοντας πράγματα που θα έκαναν ακόμα κι ένα σκύλο να κάνει εμετό, άντεξε τον πόνο, δεν κατέθεσε τα όπλα, δεν απαρνήθηκε τις ιδέες του και κατάφερε να πολεμήσει την ανατριχιαστική μοναξιά.
Κάπου-κάπου, οι φυλακισμένοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν παίζοντας ποδόσφαιρο σ’ έναν χώρο δίπλα από τον προαύλιο χώρο της φυλακής. Το αυτοσχέδιο τόπι φτιαχνόταν από σκισμένα ρούχα, πουκάμισα, κάλτσες και μπαλάκια από χαρτί. Εκείνα τα ματς ήταν από τις ελάχιστες ηλιαχτίδες χιλιάδων ανθρώπων που είχαν στερηθεί την ελευθερία τους. Για κάτι παραπάνω από μισή ώρα την μέρα, είχαν την άδεια από τους φύλακες να μαζευτούν και να παίξουν μπάλα. Όλοι, εκτός από έναν: Τον κρατούμενο υπ αριθμόν 46664. Τον Νέλσον Μαντέλα. Εκείνος παρέμενε σε καθεστώς πλήρους απομόνωσης. Ο Μαρκ Σχίνες, πρώην κατάδικος του νησιού Ρόμπεν, θυμάται: «Πάντα μας κοιτούσε από το παράθυρο του κελιού του. Του άρεσε να μας κοιτάζει που παίζαμε, αλλά δεν τον άφηναν να έρθει ούτε μια φορά μαζί μας. Τελικά, του απαγόρευσαν ακόμα και να βλέπει εκείνα τα παιχνίδια». Το μόνο που δεν μπόρεσαν να του πάρουν ήταν εκείνο το πλατύ χαμόγελο και τα δάκρυα στα μάτια, όταν οι υπόλοιποι κρατούμενοι τον πληροφόρησαν ότι ο Ρουντ Γκούλιτ, του είχε αφιερώσει την Χρυσή Μπάλα.
Ύστερα από την απελευθέρωσή του, στις 11 Φεβρουαρίου 1990, προσπάθησε μαζί με τον τότε πρόεδρο της Νοτίου Αφρικής, Φρεντερίκ ντε Κλερκ, ν’ αλλάξουν την κατάσταση στην πολύπαθη χώρα. Κάποιοι από τους πιο κοντινούς του συνεργάτες, αναφέρουν ότι δέχτηκε την επίσκεψη του Ρουντ Γκούλιτ. Ο ίδιος ο Ολλανδός, θυμάται: «Με πλησίασε κι ένιωσα να τρέμω. Στα πρώτα λεπτά που ήμουν μαζί του, δεν ήξερα τι να πω». Ο Μαντέλα τον υποδέχτηκε χαμογελαστός και μ’ εκείνο το καθαρό βλέμμα που είχε κάνει τον κόσμο να τον αγαπήσει. Τον αγκάλιασε σφιχτά, τον ευχαρίστησε και -λένε- ότι του είπε: «Τώρα, όλοι θέλουν να είναι φίλοι μου. Λένε ότι μ’ αγαπάνε και μαλώνουν για το ποιος θα είναι δίπλα μου. Εκείνα όμως τα χρόνια, το θάρρος να σταθούν στο πλευρό μου το είχαν πολύ λίγοι. Ήσουν ένας από τους στρατιώτες μου».
Ποδόσφαιρο και ζωή. Ζωή και ποδόσφαιρο. Πολιτική και ποδόσφαιρο. Και τι όμως δεν είναι στην ζωή μας, πολιτική; Σήμερα ο κόσμος, ο ενσυνείδητος κόσμος, κλαίει τον χαμό του Μαντέλα που θα μείνει όμως πάντα ζωντανός στις μνήμες. Η κληρονομιά που άφησε, είναι αυτή της αξιοπρέπειας και της αγάπης, είναι αυτή του συνεχούς αγώνα. Κομμάτι της, εκείνη η Χρυσή Μπάλα της ειρήνης και του αντιρατσισμού.
Πηγές: eurosport.yahoo.com, goal.com

Νίκος Καραμάνος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!