Ταυτόχρονα, αποτυπώνει και το κίνητρο που την ώθησε σε αυτήν την καταγραφή, η οποία θα αποδειχθεί στην πορεία μια πολύχρονη και ανολοκλήρωτη περιπέτεια: «Να μην ξεχάσω»… Η άρνηση της λήθης, η αντίσταση, στη συνέχεια, σε μια παντοιοτρόπως επιβεβλημένη από το μετεμφυλιακό καθεστώς αμνησία, ώθησε αυτήν την αυτοδίδακτη ιστορικό να παραμείνει πιστή στην απόφαση να μνημειώσει την περίοδο της νιότης της -αφού και η ίδια συμμετείχε στην Aντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ.
Το αρχικό υλικό γι’ αυτό το μεγάλο σε έκταση και τεκμηρίωση έργο ξεκίνησε να το συλλέγει μέσα στην Κατοχή, όμως κατέληξε να το κάψει «για να μην καεί» η ίδια. Μετά τον Eμφύλιο, το ενδιαφέρον της Κ. Ξηραδάκη στράφηκε στις γυναίκες και το ρόλο τους στην ελληνική ιστορία – επρόκειτο για μια ερευνητική πορεία που θα μεταμόρφωνε και την ίδια, χάρις στη βοήθεια δασκάλων όπως ο Τάσος Βουρνάς ή ο Γιάννης Κορδάτος, σε ιστορικό.
Έχοντας πρόσβαση σε φακέλους συνταξιοδοτήσεων, λόγω της θέσης της ως υπαλλήλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, πήρε ξανά τον ανηφορικό δρόμο της συλλογής στοιχείων για τους βίαιους θανάτους κατά τη διάρκεια της Κατοχής και μέσα στη ζοφερή επταετία της χούντας. Ήταν την ίδια περίοδο που η αναγνώριση των ταγματασφαλιτών ως «αντιστασιακών» από τη δικτατορία προσέβαλλε με τον πιο σκαιό τρόπο τη μνήμη τόσων χιλιάδων αδικαίωτων νεκρών…
Οι δύο πρώτοι τόμοι των Κατοχικών κυκλοφόρησαν το 1975 και το 1979, με έναν επιπλέον στόχο: να λειτουργήσουν και ως υλικό τεκμηρίωσης για το αίτημα της Αριστεράς για την αναγνώριση της ΕΑΜικής Αντίστασης. Τώρα πια οι πηγές στις οποίες προσέτρεξε για τη συγκρότηση αυτής της λιτανείας των πεσόντων διαφοροποιήθηκαν: από επίσημους φακέλους σε δημοσιεύματα εφημερίδων και περιοδικών μέχρι νεκροταφεία σε όλη την Ελλάδα, αλλά και συνεισφορές των αναγνωστών του έργου της, που απέφεραν διορθώσεις και συμπληρώσεις. Έτσι προέκυψε και ένας ακόμη τόμος, ο οποίος δεν είχε εκδοθεί όσο ζούσε.
Αυτό το έργο ζωής της Κούλας Ξηραδάκη εκδίδεται σήμερα σε έναν ενιαίο τόμο, με τις απαραίτητες διασταυρώσεις, αναθεωρήσεις και συμπληρώσεις, με επιμέλεια του Κωστή Γιούργου, από τις Εκδόσεις Κουκκίδα. Πρόκειται, όπως σημειώνει ο επιμελητής, για μια «ονομαστική κατάθεση στο ταμείο της μνήμης», που δίνει πλέον όνομα και επώνυμο σε ανθρώπους που για πολλές δεκαετίες υπήρξαν απλοί (και συχνά ατεκμηρίωτοι) αριθμοί.
Ασφαλώς, η πολύτιμη συμβολή της Κ. Ξηραδάκη «δεν είναι Ιστορία», όπως ορθά επισημαίνει ο Κ. Γιούργος, αλλά η «πρώτη ύλη χωρίς την οποία δεν γράφεται Ιστορία». Και αυτήν την πρώτη ύλη μπορούν να εκμεταλλευτούν καλύτερα οι σημερινοί ιστορικοί, καθώς οι δικές τους αφηγήσεις για τη δεκαετία του ’40 έχουν απομακρυνθεί πια από την (πάντα χρήσιμη αλλά πλέον σχεδόν εξαντλημένη) πολιτική ή διπλωματική ιστορία, για να στραφούν σε μια οπτική «από τα κάτω», ακόμη και σε επίπεδο μικροϊστορίας ή βιογραφικής αφήγησης, προκειμένου να συγκροτηθεί έτσι το ψηφιδωτό της κοινωνικής ιστορίας της περιόδου.
Κυκλοφόρησε και η βιογραφία
Μαζί με την επανέκδοση των Κατοχικών κυκλοφόρησε, από τις Εκδόσεις Κουκκίδα, το βιβλίο της ιστορικού Τασούλας Βερβενιώτη Κούλα Ξηραδάκη: Εγώ δεν τα παράτησα. Πρόκειται για τη «βιογραφία μιας αυτοδίδακτης ιστορικού», όπως διευκρινίζει και ο υπότιτλος. Τα βήματα της Τ. Βερβενιώτη συναντήθηκαν με αυτά της Κ. Ξηραδάκη κατά τη διάρκεια της έρευνάς της για το ρόλο των γυναικών στην Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Σύντομα, αυτή η γνωριμία μετατράπηκε σε μια σχέση διδαχής, μέσα από την οποία η αυτοδίδακτη ιστορικός μετέδιδε το πείσμα και το πάθος για την έρευνα στην νεότερη. Η βαθιά φιλία που ένωσε τις δύο γυναίκες οδήγησε και σε δύο μεγάλες συνεντεύξεις της Κ. Ξηραδάκη, που μαζί με υλικό από το αρχείο της επέτρεψαν στην Τ. Βερβενιώτη να αφιερώσει σήμερα στη μνήμη της αυτή τη σύντομη βιογραφία, που την χαρακτηρίζει, πάνω απ’ όλα, το πάθος για την έρευνα και την ιστορία…