Γράφει η Έλσα Λιαροπούλου
Όταν εισήλθα για πρώτη φορά στον κόσμο του Ντοστογιέφσκι από τις εκδόσεις Δαρεμά, στην εφηβεία, όπως όλοι της γενιάς μου, ένοιωσα, θυμάμαι, αμηχανία αρχικά και στη συνέχεια μια φοβερή έλξη και μια επιτακτική ανάγκη να διαβάσω όλο το έργο του μονορούφι. Στο τέλος φυσικά δεν κατάφερα να κατανοήσω αυτά που είχα διαβάσει, μου έμεινε ωστόσο μια αίσθηση οικείου και συνάμα απόμακρου καθώς κι ένας μόνιμος θόρυβος πάλης με συνεχείς πτώσεις.
Στις επόμενες επαφές με το έργο του συνειδητοποίησα ότι η αρχική, πρώιμη αίσθηση ήταν σωστή. Γιατί αυτό είναι ο Ντοστογιέφσκι: Μια συνεχής και αιματηρή αντιπαράθεση προς τα λογικά κατασκευάσματα, τις ηθικές και τις ιδεολογίες που θέτει πάντα η ανθρωπότητα για να τιθασεύσει την ανθρώπινη ψυχή, η οποία τόσο τρομερή μπορεί να γίνει στο ξεδίπλωμά της, στην αξεδιάλυτη πάλη της ανάμεσα στην ταπείνωση και την υπεροχή.
Οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι κάθονται στο κατώφλι. Στα άκρα. Ακροβατούν ανάμεσα στο τίποτα και στο όλα, το πουθενά και το παντού, το πάνω και το κάτω. Βρίσκονται μέσα σε ανεμοστρόβιλους κι όλα τους σπρώχνουν από τους εσωτερικούς, ασφαλείς χώρους, στο κατώφλι από το οποίο αντιμετωπίζουν την άβυσσο και το κενό, το χάος. Στο κατώφλι είναι η ώρα της κρίσης που θα φέρει την μεταβολή. Γιατί το έργο του Ντ. είναι μια διαρκής μεταβολή, δεν κάθεται πουθενά. Όλα είναι οριακά, στην υπερβολή τους, βρίσκονται κοντά στα αντίθετά τους.
Οι ήρωες της Ντοστογιεφσκικής μυθολογίας γοητεύονται από τις ιδέες, αναπνέουν ιδέες, διαλέγονται συνεχώς με αυτές μέσα τους και με τον έξω κόσμο, νοιώθουν άνετα όταν κινούνται στον κόσμο των ιδεών κι όχι στον πραγματικό. Βρίσκονται τόσο κοντά στο καλό όσο και στο κακό. Ο εσωτερικός τους κόσμος διαμορφώνεται με ακραία διλήμματα, γίνονται οι ίδιοι βορά στις εσωτερικές τους συγκρούσεις. Το πάθος που τους κατατρέχει για απόλυτη, τρομακτική ελευθερία τους ωθεί στα άκρα, στο κατώφλι, όπου η πτώση και η άνοδος, η γελοιοποίηση και η αυτοκάθαρση έχουν τις ίδιες προοπτικές. Ζουν μέσα στη μεταφυσική της οδύνης.
Δύο ήρωες, που συνάμα είναι και αντιήρωες, από τον Ντοστογιεφσκικό κόσμο, δύο σαλούς που συνομιλούν μεταξύ τους θα δούμε παρακάτω, τον Ρασκόλνικοφ από το Έγκλημα και τιμωρία, και τον Υπόγειο από το ομώνυμο έργο. Δύο πρόσωπα που ζουν στο όριο πασχίζοντας διαρκώς να οδηγήσουν την ανθρώπινη βούληση στην απόλυτη ελευθερία. Το τοπίο της Πετρούπολης στην διάρκεια της δεκαετίας του 1860 είναι το σκηνικό του μυθιστορήματος Έγκλημα και τιμωρία. Ένα τοπίο που δονείται από τις ιδέες του ατομοκεντρικού μηδενισμού, ο οποίος απέρριπτε κάθε δράση που δεν είναι εγωιστική. «Αφού είμαι ξένος σε όλα όσα συμβαίνουν, η μόνη ορθή στάση και αξία είναι ο ορθολογικός εγωισμός», διεκήρυττε ο Πισάρεφ.
Μια συνεχής αιματηρή αντιπαράθεση προς τα λογικά κατασκευάσματα, τις ηθικές και τις ιδεολογίες που θέτει πάντα η ανθρωπότητα για να τιθασεύσει την ανθρώπινη ψυχή: αυτό είναι ο Ντοστογιέφσκι
Ο Ρασκόλνικοφ (σχισματικός) βασανίζεται από το ερώτημα περί των ανθρωπίνων ορίων. Οπαδός των ριζοσπαστικών κύκλων μπαίνει στην λογική του ιδεολογικού φόνου, αυτού που δικαιώνεται από τα οφέλη που προκύπτουν για την κοινότητα. Ωστόσο η πραγμάτωση του φόνου φέρνει στην επιφάνεια την ηθική του συνείδηση. Στον συνεχή διάλογο με τον εαυτό του ο Ρασκόλνικοφ περνάει διαρκώς από το ένα άκρο στο άλλο. Από την αυτοϋποτίμηση, στον ρόλο του υπερανθρώπου, στην συνειδητοποίηση της πνευματικής του υπεροχής η οποία δικαιολογεί, και ίσως επιβάλλει, το έγκλημα. Δεν υποστηρίζει απλώς ιδέες, τις κάνει πράξη, η σχέση του με αυτές είναι σωματική, απαιτεί την εφαρμογή τους. Ο διπολισμός του τον κάνει διαρκώς να φλέγεται. Ζει αυτό για το οποίο ο ήρωας του υπογείου είναι σίγουρος: «ο πόνος είναι η μοναδική αιτία της συνείδησης». Μετά το έγκλημα ανακαλύπτει την δισυπόστατη φύση του, ζητάει την τιμωρία, την ανύψωση.
Η τιμωρία ωστόσο δεν γίνεται χάριν του μέτρου, όπως συμβαίνει στην αρχαία ελληνική τραγωδία που η υπέρβαση των ορίων οδηγεί στην ύβρη και ακολούθως στην κάθαρση για να αποκατασταθεί η ισορροπία και η ευρυθμία, δεν επιδιώκει ο Ντοστογιεφσκι την μεσότητα. Ο Ρασκόλνικοφ καταβάλλει το τίμημα για να οδηγηθεί στην προσωπική ελευθερία, ο φόνος φέρνει στην επιφάνεια ψυχικές ανάγκες που δεν είχε πριν.
Οι ήρωες μας Ντοστογιεφσκικής μυθολογίας γοητεύονται από τις ιδέες, αναπνέουν ιδέες, διαλέγονται συνεχώς με αυτές μέσα μας και με τον έξω κόσμο, νοιώθουν άνετα όταν κινούνται στον ιδεατό κόσμο κι όχι στον πραγματικό.
Οι ψυχικές ακροβασίες, τα βουτήγματα στο κενό, οι εσωτερικές αντιδικίες, η κατασκευή λόγου για τον εαυτό του, όλα αυτά αποκτούν άλλη διάσταση μετά τον φόνο. Ανυψώνεται στο μη ανθρώπινο του οποίου η ανακάλυψη, κατά τον Ντοστογιέφσκι, μπορεί να γίνει μόνο με το έγκλημα. Στο ίδιο πλαίσιο η ανακάλυψη του δισυπόστατου του ανθρώπου μπορεί να γίνει μόνο μέσα από ακραίες ανορθολογικές διαδικασίες που δεν είναι διόλου σίγουρο πως θα του δώσουν την ισορροπία και την γαλήνη, μιας κι αυτό δεν είναι το ζητούμενο στον καταραμένο κόσμο του Ντοστογιέφσκι.
Ο Ρασκόλνικοφ έχει μεγάλη περιφρόνηση για το Κράτος και τον Νόμο. Πριν πάει στον ανακριτή να ομολογήσει το έγκλημά του αποπειράται να το κάνει σε μια πλατεία, γονατίζοντας και φωνάζοντας δυνατά ενώ το πλήθος τον προσπερνά. Η συμβολική εξομολόγηση στο χώμα, στη γη, γίνεται η εξομολόγηση προς όλη την ανθρωπότητα, η πλατεία γίνεται το κατώφλι απ’ όπου θα οδηγηθεί στην γνώση.
Στο υπόγειο πραγματική πρωταγωνίστρια είναι η ιδέα. Για τον Υπόγειο Ηθική και Λογική είναι ένα και συγκρούονται με την ελευθερία. «Αν δύο συν δύο κάνουν τέσσερα αυτό δεν είναι πια η ζωή, είναι η αρχή του θανάτου», μονολογεί. Ο Υπόγειος έχει αποφασίσει μόνος του τον εγκλεισμό του, είναι ο τρόπος του να ορίσει την αντίστιξη «εγώ» και «οι άλλοι». Με μια παθολογική, αδυσώπητη ειλικρίνεια ανοίγει έναν αυτοτροφοδοτούμενο, ατέρμονα διάλογο με τον εαυτό του και με όλη την κοινωνία. Το παράλογο και το ανελέητο που χαρακτηρίζουν τον συνεχή διάλογο, που γίνεται όλο και πιο οξύς, όλο και πιο έντονος, όλο και πιο συγκρουσιακός, καθηλώνουν τον αναγνώστη ο οποίος νομίζει πως η φωνή που ακούει έρχεται από την κόλαση, ότι ο ομιλών έχει αποσυρθεί από την ζωή, ακόμη κι από την ανθρώπινη φύση.
Η αίσθηση αυτή της απανθρωποποίησης, η μοχθηρή επίθεση στον εαυτό του και σε ολόκληρη την κοινωνία, ο χλευασμός του προς την επιστήμη και τα μαθηματικά, μετατρέπουν τον Υπόγειο σε έναν από τους μεγαλύτερους αρνητές του ορθού λόγου στον 20ο αιώνα. Δεν έχει χαρακτηρολογικά χαρακτηριστικά, είναι ο λόγος για τον εαυτό του και για τους άλλους που ορίζουν την ύπαρξή του. Είναι ο λόγος που αναζητά την ελευθερία έξω από την τάξη του νόμου, της κοινωνίας, της κάθε είδους αναγκαιότητας. Ο υπόγειος βρίσκεται στο κατώφλι, αναζητά την πτώση στο κενό, μπορεί να νομίζει ότι ίσως και να πετάξει καθώς δεν έχει σε καμιά υπόληψη τους φυσικούς νόμους. Εκείνο, ωστόσο, που πετάει στον εαυτό του και στους άλλους είναι ο χλευασμό και η περιφρόνηση. «Ον δίποδο και αχάριστο» ονομάζει το ανθρώπινο είδος, «ακόμη κι αν του προσφέρουν όλα τα αγαθά, κάτι θα βρει να σκαρώσει».
Ο βασανιστικός Διονυσιασμός του Ντοστογιέφσκι δεν είναι εύκολο να γίνει κατανοητός. Η έλλειψη μέτρου και ορίου, η φρενίτιδα που καταλαμβάνει τους ήρωές του μόνο φόβο και αποστροφή μπορούν να προκαλέσουν στην τακτοποιημένη δυτική σκέψη μας
Οι δύο φωνές, του Ρασκόλνικοφ και του Υπόγειου, είναι φωνές που συναντώνται στον κόσμο του Ντοστογιεφσκι ως σωσίας η μία της άλλης. Και οι δυο έχουν προκύψει από την διάσπαση μιας βασανισμένης συνείδησης. Είναι φωνές-ιδέες που ασφυκτιούν κι ενώνονται για να διεκδικήσουν την πολυπόθητη, τρομακτική κι ίσως απάνθρωπη ελευθερία.
Το Ντοστογιεφσκικό τοπίο βρίσκεται στο μεταξύ. Μπορεί να θυμίζει τόσο Παράδεισο, όσο και κόλαση. Δεν υπάρχει ένα σταθερό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθούν, θα πατήσουν οι ήρωες. Οι αντιθέσεις φτάνουν στα άκρα, και κάποιες στιγμές ισορροπίας υπάρχουν για να ανατραπούν αμέσως και να φανεί βαθύτερο το κατρακύλισμα.
Μαζί κατρακυλάμε κι εμείς, οι αναγνώστες. Όσο κι αν έχουμε φροντίσει να γεμίσουμε σταθερές τη ζωή μας: σπίτια, σχέσεις, ιδεολογίες κόμματα. Όλα αυτά διαβάζοντας τον Ντοστογιεφσκι γίνονται μετέωρα. Η καταλυτική δύναμη των αντιθέτων που διατρέχει τα μυθιστορήματα μπορεί να σαρώσει ό τι με κόπο και υποχωρήσεις έχει κερδίσει ο σύγχρονος άνθρωπος. Η παρηγορία της βεβαιότητας γίνεται καπνός κι ο αναγνώστης του έργου του Ντοστογιεφσκι δεν μπορεί να είναι όπως ήταν πριν το διαβάσει, καθώς έχει μπολιαστεί από την δίψα της απόλυτης ελευθερίας. Κυρίως η διαπίστωση ότι τους ήρωες του Ντοστογιεφσκι δεν ενδιαφέρει να χτίσουν την ζωή, να δουλέψουν, να δημιουργήσουν, δεν ασχολούνται με τίποτα, φέρνει σε αμηχανία τον αναγνώστη που έχει μυηθεί στην χρησιμοθηρία και στην εργαλειοποίηση των πάντων, που θεωρεί ότι η σκέψη είναι επίπονη και χρονοβόρα κι όταν την έχει ανάγκη την υιοθετεί έτοιμη από τις πάμπολλες που κυκλοφορούν. Η συνειδητοποίηση ότι η φλεγόμενη επιθυμία που υπάρχει στο έργο του Ντοστογιεφσκι μόνο σε τραγικό αδιέξοδο και σε πόνο μπορεί να οδηγήσει είναι αρκετή για να αποσύρει το πάθος από την ζωή του σύγχρονου ανθρώπου.
Ο βασανιστικός Διονυσιασμός του Ντοστογιέφσκι δεν είναι εύκολο να γίνει κατανοητός. Η έλλειψη μέτρου και ορίου, η φρενίτιδα που καταλαμβάνει τους ήρωές του μόνο φόβο και αποστροφή μπορούν να προκαλέσουν στην τακτοποιημένη δυτική σκέψη μας. Ωστόσο, όταν τον διαβάσουμε, τίποτα δεν μπορεί να είναι όπως πρώτα, η υποψία μιας εσωτερικής αβύσσου θα μας τύπτει για καιρό.