Ένα σπουδαίο τεκμήριο για τον σοβιετικό ελληνισμό, το βιβλίο του Βλ. Αγτζίδη
Με εξαιρετικό ενδιαφέρον πραγματοποιήθηκε η παρουσίαση του βιβλίου Kόκινος Καπνάς και ο ελληνισμός του Καυκάσου 1932-1937 του ιστορικού Βλάση Αγτζίδη στην Κεντρική Βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης. Το βιβλίο βασίζεται στη διδακτορική διατριβή του συγγραφέα που εκπονήθηκε στο ΑΠΘ (Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογία, τομέας Νεότερης & Σύγχρονης Ιστορίας & Λαογραφίας).
Την εκδήλωση πλαισίωσαν, με εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εισηγήσεις, ο βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ Τρ. Μηταφίδης, ο Γ. Ζελίλωφ, πρόεδρος του Συλλόγου Παλιννοστούντων από την ΕΣΣΔ και ο Α. Κάλφας, φιλόλογος-συγγραφέας, με συντονιστή τον δημοσιογράφο Απ. Λυκεσά.
Δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστεί κανείς ότι όχι μόνο για την ελληνική ιστοριογραφία αλλά και για το κράτος και την κοινή γνώμη της Ελλάδας, ο Ποντιακός ελληνισμός υπήρξε μια ακόμη αγνοούμενη ήπειρος, όπως συμβαίνει με τον ελληνισμό των Ηνωμένων Πολιτειών (τον οποίο ενώ αγνοούμε, προστρέχουμε σ’ αυτόν σε κάθε αναποδιά), όπως επίσης με τον ελληνισμό της Κύπρου, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Βλάση Αγτζίδη, οι αιτίες του προβλήματος πρέπει να αναζητηθούν στην αδυναμία του ελληνικού κράτους αλλά και της ιθύνουσας τάξης να ενσωματώσει στη σχεδίαση της πολιτικής της οτιδήποτε ξεφεύγει από τα στενά όρια της κρατικής εξουσίας και κατεξοχήν στην πολιτική παράμετρο, η οποία μπορεί και πρέπει να λειτουργεί, ακόμη και ή κυρίως όταν όσοι συνεχίζουν να μετέχουν του ελληνικού πολιτισμού είναι με τη θέλησή τους ενσωματωμένοι σε άλλες κρατικές οντότητες.
Ένα από τα σπουδαιότερα τεκμήρια του σοβιετικού ελληνισμού, πλήρως αυτονομημένου από την Ελλάδα και σε σύγκρουση με το ιδεολόγημα της μητέρας-πατρίδας αποτελεί η εφημερίδα Κόκινος Καπνάς. Το εν λόγω έντυπο εκδιδόταν στον σοβιετικό Καύκασο, κατά τον Μεσοπόλεμο, μέχρι τις σταλινικές εκκαθαρίσεις του 1936 και 1938 και ανήκει στον ενιαίο Τύπο που είχαν τότε, όλες οι σοβιετικές εφημερίδες. Ο Κόκινος Καπνάς εξέφρασε τη συνάντηση των σοβιετικών αντιλήψεων για την κοινωνία και τον πολιτισμό με τις ριζοσπαστικότερες ελληνικές θέσεις αποτυπώνοντας έναν καθεστωτικό κομμουνιστικό λόγο. Παράλληλα, ανιχνεύονται οι νέοι κώδικες που εισήχθησαν στη σοβιετική κοινωνία, δίνοντας μια μοναδική ευκαιρία αποκρυπτογράφησης των μηχανισμών ελέγχου και των μεθόδων που εφαρμόστηκαν προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του βίαιου μετασχηματισμού.
Μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας προβάλλει ένας άγνωστος ελληνικός κόσμος ο οποίος κλήθηκε να πειθαρχήσει στις νέες απόψεις που εκφράστηκαν από τη σοβιετική εξουσία. Ακολουθώντας, μάλιστα, τους σοβιετικούς, δημοσιογραφικούς κανόνες, χρησιμοποιούσε τη φωνητική γραφή, παραμένοντας πιστός στις απόψεις του δημοτικισμού.
Εύκολα κατανοεί κανείς την αντικειμενική δυσκολία ενός πληθυσμού που έχει για εργαλείο επικοινωνίας την μητρική διάλεκτο και κάποιες φορές τα τουρκικά. Αξίζει να τονίσουμε ότι οι υπεύθυνοι της εφημερίδας αγωνίζονται μαχητικά και με επιτυχία για τη διάδοση της εφημερίδας και δεν διστάζουν μάλιστα να συγκρουστούν με κομματικά όργανα όταν αυτά την υποκαθιστούν σε κάποια ελληνικά χωριά με ρώσικα ή άλλα έντυπα.
Μέσα από τις στήλες της εφημερίδας, τις πολεμικές, τις καταγγελίες και τις αναφορές σε καταδίκες διαφόρων που έχουν -υποτίθεται πάντα δίκαια- κριθεί ένοχοι απέναντι στη σοβιετική νομιμότητα, διαφαίνεται και το δράμα των άλλων. Εκείνων δηλαδή που έφθασαν στον ρωσικό Πόντο μετά τους τουρκικούς διωγμούς το 1918 και που όχι μόνο δεν συμμερίζονται το υμνολόγιο προς τον Κεμάλ, αλλά διατηρούν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους και προσβλέποντας στον διάλογο με το εθνικό κέντρο και πολλές φορές ακόμη στον νόστο .
Το βιβλίο του Βλάση Αγτζίδη όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γιάγκος Ανδρεάδης, καθηγητής Επικοινωνίας Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο: «Είναι οι τραυματικές και αιμάσσουσες μνήμες των Μπολσεβίκων του Πόντου που διαβάζει κανείς με σπαραγμό που ακόμη και η απλή τους εξιστόρηση απαιτεί την ανατροπή των σταθερών μας και τη βαθιά ανασκευή των εργαλείων της σκέψης μας, αν όχι και των συντεχνιακών ισορροπιών που προωθούνται υπό το προσωπείο της επιστημονικής αντικειμενικότητας».
Στις αρχές του 21ου αιώνα ήρθε ο καιρός να μελετήσουμε ξανά την Ιστορία μας. Πράγμα δύσκολο, αφού τα σύγχρονα σχολικά βιβλία φανερώνουν την έκταση της πολύχρονης αδιαφορίας. Τα κενά είναι πολλά και ο χώρος τόσο εκτεταμένος που οι αποσπασματικές μας γνώσεις να μοιάζουν με φωτισμένα πλοία που ταξιδεύουν στο βαθύ και σκοτεινό πέλαγο χωρίς προορισμό και αφετηρία .
Το βιβλίο του Βλάση Αγτζίδη, λοιπόν, όπως υπογραμμίζει ο Γ. Ανδρεάδης, «έρχεται να ρίξει άπλετο φως στις αιμάσσουσες μνήμες των Μπολσεβίκων του Πόντου που ακόμη και η απλή τους εξιστόρηση απαιτεί την ανατροπή των σταθερών μας καθώς και την ανασκευή των εργαλείων της σκέψης αν όχι και των συντεχνιακών ισορροπιών που προωθούνται, υπό το προσωπείο της επιστημονικής αντικειμενικότητας».
Γιούλη Ιεραπετριτάκη, ιστορικός-αρχαιολόγος