Από την επίκληση της εκλογικής βούλησης στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία

Του Βασίλη Ξυδιά

 

Χιλιομαδημένη μαργαρίτα έχουν καταντήσει τη λαϊκή θέληση πολιτικοί αναλυτές και δημοσκόποι, που σαν σύγχρονοι οιωνοσκόποι ψάχνουν δήθεν να αποκρυπτογραφήσουν το τι «πραγματικά» θέλουν οι Έλληνες, είτε μεθερμηνεύοντας το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιανουαρίου είτε προβαίνοντας σε νέες σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης. Και εννοείται, βέβαια, ότι το δίλημμα «έντιμος συμβιβασμός ή ρήξη» βάσει του οποίου διεξάγεται η συζήτηση είναι καταφανώς ανέντιμο και αποπροσανατολιστικό. Διότι έχει πλέον γίνει σαφές ότι αν υπάρξει οποιαδήποτε συμφωνία, αυτή όχι μόνο έντιμη δεν θα είναι για την ελληνική πλευρά, αλλά ούτε καν συμβιβασμός. Θα πρόκειται για καθολική κατάρρευση του μετώπου και άτακτη επιστροφή στον κοινό παρονομαστή των μνημονιακών κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά – κρατώντας ως μόνο ίσως στοιχείο «εντιμότητας» το ότι εμείς τουλάχιστον το παλέψαμε πριν να παραδοθούμε.

 

Το επιχείρημα της «λαϊκής εντολής»

Δεν φταίνε, όμως, όσοι σπεκουλάρουν πάνω στη ρητορική ολισθηρότητα του διλήμματος. Φταίει πρώτη απ’ όλους η ελληνική κυβέρνηση που, όπως και στο άλλο ζήτημα, με την περιβόητη «δημιουργική ασάφεια» της ενδιάμεσης συμφωνίας, έτσι και σ’ αυτό, έβαλε η ίδια τα χεράκια της και έβγαλε τα ματάκια της. Ξεκινώντας τις επαφές με τους συνομιλητές της έβαλε στο τραπέζι το επιχείρημα της «λαϊκής εντολής». … Τι το χρειαζόταν; Γιατί δεν της αρκούσε, με δεδομένη τη νωπή δημοκρατική εκλογή της, να πει στους Γερμανούς και τους άλλους συγκαθήμενούς της «χαίρετε, αυτοί είμαστε εμείς, αυτό λέμε»; Γιατί, άραγε, χρειαζόταν να επικαλεστεί τη λαϊκή εντολή ως περιοριστικό εμπόδιο για να μην προβεί στις υποχωρήσεις που της ζητούσαν; Είναι, λοιπόν, ένα ερώτημα αν η επίκληση της «λαϊκής εντολής» ήταν πράγματι στοιχείο ισχύος και διαπραγματευτικής επιμονής, όπως θεωρήθηκε στην αρχή ή μήπως υπέκρυπτε στην πραγματικότητα έλλειψη αυτοπεποίθησης και ουσιαστική αδυναμία υποστήριξης της πολιτικής της στάσης αυτής καθεαυτής.

Σήμερα, πάντως, έχουμε πλέον φτάσει στο σημείο όπου η δήθεν ερμηνεία της «λαϊκής εντολής» να μην είναι παρά ένα επικοινωνιακό στρατήγημα -με το οποίο παίζουν και οι αντίπαλοι της κυβέρνησης, αλλά, φοβάμαι, και η ίδια- με σαφέστατο πολιτικό σκοπό όχι τη διάγνωση, αλλά τη μεταβολή της λαϊκής θέλησης· τη μετατόπισή της προς το πιο συντηρητικό άκρο του φάσματος. Αυτό επιτυγχάνεται βέβαια με τη διαστρεβλωτική διατύπωση του διλήμματος (ο μεν «έντιμος συμβιβασμός» να θεωρείται εξ ορισμού εφικτός, η δε «ρήξη» να αφήνεται ασαφώς απροσδιόριστη, σαν μια μαύρη τρύπα απ’ την οποία μπορούν να έρθουν στην επιφάνεια όλα τα τέρατα του Άδη). Επιτυγχάνεται όμως επίσης -και θα έλεγα, κυρίως- με τον απλουστευτικό και στατικό χαρακτήρα που δίνεται στην έννοια της λαϊκής θέλησης. Έτσι, η εκλογική ετυμηγορία της 25ης Ιανουαρίου αξιολογείται στατικά και όχι, όπως θα έπρεπε, δυναμικά, σαν ένας σταθμός σε μια πορεία μεταβολής-ωρίμανσης της λαϊκής συνείδησης, ενώ από την άλλη αποκρύβεται -αποσιωπάται- η σημασία που έχει για τη διαμόρφωση της λαϊκής αυτής γνώμης η στάση που τηρεί η πολιτική ηγεσία, η οποία, ας μην το ξεχνάμε, είναι ένα κρίσιμο τμήμα του λαού που ερωτάται να πει τη γνώμη του.

Κι ας παραδεχτούμε ότι η λαϊκή ετυμηγορία της 25ης Ιανουαρίου είχε ένα στοιχείο αντιφατικό. Ότι από τη μια μεριά ήταν μια σαφής, ξεκάθαρη απόρριψη των μνημονίων, της λιτότητας και του πολιτικού προσωπικού που τα υποστήριξε. Ενώ από την άλλη, στο βαθμό που κι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ζήτησε τίποτα περισσότερο από μια εντολή για «πραγματική διαπραγμάτευση», δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιο ποσοστό του εκλογικού σώματος ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ με τη διάθεση να φτάσει στα άκρα, και ποιο ποσοστό το έκανε ελπίζοντας στο καλό σενάριο· δηλαδή σε μια συμφωνία χωρίς ριζικές ανατροπές. Αλλά ακόμα κι έτσι, το ενδεχόμενο της ρήξης είχε σαφέστατα ονοματιστεί, και μάλιστα, όχι από τίποτα «αριστεριστές» του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα και από τους ανθρώπους που στελέχωσαν το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης· πρώτα απ’ όλα απ’ τον Γιάνη Βαρουφάκη. Επομένως, κανείς δεν δικαιούται να επικαλεστεί άγνοια του ενδεχόμενου της ρήξης· του ενδεχόμενου να μην επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος έντιμος συμβιβασμός.

 

Φαύλος κύκλος

Μεγαλύτερη όμως σημασία απ’ αυτήν τη «στατική» ανάγνωση των πραγμάτων έχει το να θυμηθούμε τί ακολούθησε κατά την πρώτη μετεκλογική περίοδο, όταν η κυβέρνηση επέδειξε τη θαρραλέα και αξιοπρεπή στάση που ανέτρεψε τα πολιτικά δεδομένα και κέρδισε την απόλυτη υποστήριξη του ελληνικού λαού. Εκεί φάνηκε πως η κοινωνία -είτε ως εκλογικό σώμα, είτε ως κινητοποιημένος λαός- είναι διατεθειμένη να ρισκάρει όλο και περισσότερο, ανατρέποντας ένα προς ένα όλα τα κλασικά στάνταρ της έως τότε ιδεολογικοπολιτικής της συμπεριφοράς. Κι αυτό δείχνει πόσο κρίσιμος είναι ο ρόλος της ίδιας της πολιτικής ηγεσίας ως συστατικού παράγοντα της κοινωνίας, αναγκαίου για την εμψύχωση και την ανασύνθεσή της. Ερήμην της πολιτικής ηγεσίας και της «ερμηνείας» που αυτή μπορεί να δώσει στα πράγματα, ούτε λαός υπάρχει, ούτε ενιαία λαϊκή θέληση. Αυτό που υπάρχει είναι ένα ασύμμετρο σύμφυρμα εκλογέων-ψηφοφόρων, απολύτως ανίκανο να ανταποκριθεί σε υπερβάσεις και ανατροπές του είδους που εκ των πραγμάτων συνεπάγεται η απόρριψη των μνημονίων και της λιτότητας. Όταν, λοιπόν, οι πολίτες βλέπουν την πολιτική ηγεσία που εμπιστεύονται να κομπιάζει, είναι απολύτως φυσικό να γέρνουν κι αυτοί προς τη διστακτικότητα και τον φόβο συναισθανόμενοι τη δική τους ουσιαστική ανεπάρκεια. Όλα λειτουργούν σαν ένας φαύλος κύκλος μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας.

 

Δημοψήφισμα και ανάληψη ευθύνης

Από τα παραπάνω προκύπτει ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα. Πως όσο παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο της μη-συμφωνίας -το «κακό» ενδεχόμενο- η κυβέρνηση οφείλει να ονοματίζει αυτό που κατά την άποψή της πρέπει να συμβεί σ’ αυτήν την περίπτωση, είτε αυτό λέγεται ρήξη είτε λέγεται οτιδήποτε άλλο. Δεν μπορεί ούτε να το ξορκίζει, κάνοντας πως δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, ούτε να υπεκφεύγει παραπέμποντας γενικώς και αορίστως στη λαϊκή εντολή και στα όρια που υποτίθεται πως της θέτει. Κι αν πραγματικά κρίνει ότι αυτό που πρέπει να γίνει χρειάζεται και να επικυρωθεί μέσα από μια περαιτέρω θεσμική διευκρίνιση της λαϊκής θέλησης -π.χ. μέσα από ένα δημοψήφισμα- ας το κάνει. Στην περίπτωση, όμως, αυτή δεν μπορεί να αφήνει να υπονοείται πως θα μπορούσε να διαχειριστεί και τη μία και την άλλη απόφαση σαν να μην τρέχει τίποτα.

Πολιτική ηγεσία σημαίνει ανάληψη της ευθύνης στη διαμόρφωση της λαϊκής θέλησης, κι όχι απλή διεκπεραίωση της κάθε λαϊκής επιθυμίας. Ο πολιτικός ηγέτης βάζει το κεφάλι του στον ντορβά παίρνοντας συγκεκριμένη θέση. Κι αν κερδίσει, κέρδισε. Αν χάσει, έχασε. Δεν μπορεί να τα έχει μονά-ζυγά δικά του.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!