Κράτος και μαφία «εξαφανίζουν» 43 σπουδαστές στο Μεξικό
Του Ερρίκου Φινάλη
Το Μεξικό ολόκληρο βρίσκεται εδώ και χρόνια σε βαθιά κρίση διαρκείας, όχι μόνο πολιτική, αλλά και κοινωνική και οικονομική. Η επάνοδος στην εξουσία του «Θεσμικού Επαναστατικού Κόμματος», που κυβερνούσε τη χώρα αδιαλείπτως επί 7 δεκαετίες ως το 2000, και επέστρεψε το 2012 με την εκλογή του σημερινού προέδρου, απλά χειροτέρεψε μια ήδη δραματική κατάσταση.
Από το 2006 μέχρι σήμερα, πέραν των 30.000 «εξαφανισμένων», η χώρα μετρά 130.000 δολοφονημένους, στη μεγάλη πλειοψηφία τους αθώα θύματα του «πολέμου εναντίον των εμπόρων ναρκωτικών». Ενός πολέμου που κάθε άλλο παρά σαφής είναι, δεδομένου ότι η παραδοσιακή διαφθορά του κρατικού μηχανισμού και της πολιτικής τάξης έγινε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι με τις διάφορες μαφίες που ελέγχουν πολιτείες ολόκληρες. Οι λυκοσυμμαχίες μεταξύ του κράτους, της αστυνομίας, του στρατού και των αντιμαχόμενων συμμοριών αλλάζουν καθημερινά. Η βία που ασκούν οι κρατικές δυνάμεις και ακόμα περισσότερο οι συμμορίες φτάνει σε σημεία απίστευτης βαρβαρότητας και απάνθρωπου παραλογισμού.
Ατιμωρησία των ναρκο-εμπόρων
Ο Μεξικάνος συγγραφέας Χουάν Βιγιόρο χαρακτηρίζει το κράτος του Μεξικού «διπολικό και σχιζοφρενικό», τονίζοντας ότι στην παραδοσιακή ατιμωρησία στρατού και αστυνομίας τώρα προστέθηκε και η ατιμωρησία των εμπόρων ναρκωτικών, οι οποίοι έχουν διαβρώσει το καθεστώς που υποτίθεται ότι τους καταπολεμά. Είναι ενδεικτικό το παράδειγμα του «καρτέλ των Ζήτα»: Ξεκίνησε ως άτυπη συμμαχία μεταξύ εμπόρων ναρκωτικών και στελεχών των ειδικών δυνάμεων του μεξικάνικου στρατού με στόχο την καταπολέμηση των Ζαπατίστας και άλλων αντάρτικων οργανώσεων και κατέληξε, αφού οι στρατιωτικοί πήραν τον έλεγχο της συμμορίας, σε ένα από τα ισχυρότερα εγκληματικά καρτέλ του Μεξικού. Συνολικά υπάρχουν 7-8 τέτοια καρτέλ, που είναι συγκροτημένα σαν πολυεθνικές επιχειρήσεις (με αντικείμενο την εμπορία ναρκωτικών, ανθρώπινων οργάνων, όπλων, αλλά και ληστείες, απαγωγές, διακίνηση μεταναστών, πορνεία κ.λπ.) και έχουν στρατιωτικά δομημένες ένοπλες μονάδες. Ο πόλεμος που εξαπέλυσαν εναντίον τους οι αρχές των ΗΠΑ και του Μεξικού, αυτοϋπονομευμένος από τη διαφθορά και από τις «παράπλευρες στοχεύσεις» του (χτύπημα των εξεγέρσεων και των αντάρτικων), αντί να τα αποδυναμώσει τα ενίσχυσε…
Εγκλωβισμένο σε αυτή την κατάσταση, μεγάλο τμήμα της μεξικάνικης κοινωνίας σταδιακά υποτάχθηκε στο φόβο και στον κυνισμό, προσπαθώντας απλά να αποφύγει το «κακό συναπάντημα» με οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές. Την ίδια στιγμή βέβαια ολόκληρες περιοχές όπου υπάρχει ισχυρή παρουσία λαϊκών ριζοσπαστικών οργανώσεων και αντάρτικων εκμεταλλεύθηκαν την κατάσταση και ανέπτυξαν μια τρίτη «παράλληλη εξουσία» με τη μορφή αυτοάμυνας τόσο εναντίον του κράτους όσο και εναντίον των καρτέλ. Συνολικά όμως, ακόμη και στις μεγάλες πόλεις, κυριάρχησε η σιωπή.
Πανεθνικό ρεύμα
Αλλά τώρα η «εξαφάνιση» των 43 σπουδαστών φαίνεται να είναι η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Δεν πρόκειται μόνο για τις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων που διαδηλώνουν καταδικάζοντας τη διαπλοκή κράτους και μαφίας, αλλά για πολλούς ως πρόσφατα «σιωπηρούς» παράγοντες με ισχυρή κοινωνική επιρροή: από ηθοποιούς σε δημοφιλή σίριαλ ως ποδοσφαιρικά ινδάλματα, εκατοντάδες είναι αυτοί που συντάσσονται ανοιχτά πια με τα κινήματα και φωνάζουν το σύνθημα «Κουράστηκα να φοβάμαι». Δημιουργείται έτσι για πρώτη φορά ένα μεγάλο πανεθνικό ρεύμα που ενώνει κινήματα πολιτών, προοδευτικούς κληρικούς, αριστερές οργανώσεις, συνδικάτα, ιθαγενικές κοινότητες και «πολλαπλασιαστές της κοινής γνώμης», το οποίο απαιτεί την αποκάλυψη και τιμωρία των πραγματικών ενόχων και την παραίτηση της εγκληματικής κυβέρνησης και του προέδρου Πένια Νιέτο.
Τα γεγονότα
Μεξικό, πολιτεία του Γκερέρο, δήμος της Ιγκουάλα: Μια ομάδα σπουδαστών πηγαίνει σε εκδήλωση προς τιμή των διαδηλωτών που δολοφονήθηκαν από το καθεστώς τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων του 1968 («σφαγή του Τλατελόκο»). Είναι παιδιά φτωχών αγροτικών οικογενειών που σπουδάζουν στο κρατικό κολέγιο της Αγιοτζινάπα για να γίνουν δάσκαλοι στα χωριά τους.
Με εντολή του «κεντροαριστερού» δημάρχου, η τοπική αστυνομία τους φράζει το δρόμο και ανοίγει πυρ. Έξι πέφτουν επιτόπου νεκροί, 25 τραυματίζονται και διακομίζονται στο τοπικό νοσοκομείο. Επιπλέον, 43 συλλαμβάνονται. Τους βάζουν σε κλούβες της αστυνομίας, και έκτοτε κανείς δεν τους ξαναβλέπει. Η αστυνομία αρχικά αρνείται ότι τους συνέλαβε. Ο στρατός, που έχει στρατόπεδο δύναμης 500 ανδρών εκεί κοντά, ισχυρίζεται ότι «δεν άκουσε πυροβολισμούς» κι ότι τα συνηθισμένα περίπολα στην περιοχή δεν πραγματοποιήθηκαν ειδικά εκείνο το βράδυ διότι… «480 στρατιώτες βρίσκονταν σε άδεια και οι υπόλοιποι 20 φρουρούσαν το στρατόπεδο»!
Οι 43 προστίθενται στην τεράστια λίστα των 30.000 «εξαφανισμένων» των τελευταίων οχτώ χρόνων (από αυτούς, οι αρχές έχουν εξετάσει… 291 περιπτώσεις – καμία δεν έχει εξιχνιαστεί!). Η κατακραυγή αναγκάζει την κυβέρνηση να διατάξει «έρευνα», όμως δεν καταλήγει πουθενά. Οι διαμαρτυρίες πολλαπλασιάζονται, με σύνθημα «Μας τους πήρατε ζωντανούς, τους θέλουμε πίσω ζωντανούς». Ο πρόεδρος της χώρας Πένια Νιέτο δηλώνει ότι «είναι απαράδεκτο ορισμένοι να προσπαθούν να εκμεταλλευθούν αυτήν την τραγωδία».
Στο μεταξύ, αυτό που «αγνοεί» το κράτος, το ανακαλύπτει ένας ενοχλητικός ιερέας, ο Αλεχάντρο Σολαλίντε (ήδη στοχοποιημένος από τους παρακρατικούς και τους εμπόρους ναρκωτικών επειδή υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα). Συγκεκριμένα, ο Σολαλίντε δίνει στοιχεία ότι οι 43 συλληφθέντες παραδόθηκαν από την αστυνομία στη συμμορία Guerreros Unidos. Ο ιερέας αποκαλύπτει ότι οι συμμορίτες εφάρμοσαν μια προσφιλή τους μέθοδο: πήγαν τους 43 σε μια ερημιά, άναψαν μια μεγάλη φωτιά και τους έκαψαν…
Στις 7 Νοεμβρίου, κι ενώ το Μεξικό συγκλονίζεται από τεράστιες διαδηλώσεις, η επίσημη έρευνα καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα. Ή σχεδόν: συλλαμβάνονται δύο μέλη της συμμορίας, στα οποία επιρρίπτεται όλη η ευθύνη. Κουβέντα για τη διαπλοκή κράτους και εμπόρων ναρκωτικών, «άγνωστο» πώς οι 43 κατέληξαν στα χέρια των συμμοριτών. Παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα σε συνέντευξη Τύπου, ο ομοσπονδιακός γενικός εισαγγελέας του Μεξικού Χεσούς Μουρίγιο αποφεύγει τις ενοχλητικές ερωτήσεις με τη φράση «Αρκετά, κουράστηκα». Αμέσως η προκλητική φράση του συμπληρώνεται από τους διαδηλωτές και γίνεται σύνθημα: «Κουράστηκα να φοβάμαι». Οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται.