Το φετινό καλοκαίρι δεν πέρασε με τη γνωστή, χιλιοειπωμένη ραστώνη. Έδωσε πυκνές, καταιγιστικές εξελίξεις με μεγάλο ειδικό βάρος. Πληθαίνουν τα σημάδια ότι το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε σημείο καμπής και ότι συντελούνται μεγάλες, τεκτονικές μετατοπίσεις στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων. Ανάμεσα στη Δύση και στον αστερισμό των ανερχόμενων (μεγάλης ετερογένειας) δυνάμεων, αλλά και ανάμεσα στις διάφορες ανταγωνιζόμενες στρατοπεδεύσεις εντός Δύσης. Αν έπρεπε να το διατυπώσουμε με λίγα λόγια:
1) Η Δύση / ΗΠΑ εμφανίζουν όλο και σαφέστερα την αδυναμία τους να επιβάλλουν απρόσκοπτα τη βούλησή τους στα παγκόσμια πράγματα. Γίνονται ορατά τα όριά τους, και αυτό παροξύνει την κρίση τους, την αστάθεια και τις αντιφάσεις των πολιτικών επιλογών των δυτικών ελίτ, αλλά και τις ροπές προς μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση της σύγκρουσης με τη Ρωσία και την Κίνα.
2) Το παγκόσμιο κέντρο μετατοπίζεται πιο ευδιάκριτα προς την «Ανατολή», αν και η διαδικασία αυτή έχει τις δικές της μεγάλες αντιφάσεις και χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη υβριδικότητα. Δεν μπορεί να υπαχθεί σ’ ένα σχήμα ενιαίου στρατοπέδου. Στο πλαίσιό της πάντως καίριες ενδιάμεσες δυνάμεις –η Ινδία πρωτίστως– ωθούνται προς θέσεις απομακρυνόμενες από τη Δύση προκειμένου να αμυνθούν απέναντι στην απροσχημάτιστη προσπάθεια της τελευταίας να τις καταστήσει υποχείριες.
3) Μια σειρά εξελίξεων –υπόκωφων συχνά και υποφωτισμένων στη δημόσια συζήτηση– αποκαλύπτουν τις δυναμικές μιας σοβούσας μεγάλης κλίμακας συστημικής κρίσης, ικανής να κλονίσει το παγκόσμιο σύστημα. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η Δύση –η αμερικανική διοίκηση πρωτοστατεί σ’ αυτό– καταφεύγει σε κινήσεις συχνά χοντροκομμένες και σπασμωδικές (δασμοί, κυρώσεις, χρησιμοποίηση του δολαρίου ως όπλου γεωπολιτικής επιβολής) που φλερτάρουν με το ντόμινο μιας γενικευμένης αποσταθεροποίησης, με εκβάσεις πολύ δύσκολα προβλέψιμες.
Το ουκρανικό συμπυκνώνει πολλά, αλλά δεν είναι «όλη η εικόνα»
Είναι πολλά τα επίπεδα. Στο στρατιωτικό επίπεδο, η Ρωσία κερδίζει αυτόν τον πόλεμο, και προκύπτει το καίριο και πολύ ακανθώδες ζήτημα της διαχείρισης της κατάστασης που πάει να εξελιχθεί σ’ ένα τεράστιο ΝΑΤΟϊκό-ευρωτατλαντικό-αμερικανικό φιάσκο. Η διαδικασία επιθετικής περίσφιξης της Ρωσίας που προώθησε η Δύση (τουλάχιστον από το 2014) στο έδαφος της Ουκρανίας, οδεύει να της γυρίσει μπούμερανγκ, παροξύνοντας και επιταχύνοντας σημαντικά την κρίση ηγεμονίας της.
Το ουκρανικό έχει τροφοδοτήσει ένα ευρύτερο ντόμινο δυναμικών. Η Δύση δεν μπήκε φυσικά σ’ αυτή τη σύγκρουση για να τη χάσει. Εκτίμησε όμως συνολικά λανθασμένα τη δυνατότητα της Ρωσίας να μοχλεύσει ισχύ (δική της και των συμμαχιών που μπόρεσε να πετύχει σε διάφορα επίπεδα με την Κίνα και άλλες ομάδες χωρών της παγκόσμιας περιφέρειας), ικανή για να διεξάγει με επιτυχία έναν τέτοιο πόλεμο. Και στο οικονομικό-γεωοικονομικό επίπεδο. Γίνεται πλέον εμφανές ότι η σύγκρουση στο πεδίο της Ουκρανίας τροφοδοτεί πολύπλοκες διαδικασίες –ολοένα επιταχυνόμενες– πολιτικών και οικονομικών αντισυσπειρώσεων απέναντι στις ΗΠΑ / Δύση. Όλος ο πόλεμος των συστημάτων πληρωμών (ο αποκλεισμός του ρωσικού χώρου από το SWIFT ήταν η εναρκτήρια βολή), τα απανωτά κύματα κυρώσεων που άρχισαν από τη διοίκηση Μπάιντεν και τους ευρωπαίους και συνεχίζονται, η κατά ριπάς χρήση από τον Τραμπ των δασμών ως όπλου για την επιβολή ευθυγράμμισης προς τις ΗΠΑ, έχουν επιταχύνει την εξ αντικειμένου αντιδυτική συσπείρωση δυνάμεων.
Η διαδικασία έχει σημαντικούς σταθμούς διαρκούς αναβάθμισης και της συνακόλουθης αυξανόμενης αυτοπεποίθησης των βασικών παικτών (Κίνας, Ρωσίας, Ινδίας, Βραζιλίας και άλλων). Τα μηνύματα είναι διαρκή και ποιοτικά διευρυνόμενα, με ορόσημα την περσινή σύνοδο των BRICS στο Καζάν, την πρόσφατη συνάντηση των χωρών του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης στην Τιαντζίν της Κίνας (με την εικόνα της σύσφιξης της τριγωνικής σχέσης Κίνας-Ρωσίας-Ινδίας να είναι εξέλιξη ικανή από μόνη της να τροποποιήσει το ισοζύγιο του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων), και στη συνέχεια τη συμμετοχή μιας σειράς χωρών στους γιορτασμούς των 80 χρόνων από τη νίκη της Κίνας επί της Ιαπωνίας (όπου το τρίο Κίνα-Ρωσία-Β. Κορέα δέσποσε, κάνοντας επίδειξη των στρατηγικών συμμαχικών του δεσμών). Θα κρατήσουμε δύο χαρακτηριστικά (και δεν είναι βεβαίως μόνο αυτά):
1) Η Κίνα εμφανίζεται με αυξανόμενη αυτοπεποίθηση (και στήριξη) σαν εγγυητής της δυνατότητας μιας άλλης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, ικανής να αντιμετωπίσει την αστάθεια της κλονιζόμενης παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ.
2) Η προβολή (και η αναγνώριση από ένα σύνολο χωρών που συγκεντρώνουν τη μεγάλη πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού) του ρόλου της Κίνας στην έκβαση του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου, εικονοποιεί χαρακτηριστικά την αξίωση της παγκόσμιας μη-Δυτικής περιφέρειας να έχει λόγο για τα παγκόσμια πράγματα, αντίστοιχο με το ειδικό της βάρος, τελειώνοντας μια μακρά περίοδο (αρκετών αιώνων) ουσιαστικής μονοκρατορίας της Δύσης. Οι αντιδράσεις της αμερικανικής διοίκησης –οι αμήχανες δηλώσεις Τραμπ για συνωμοσία Ρωσίας και Κορέας, με αποφυγή μάλιστα σε αναφορά στην Κίνα!– συμπληρώνουν την εικόνα.
Στη βάση της «επιλογής πολέμου» έχει στηθεί μια ολόκληρη πολιτική, που εκτείνεται από τις μεγάλες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις μέχρι τη νομιμοποίηση των μεθοδεύσεων ουσιαστικής κατάργησης ακόμη και των θεμελιωδών προβλέψεων της (αστικής) δημοκρατίας
Όμως η Δύση έχει δόντια και συνεχίζει να δαγκώνει
Δεν οδεύουμε προς κάποιο «happy end». Το ουκρανικό είναι καίριος κόμβος, αλλά δεν είναι ο μόνος. Επηρεάζει, επηρεάζεται και συνυπολογίζεται σε ευρύτερους σχεδιασμούς και αναδασμούς. Η Μ. Ανατολή είναι το πρώτο παράδειγμα. Είναι η κατ’ εξοχήν περιοχή όπου τα κέντρα ισχύος του αμερικανοσιωνιστικού συμπλέγματος (που συνεχίζουν να έχουν καταλυτική επιρροή εντός Δύσης) παίζουν με τις «τελικές λύσεις» και τα σενάρια διευρυμένου (απέναντι σε Λίβανο, Συρία, Υεμένη, Ιράν, τμήματα του Ιράκ και πάει λέγοντας) ολοκληρωτικού πολέμου, ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης. Με αιχμή το Ισραήλ, προωθούν την εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων αλλά και νέους κύκλους ρεβάνς απέναντι στο Ιράν, για τους οποίους προετοιμάζονται εντατικά (αν και ασθμαίνοντας, γιατί και εδώ η Δύση φαίνεται να έχει αγγίξει τα παραγωγικά όριά της σχετικά με την εξοπλιστική κάλυψη τέτοιων στόχων). Το τι διακανονισμοί –εκ των πραγμάτων προσωρινοί, ασταθείς και πολύ «δυναμικοί»– γίνονται στο παρασκήνιο με τη Ρωσία, την Κίνα και με τη συμμετοχή άλλων (Ινδία, Πακιστάν, Τουρκία, Ισραήλ) παραμένει πολύ σκοτεινό. Γίνονται πάντως, και περιλαμβάνουν και την Ανατολική Μεσόγειο, και το Αιγαίο! Η θέση του «δεδομένου και χωρίς βαθμούς αυτονομίας» σ’ αυτόν τον χορό είναι εξ αρχής σε μεγάλη διακινδύνευση.
Τι έδειξε η «Αλάσκα» και όσα ακολουθούν
Η αιφνίδια στροφή και η πρωτοβουλία Τραμπ, που οδήγησε στην εντυπωσιακή συνάντησή του με τον Πούτιν στην Αλάσκα, κινήθηκε καταρχήν από την πιεστική ανάγκη του για τη διαχείριση της ζημιάς στο ουκρανικό. Είτε με μια διευθέτηση (εν πολλοίς με αναγνώριση των αξιώσεων ασφαλείας της Ρωσίας), είτε με την προσπάθεια διάνοιξης δρόμων απεμπλοκής των ΗΠΑ. Καθόλου τυχαία, η «Αλάσκα» ήρθε μετά την ηχηρή αποτυχία της πειθάρχησης της Κίνας και ιδιαίτερα της Ινδίας μέσω της επιβολής δευτερογενών δασμών προκειμένου η τελευταία να διακόψει την εμπορική της σχέση (με έμφαση τους υδρογονάνθρακες) με τη Ρωσία. Η «Αλάσκα» όμως έδειξε επιπλέον ότι οι στοχεύσεις της «μερίδας Τραμπ» και τα πεδία πιθανών συγκλίσεων με τη Ρωσία είναι ευρύτερα, και αφορούν απόπειρες μιας συνολικότερης ρωσοαμερικανικής αναδιευθέτησης σε παγκόσμια κλίμακα. Αναδιπλωτικού και τακτικού χαρακτήρα –η στρατηγική αντιπαλότητα δεν απαλείφεται– αλλά αυτό δεν απομειώνει τη σημασία της. Ισχυρή πλευρά σε όλα αυτά είναι η αναφορά σε κοινά επιχειρηματικά πρότζεκτ εκμετάλλευσης των πόρων της Αλάσκας και της Αρκτικής. Θα μείνουμε εδώ σε τρία σημεία:
1) Η θέση Πούτιν βγήκε από τη διαδικασία αυτή σημαντικά ενισχυμένη. Ως προς αυτό μια διάσταση μόνο είναι η διάσπαση του μετώπου απομόνωσής του από τη Δύση και η αποδοχή ως βάση συζήτησης, για πρώτη φορά, των αξιώσεων ασφαλείας της Ρωσίας. Αν μάλιστα η εικόνα συμπληρωθεί και με την ηχηρή επιβεβαίωση που ακολούθησε, της στρατηγικής σχέσης Κίνας-Ρωσίας, με ειδικό ρόλο της Ινδίας και της Β. Κορέας σ’ αυτήν την εξίσωση, τότε θα πρέπει να γίνει λόγος για την αποτύπωση σημαντικών μετατοπίσεων στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων.
2) Η αλληλουχία της «Αλάσκας» με όσα ακολούθησαν εντός Δύσης (συνάντηση των Ευρωπαίων και του Ζελένσκι με τον Τραμπ στην Ουάσινγκτον), και οι διαρκείς μετεωρισμοί της πολιτικής Τραμπ, δείχνουν ανάγλυφα τις εσωτερικές στρατοπεδεύσεις εντός Δύσης και τις δυνατότητες του «κόμματος του πολέμου» να μπλοκάρει τις διαδικασίες κλεισίματος του ουκρανικού ή απεμπλοκής από αυτό.
3) Στο ίδιο πλαίσιο, γίνονται πιο σαφή τα διλήμματα και τα στρατηγικά αδιέξοδα που διχάζουν τις ελίτ των ΗΠΑ / Δύσης: ταυτόχρονη σύγκρουση με Κίνα και Ρωσία, επίθεση στην Κίνα και προσπάθεια προσεταιρισμού / ουδετεροποίησης της Ρωσίας, γενικευμένη επίθεση σε όλη την παγκόσμια περιφέρεια, όλα μαζί εναλλάξ, ή ό,τι άλλο;
Και κάτι ακόμη που μένει υποφωτισμένο: Η προσπάθεια ερμηνείας των επιλογών της αμερικανικής διοίκησης και της τεθλασμένης τροχιάς των κινήσεών της πρέπει να συνυπολογίσει την εσωτερική δεινή κοινωνικοπολιτική κατάσταση εντός ΗΠΑ, και τις ανάγκες εξυπηρέτησης πιεστικών διλημμάτων της εσωτερικής πολιτικής. Ανάλογα πράγματα ισχύουν βέβαια και σε ευρύτερη κλίμακα. Οι αλληλοεξαρτήσεις εξωτερικής-εσωτερικής πολιτικής αφορούν όλους τους παίκτες. Πολυσύνθετο θέμα, στο οποίο είναι κρίσιμο να επανερχόμαστε, επειδή η επαρκής του ανάγνωση είναι προϋπόθεση για τη δυνατότητα προσανατολισμού μέσα στην ταραχώδη μεταβατική περίοδο που εξελίσσεται.
Η «Ευρώπη»: ένας κόμβος σε κρίση
Πρώτα απ’ όλα συνοψίζοντας το νήμα των εξελίξεων: οι τρεις βασικές ευρωπαϊκές δυνάμεις –Γαλλία, Βρετανία και Γερμανία– βρίσκονται σε πρωτοφανή οικονομική και πολιτική κρίση. Οι δύο πρώτες σε δημοσιονομική κρίση και κρίση χρέους «μνημονιακών διαστάσεων». Στη Γαλλία αυτό μεταφράζεται σε ανοιχτή πολιτική κρίση. Αλλά και στη Βρετανία η απονομιμοποίηση των καθεστωτικών πολιτικών πόλων είναι πρωτοφανής. Για τη Γερμανία και την Ε.Ε. ως συνολικό μηχανισμό, επίσης η κρίση είναι δομική και αφορά τις προοπτικές (που έρχονται με φόρα στο παρόν): Αποβιομηχάνιση και σύνθλιψη του γερμανικού-«ευρωπαϊκού» χώρου στις μυλόπετρες της σύγκρουσης ΗΠΑ / Δύσης με Ρωσία και Κίνα. Βίαιο κόντεμα και υπαγωγή στο αμερικανικό κεφάλαιο. Οι αναπροσαρμογές εντός Δύσης που γεννά η ανάγκη αντιμετώπισης της καπιταλιστικής κρίσης (η οποία διαρκώς δίνει νέους σεισμούς χωρίς σημάδια εκτόνωσης) είναι τόσο βίαιες που μπορεί να ενισχύουν την πρόσκαιρη πεποίθηση της πλήρους κατίσχυσης των ΗΠΑ (βλ. την πρόσφατη, εξευτελιστική για την Ε.Ε., συμφωνία δασμών Τραμπ-Ντερ Λάιεν, τη μετακύλιση στην Ευρώπη του κόστους εξοπλισμού της Ουκρανίας με αγορά αμερικανικών όπλων κ.ο.κ.). Αλλά ήδη αποκαλύπτουν δυναμικές τέτοιου μεγέθους ξεχαρβαλώματος της Ευρώπης, που μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ και για τις ίδιες τις ΗΠΑ.
Η μέχρις εσχάτων επιλογή της Ε.Ε. και του ευρωατλαντισμού για πόλεμο με τη Ρωσία (που εκ των πραγμάτων συνεπάγεται και μια τροχιά σύγκρουσης με την Κίνα) έχει οδηγήσει σε αξεπέραστες παγιδεύσεις. Κατά πρώτο, η πραγματική ισχύς του «κόμματος του πολέμου» (σταθερά προσανατολισμένη να σαμποτάρει κάθε κίνηση τερματισμού του πολέμου) δεν περιορίζεται στη σημαντικά αδυνατισμένη ισχύ των ευρωπαϊκών παικτών. Έχει πίσω της τα νεοσυντηρητικά και αυτοκρατορικά / παγκοσμιοποιητικά κέντρα εξουσίας των ΗΠΑ, που ελέγχουν το βαθύ τους κράτος. Επιπλέον, στη βάση αυτής της «επιλογής πολέμου» έχει στηθεί μια ολόκληρη πολιτική, που εκτείνεται από τις μεγάλες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις (μέσω πολεμικής οικονομίας) μέχρι τη νομιμοποίηση, υπό το πρόσχημα της αντιμετώπισης της «ρωσικής απειλής», των πιο απροκάλυπτα αυταρχικών μεθοδεύσεων ουσιαστικής κατάργησης ακόμη και των θεμελιωδών προβλέψεων της (αστικής) δημοκρατίας.
***
Οι αντιθέσεις και οι εσωτερικές εντάσεις εντός Δύσης αγγίζουν οριακά επίπεδα. Η πιο αστάθμητη αλλά και πιο σημαντική μεταβλητή παραμένει η συμπεριφορά των υποτελών τάξεων, των λαών. Ανιχνεύοντας δυνατότητες και μιλώντας ειδικότερα για την Ευρώπη, πρέπει να εστιάσουμε στους μεγάλους κλονισμούς της κοινωνικής συναίνεσης προς τις ελίτ και τα πολιτικά τους κατεστημένα σε όλη την έκταση της ηπείρου. Σημαντικές δυνατότητες, πολλά και πολύ διαφορετικού χαρακτήρα τα ενδεχόμενα, αλλά εγγύηση καμιά.