Του Γιάννη Σχίζα
Λίγες ημέρες μετά το πυρηνικό δυστύχημα του Τσερνόμπιλ τον Απρίλιο του 1986, σοβιετικοί στρατιώτες ανέλαβαν να εντοπίσουν και να σκοτώσουν τα κατοικίδια και αδέσποτα σκυλιά της περιοχής, για τον φόβο της διασποράς ραδιενεργών ισοτόπων.
Όπως φαίνεται όμως κάποια σκυλιά γλίτωσαν και κατάφεραν να ζήσουν και να αναπαραχθούν στο εγκαταλειμμένο ραδιενεργό τοπίο, ακόμα και στην καρδιά της «Ζώνης Αποκλεισμού», μια έκταση 2.600 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Οι απόγονοι των σκύλων αυτών γίνονται τώρα αντικείμενο της πρώτης μεγάλης μελέτης που εξετάζει τις επιπτώσεις της ραδιενεργού ρύπανσης στα θηλαστικά.
Τα πρώτα γενετικά αποτελέσματα δημοσιεύονται αυτή την εβδομάδα στο Nature Science Advances και αποκαλύπτουν ότι τα 302 σκυλιά που ναρκώθηκαν και εξετάστηκαν στη Ζώνη Αποκλεισμού του Τσερνόμπιλ είναι απόγονοι ζώων που βρίσκονταν στην περιοχή όταν συνέβη το δυστύχημα ή εγκαταστάθηκαν αμέσως μετά.
Το εύρημα είναι σημαντικό για τις επόμενες φάσεις της έρευνας, προκειμένου να αποκλειστούν από τις μετρήσεις τυχόν σκύλοι που έφτασαν στο Τσερνόμπιλ σχετικά πρόσφατα και δεν έχουν επηρεαστεί στον ίδιο βαθμό από τη ραδιενέργεια.
«Έχουμε πολλά να μάθουμε από αυτά τα ζώα» σχολίασε στον δικτυακό τόπο του Nature η Ελέιν Οστράντερ των αμερικανικών Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας, μέλος της ερευνητικής ομάδας. «Είναι μια χρυσή ευκαιρία να μάθουμε τι συμβαίνει όταν ολόκληρες γενιές μεγάλων θηλαστικών ζουν σε ένα εχθρικό περιβάλλον.»
Περισσότερο από 35 χρόνια μετά το χειρότερο πυρηνικό δυστύχημα της ιστορίας, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της έκθεσης σε ραδιενέργεια παραμένουν εν πολλοίς άγνωστες. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ, το δυστύχημα είναι πιθανό να προκάλεσε 4.000 επιπλέον θανάτους από καρκίνο, αν και άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν το νούμερο σε δεκάδες χιλιάδες.
Μελέτες στα θηλαστικά της περιοχής δεν υπάρχουν, προηγούμενες μελέτες όμως ανίχνευαν υψηλό ρυθμό μεταλλάξεων σε χελιδόνια και μύγες του ξιδιού κοντά στον μοιραίο αντιδραστήρα 4 του Τσερνόμπιλ.
Η συνεχής παρουσία σκύλων στην Ζώνη Αποκλεισμού, ακόμα και κοντά στον κατεστραμμένο πυρηνικό εργοστάσιο «είναι αξιοθαύμαστη» λέει η Οστράντερ, δεδομένης της επιμόλυνσης από ραδιενεργά ισότοπα όπως το καίσιο-137.
«Παρόλο που είναι άγρια, συνεχίζουν να απολαμβάνουν την επαφή με ανθρώπους» σχολίασε στο Associated Press o Tιμ Μουσό του Πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας, μέλος της ερευνητικής ομάδας, ο οποίος επισκέπτεται το Τσερνόμπιλ από το 1990 και συμμετείχε σε αποστολή παροχής κτηνιατρικής φροντίδας το 2017.
Ανησυχητικές συγκεντρώσεις των «παντοτινών χημικών»
Τα ανησυχητικά ποσοστά τοξικών PFAS, των λεγόμενων και «παντοτινών χημικών», που εντοπίστηκαν σε πάγο γύρω από το Σβάλμπαρντ της Νορβηγίας, συνιστούν σημαντικό κίνδυνο για τα οικοσυστήματα της περιοχής, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Κατά την έρευνα με επικεφαλής επιστήμονες του πανεπιστημίου της Οξφόρδης –που δημοσιεύτηκε στο Science Direct– έγιναν μετρήσεις στους πάγους του Αρχιπελάγους Σβάλμπαρντ όπου ανιχνεύθηκαν 26 είδη των υπερφθοριωμένων αλκυλιωμένων ουσιών (PFAS). Διαπιστώθηκε δε πως, όταν ο πάγος λιώνει, τα χημικά μπορούν να μεταφερθούν στα χαμηλότερα στρώματα των τοπικών οικοσυστημάτων, όπως τα φιορδ και η τούντρα.
Το νερό από την τήξη του πάγου μπορεί να περιέχει ένα κοκτέιλ ρύπων που επηρεάζει ολόκληρη την τροφική αλυσίδα, από το πλανγκτόν και τα ψάρια έως τις πολικές αρκούδες.
«Υπάρχει μια απόπλυση ρυπογόνων ουσιών που σημειώνεται εποχιακά… και κάποια από τα PFAS φαίνεται πως κινούνται κατά την τήξη, κάτι που μπορεί να είναι σημαντικά στα κατάντη των οικοσυστημάτων» εξηγεί ο δρ. Γουίλιαμ Χαρτζ, επικεφαλής της έρευνας που σημειώνει πως για τα ζώα το λιώσιμο των πάγων και οι κλιματικές αλλαγές έχουν «διπλές επιπτώσεις».
«Ως πολική αρκούδα εκτίθεσαι σε τοξικά ανθρωπογενή χημικά και ανησυχείς για τον οικότοπό σου που διαρκώς αλλάζει» συμπληρώνει.
Τα PFAS είναι ομάδα περί των 12.000 ανθρωπογενών χημικών που χρησιμοποιούνται ευρέως για να κάνουν χιλιάδες προϊόντα ανθεκτικά σε νερό, ζέστη και λεκέδες.
Αποκαλούνται «παντοτινά χημικά» γιατί δε διαλύονται φυσικά, με την ύπαρξή τους να συνδέεται με καρκίνους, ηπατικές νόσους, νεφρικές ανεπάρκειες, εμβρυϊκές επιπλοκές και άλλα σοβαρά προβλήματα υγείας.
Πηγή: Καθημερινή | Guardian
Ετοιμοθάνατο αστέρι…
Το γιγάντιο αστέρι, με μάζα 30 φορές μεγαλύτερη από του Ήλιου, απαθανατίστηκε από το διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb στην τελευταία φάση της ζωής του πριν εκραγεί σε σουπερνόβα.
Το νέφος αερίου και σκόνης που εμφανίζεται με ζωηρό κερασί χρώμα είναι υλικό από τα εξωτερικά στρώματα του άστρου που εκτινάσσονται λίγο πριν το εκρηκτικό τέλος. Λόγω της υψηλής θερμοκρασίας του, το υλικό αυτό λάμπει στο υπέρυθρο τμήμα του φάσματος στο οποίο ειδικεύεται το Webb.
Το σύννεφο του αστρικού υλικού θα συνεχίσει να διαστέλλεται μέχρι να χαθεί στον διαστρικό χώρο και να εμπλουτίσει το Σύμπαν με σκόνη. Οι νέες παρατηρήσεις, σημειώνει η NASA σε ανακοίνωσή της, θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους αστρονόμους να εξηγήσουν γιατί ο διαστρικός χώρος περιέχει περισσότερη σκόνη από ό,τι προβλέπουν τα σημερινά μοντέλα.
Το ετοιμοθάνατο άστρο WR 124 απέχει 15.000 έτη φωτός και βρίσκεται στην κατεύθυνση του αστερισμού του Βέλους. Όταν τελικά εκραγεί σε σουπερνόβα, το μόνο που θα απομείνει θα είναι ο πυρήνας του, ο οποίος θα καταρρεύσει κάτω από το ίδιο του το βάρος και θα μετατραπεί είτε σε άστρο νετρονίων είτε σε μαύρη τρύπα.
Οι ακτές του κόσμου…
Καμιά ακτή του κόσμου δεν γλιτώνει στην πρώτη παγκόσμια προσομοίωση του τσουνάμι από την πρόσκρουση αστεροειδούς που εξαφάνισε τους δεινόσαυρους πριν από 66 εκατομμύρια χρόνια.
Αμερικανική μελέτη χρησιμοποίησε μαθηματικά μοντέλα για να δημιουργήσει animation με τα τερατώδη κύματα που έκαναν τον γύρο της Γης και αναστάτωσαν ακόμα και τον βυθό των ωκεανών, με το ύψος τους κοντά στο σημείο της πρόσκρουσης να φτάνει τα αρκετά χιλιόμετρα.
Οι ερευνητές που υπογράφουν τη μελέτη στην επιθεώρηση AGU Advances βασίστηκαν σε ευρήματα προηγούμενων ερευνών, σύμφωνα με τις οποίες ο αστεροειδής ή κομήτης είχε διάμετρο 14 χιλιόμετρα και προσέκρουσε στην χερσόνησο Γιουκατάν του Μεξικού με ταχύτητα 12 χιλιομέτρων ανά δευτερόλεπτο.
Η ενέργεια του τσουνάμι εκτιμάται ότι ήταν μέχρι 30.000 φορές υψηλότερη σε σχέση με το τσουνάμι του 2004 στον Ινδικό Ωκεανό, ένα από τα μεγαλύτερα που έχει καταγραφεί ποτέ, το οποίο σκότωσε 230.000 ανθρώπους.
«Το τσουνάμι ήταν αρκετά δυνατό για να διαταράξει και να διαβρώσει ιζήματα στις ωκεάνιες λεκάνες όλου του κόσμου» λέει η Μόλι Ρέιντζ, επικεφαλής της μελέτης, σε ανακοίνωση του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.
Η ερευνητική ομάδα αρχικά χρησιμοποίησε ένα μαθηματικό μοντέλο ρευστών για να προσομοιώσει τα πρώτα δέκα λεπτά μετά την πρόσκρουση. Οι επόμενες ώρες προσομοιώθηκαν με δύο διαφορετικά υπολογιστικά μοντέλα, των οποίων τα αποτελέσματα βρίσκονται σε συμφωνία μεταξύ τους αλλά και σε συμφωνία με μετρήσεις των ωκεάνιων ιζημάτων σε περίπου 100 περιοχές του κόσμου.
Τη στιγμή μηδέν, ο αστεροειδής χτυπά την περιοχή Τσιξουλούμπ στη χερσόνησο Γιουκατάν και ανοίγει κρατήρα διαμέτρου 100 χιλιομέτρων. Δυόμισι λεπτά αργότερα, το υλικό που εκτινάσσεται και σπρώχνει μακριά το νερό δημιουργεί έναν υδάτινο τοίχο που έφτασε για λίγο το ύψος των 4,5 χιλιομέτρων. Δέκα λεπτά μετά την πρόσκρουση, και σε απόσταση 220 χιλιομέτρων από το σημείο μηδέν, κύμα ύψους 1,5 χιλιομέτρου αρχίζει να εξαπλώνεται ακτινωτά.
Περίπου 48 ώρες μετά το χτύπημα, τα κύματα έχουν φτάσει σε κάθε γωνιά του κόσμου και η θάλασσα στο σημείο της πρόσκρουσης παραμένει άκρως τρικυμιώδης. Οι ερευνητές που υπογράφουν τη δημοσίευση σχεδιάζουν τώρα νέα μελέτη για να εκτιμήσουν πόσο βαθιά στην ξηρά έφτασαν τα γιγάντια κύματα.
Το τσουνάμι ήταν πάντως το λιγότερο που είχε να αντιμετωπίσει η ζωή στη Γη. Οι πυρκαγιές και η κλιματική αλλαγή που προκάλεσε η πρόσκρουση σκότωσαν όλους τους δεινόσαυρους εκτός από τους προγόνους των σημερινών πτηνών, μαζί με το 75% όλων των ζώων και φυτών του πλανήτη.