του Γιάννη Τσούτσια*
Στο σκοτεινό φόντο των καθημερινών θανάτων (και της πρωτόγνωρης έντασης που αυτοί συσσωρεύουν), το πολιτικό σκηνικό δοκιμάζεται. Η φιλοτεχνημένη εικόνα της Μητσοτακικής επικοινωνιακής κυριαρχίας αποκαλύπτεται ευάλωτη. Στα ρήγματά της, σκιρτούν προβληματισμοί. Η Δεξιά προκρίνει την αυταρχική ατζέντα, η Αριστερά την επιχειρηματολογία «αντί». («Αντί» ως διαφωνία, ως άρνηση, όχι ως σχέδιο ή εναλλακτική). Η πρώτη για να συσπειρώσει το δεξιό ακροατήριο, η δεύτερη για να ξυπνήσει το δικό της.
17 Νοέμβρη, μια μάχη ιδεολογική. Μας λένε πως είναι μια σύγκρουση ανάμεσα στην υπευθυνότητα που χειραγωγεί και την ανυποταξία που απελευθερώνει. Και πως με βάση αυτήν, οι πρακτικές τους είναι μονόδρομος. Όμως και άλλη ιδεολογία υπάρχει, και άλλη πολιτική. Και κυρίως, μια άλλη σχέση ανάμεσα σε ιδεολογία και πολιτική. Που τις κάνει αξεδιάλυτες, τη μια μέσα στην άλλη και συνάμα την καθεμιά τους διακριτή. Οφείλει λοιπόν κανείς να βρίσκει λύσεις ΚΑΙ για την αποφυγή της εκτροπής ΚΑΙ για το θανατικό. Να απαντά και να φροντίζει ευλαβικά και τα δύο. Κάθε φορά, σε κάθε στιγμή. Αλλά δεν μπορούν. Και αφού δεν μπορούν, αφήνουν μόνη επιλογή να διαλέγουμε στρατόπεδο. Και να εκφραζόμαστε στο διαδίκτυο. Ο καθένας το δικό του. Αρκεί να μην βγαίνει άκρη. Κάθε προφίλ και ένας «πόλος» απόψεων. Άφθονη ιδεολογία. Αλλά χωρίς αντίστοιχη πολιτική, χωρίς το μέλημα της ενοποίησης, πώς γίνεται; Μπορεί η Αριστερά να είναι αριστερά αν δεν δένει τις ιδεολογικές αιχμές της με την καθημερινή πολιτική αναγκαιότητα; Αυτήν που αδυνατεί και να συλλάβει;
Στη συντηρητική μεριά αυτά είναι γνωστά. Η ιδεολογία έχει άλλη χρήση. Η ατζέντα έχει προεκτάσεις. Χειραγώγηση, πολώσεις, εξάντληση και στο βάθος άρση του φιλελεύθερου κεκτημένου. Αυξάνεται η αστυνόμευση, η επιτήρηση. Στο παγκάκι της Καρδίτσας μια φοιτήτρια καταλήγει μπρούμητα στο έδαφος με αμερικάνικες μεθόδους. Και στη Θεσσαλονίκη οι πιτσιρικάδες με τα skate συλλαμβάνονται παραδοσιακά, με τα περί τεντιμποϊσμού. Η γραμμή Χρυσοχοΐδη καλά κρατεί – «θα το συνεχίσουμε αυτό για να τελειώνει η υπόθεση με διαδηλώσεις που καταλύουν την κοινωνική ζωή». Από καιρό εξάλλου, κάμερες, ΜΜΕ, έλεγχος των δεδομένων, sms, drones, μας εξοικειώνουν με το τέρας.
Η δημοκρατία φθίνει από καιρό. Πανευρωπαϊκά. Γίνεται χαμηλής έντασης. Οδεύουμε σε ένα καθεστώς που θα οργανώνει καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, τα μνημόνια μια χαρά το προετοίμασαν. Ποιος όμως το επιβάλει; Ποιος το ελέγχει και το ενεργοποιεί; Αυτός που αποφασίζει είναι ο πραγματικά κυρίαρχος.
Η Αριστερά τα αντιμετωπίζει αυτά τακτικά, μέσα από τις απολήξεις τους. Ως ευκαιρία για καταγγελία. Δεν έχει πολιτειακή αντίληψη αλλά διεκδικητική. Το χειροπιαστό (όχι ιδεολογικό) θέμα της πολιτικής δράσης σε συνθήκες περιορισμών το μετατρέπει σε διαμαρτυρία για το θέμα της συγκέντρωσης 4 ατόμων. Εδώ όμως, δεν έχουμε εκτροπή ενός άρθρου του Συντάγματος, έχουμε εκτεταμένους περιορισμούς. Έχουμε ένα Σύνταγμα με παρενθέσεις. Σε κάθε στροφή αυτή της δεκαετίας, (όπου μας βρήκε ο Σόιμπλε), αυτό συνέβαινε, υπήρξε ζήτημα πολιτειακό, έκτακτη διακράτηση της λειτουργίας του πολιτεύματος. Εγείρεται επομένως σήμερα ένα κεντρικό ερώτημα που δεν είναι διαδικαστικό και που αφορά το πολίτευμα και τη δημοκρατία: Το αν θα κλειστεί ο κόσμος στα σπίτια του, το αποφασίζει η Βουλή, ο πρωθυπουργός ή ο αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας;
Μια Αριστερά αντάξια του ονόματός της, τέτοια ζητήματα θα προετοίμαζε, θα τα έθετε και θα τα στήριζε. Ώστε να μπορεί σε μια τέτοια κρίσιμη συγκυρία να θέσει το ακόμη κεντρικότερο: Το φιλελεύθερο συνταγματικό καθεστώς σας, είναι σε θέση να παρέχει εγγυημένα όσα προπαγανδίζει; Όσα λέτε ότι το χαρακτηρίζουν όταν εκθειάζετε τη Δημοκρατία σας;
17 Νοέμβρη. Απέναντι σε μια πολιτεία που δεν μπορεί να οργανωθεί και να κυβερνηθεί δημοκρατικά, ξαναγεννιέται το αίτημα για μια άλλη κοινωνία. Πάντα αυτό συμβαίνει τον Νοέμβρη.
* Ο Γιάννης Τσούτσιας είναι επικεφαλής της Κίνησης Δημοτών Βριλησσίων «Δράση για μια Άλλη Πόλη»