Ο Τούρκος Πρόεδρος επισκέφθηκε τη χώρα με το ύφος ενός ηγέτη που έχει έναν κρίσιμο και ιδιαίτερο ρόλο σε μια περιοχή όπου συγκρούονται μεγάλα συμφέροντα και εξελίσσονται τεράστιες γεωπολιτικές αναταράξεις. Ήρθε ως επικεφαλής μιας μεγάλης χώρας με σημαντική οικονομική δύναμη, που μεταλλάσσεται, με ένα εξαιρετικά φιλόδοξο εξοπλιστικό πρόγραμμα, σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη ικανή να παίξει ρόλο στο «μεγάλο ταμπλό» των εξελίξεων στη Μ. Ανατολή.
Κυρίως, ήρθε ως επικεφαλής μιας διπλωματίας που έχει στρατηγικό σχέδιο και ξέρει να ελίσσεται, έστω και επικίνδυνα, και να διεκδικεί τα συμφέροντα της από τα μεγάλα κέντρα των αποφάσεων.
Ο Ερντογάν δεν ήρθε στην Αθήνα να συζητήσει, να εξηγήσει ή να διεκδικήσει. Ήρθε να επιβεβαιώσει όσα ήδη έχουν επιβληθεί στην πράξη
Ο Ερντογάν δεν θέτει απερίσκεπτα θέμα επαναδιαπραγμάτευσης της συνθήκης της Λωζάννης. Ούτε περιορίζει τη θέση αυτή στα Δυτικά του σύνορα. Γνωρίζει ότι οι μεγάλες ανακατατάξεις που έχουν συντελεστεί στη Μ. Ανατολή, οι σχεδιασμοί που έχουν διαφανεί, και οι μελλοντικές τάσεις έχουν στην πράξη καταργήσει μια συμφωνία που υπεγράφη πριν 100 χρόνια και αφορούσε την διευθέτηση των συνόρων συνολικά στις χώρες της Μ. Ανατολής. Γνωρίζει ότι η καταπάτηση της συνθήκης έγινε κυρίως με την επέμβαση της Δύσης στην περιοχή και ότι είναι υπαρκτός ο κίνδυνος οι αλλαγές που δρομολογούνται να στραφούν και ενάντια στην ίδια την Τουρκία. Αντί λοιπόν να επιχειρήσει να διασώσει, με αμυντικό πνεύμα, τη συνοχή και τα σημερινά σύνορα της χώρας του, διαμορφώνει μια επεκτατική πολιτική, προς κάθε κατεύθυνση, επιζητώντας νέα εδάφη, νέα σύνορα και πρόσβαση σε ενεργειακές πηγές σύμφωνα με τις ανάγκες και τα δεδομένα μιας «Μεγάλης Τουρκίας». Η πολιτική του έχει στο επίκεντρο τη μεγάλη εικόνα. Η εκτός πρωτοκόλλου «αντιπαράθεση» με τον Έλληνα πρόεδρο, Π. Παυλόπουλο, και αργότερα η κοινή συνέντευξη με τον Αλ. Τσίπρα δεν ήταν αυτά που απασχολούσαν και κυρίως ανησυχούσαν τον Σουλτάνο. Το μυαλό του ήταν στην τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πούτιν για την υπόθεση της αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ και στην προετοιμασία του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασία στην οποία προεδρεύει. Ο Ερντογάν επιχειρεί να αναδειχθεί σε ηγέτη ενός τεράστιου αριθμού μουσουλμάνων στη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική, καθώς εκεί κρίνονται τα πιο σημαντικά. Το Αιγαίο και η Κύπρος είναι, για τον Τούρκο πρόεδρο, ληγμένα λίγο πολύ θέματα. Και ας αισθάνεται «ανακουφισμένη» η ελληνική πλευρά που ο Ερντογάν δήλωσε ότι δεν διεκδικεί ελληνικά εδάφη. Του είναι αρκετό, σε αυτή τη φάση, να έχει τον έλεγχο και την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Εμμονή για τη Θράκη
Η άνεση του Έλληνα πρωθυπουργού να παρουσιάσει τις δηλώσεις Ερντογάν ως επανάληψη των «γνωστών» ελληνοτουρκικών διαφορών μαρτυρά, μεταξύ άλλων, έλλειψη συναίσθησης της πραγματικότητας. Ο Ερντογάν δεν ενδιαφερόταν να επαναλάβει κάτι. Με κατηγορηματικό τόνο ανακοίνωσε κατοχυρωμένες θέσεις και άνοιξε «νέα κεφάλαια» στις τουρκικές διεκδικήσεις
Η επαναλαμβανόμενη εμμονή του Τούρκου προέδρου με τη Θράκη δεν είναι ούτε αθώα ούτε δυσεξήγητη. Το πρόβλημα του Σουλτάνου δεν είναι βέβαια η, υπαρκτή, φτώχεια της μουσουλμανικής κοινότητας και οι, υπαρκτές, κοινωνικές διακρίσεις σε βάρος της. Η υπόθεση του διορισμού του μουφτή της Θράκης δεν έχει μόνο μια γραφειοκρατική διάσταση και βέβαια δεν είναι θέμα που σχετίζεται με τις προβλέψεις της συνθήκης της Λωζάννης. Ούτε άλλωστε και ο τρόπος εκλογής του Έλληνα Πατριάρχη. Ο Ερντογάν φέρνει εμφατικά το θέμα εκλογής του μουφτή, γιατί επιθυμεί τον άμεσο έλεγχο της μουφτίας στη Θράκη. Οι αναφορές στους «ομοεθνείς» της Θράκης και στις ευθύνες ευθυνών της Τουρκίας, «μητέρας πατρίδας», στην προάσπιση θρησκευτικών και οικονομικών συμφερόντων, σηματοδοτεί την απόπειρα αναγνώρισης τουρκικής μειονότητας στη Θράκη και, διά αυτού του δρόμου, την άμεση δυνατότητα εμπλοκής της Τουρκίας στην περιοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι με αυτή την πολιτική ενεργεί η Τουρκία και στην Κύπρο και στη Βουλγαρία, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Το ενδιαφέρον του Ερντογάν για τη Δ. Θράκη σχετίζεται με την απόπειρα της τουρκικής διπλωματίας να δημιουργήσει ένα μουσουλμανικό τόξο στην, εξίσου ταραγμένη, Βαλκανική και μέσω αυτού του τόξου να ενισχύσει την παρουσία της στην περιοχή. Η ανάπτυξη σχέσεων με το καθεστώς της Αλβανίας, η υποδαύλιση εθνοτικών συγκρούσεων στο Κόσοβο, οι πιέσεις στη Βουλγαρία περιγράφουν μια νέα περιοχή παρεμβάσεων της τουρκικής διπλωματίας και σχετίζονται άμεσα με την αναβάθμιση του ρόλου και της επιρροής της, ώστε να υπηρετηθούν έτσι τα γεωπολιτικά της συμφέροντα. Σε αυτή ακριβώς την περιοχή ιδιαίτερο ρόλο έχει η Θράκη και κατά συνέπεια η ενίσχυση της παρουσίας της Τουρκίας εκεί αποτελεί βασική επιδίωξη του Ερντογάν.
Ο Ερντογάν διεκδικεί και το Άλφα και το Ωμέγα
Η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα ολοκληρώθηκε πριν καν ξεκινήσει. Ο Τούρκος πρόεδρος διεμήνυσε τις προθέσεις και την τακτική του με τη συνέντευξη που έδωσε, στον Αλ. Παπαχελά και τον ΣΚΑΪ, δυο μέρες πριν την επίσημη επίσκεψη. Καθόρισε την ατζέντα και προδιέγραψε τις μελλοντικές του κινήσεις, παρακάμπτοντας τις δήθεν πυρετώδεις διπλωματικές διεργασίες και το πρωτόκολλο. Αμφισβήτησε ανοικτά τη συνθήκη της Λωζάννης, αμφισβήτησε τα θαλάσσια σύνορα, τον εναέριο χώρο και την υφαλοκρηπίδα. Έθεσε ανοικτά θέμα διεκδικήσεων και παραχωρήσεων στη Θράκη, επέμεινε στην ίδια πολιτική για την Κύπρο. Θα μπορούσε να έχει τελειώσει εκεί η συζήτηση. Δεν χρειαζόταν να έρθει στην Αθήνα μετά από όλα αυτά.
Ο Ερντογάν δεν ήρθε στην Αθήνα να συζητήσει, να εξηγήσει ή να διεκδικήσει. Ήρθε να επιβεβαιώσει όσα έχουν επιβληθεί στην πράξη. Αν ο Αλ. Τσίπρας δήλωσε «μπερδεμένος» για το τι ζητά ο Ερντογάν, και μάλιστα δημόσια στην επίσημη κοινή συνέντευξη τους μετά από πολύωρες κατ’ ιδίαν συνομιλίες, είναι πρόβλημα του. Ή, καλύτερα, είναι πρόβλημα και απόδειξη της ρηχότητας της ελληνικής διπλωματίας. Ο Ερντογάν δεν άφησε τίποτα «σκοτεινό». Με σίγουρο ύφος και αδιάφορο τόνο ανακοίνωσε όσα θεωρεί δεδομένα – τετελεσμένα. Το μοίρασμα του Αιγαίου στη μέση, η αμφισβήτηση συνόρων και υφαλοκρηπίδας έχει επιβληθεί στην πράξη, δεν χρειάζονται διαπραγματεύσεις. Οι καθημερινές παραβιάσεις συνόρων και περιοχών ευθύνης σε αέρα και θάλασσα, οι παράνομες δεσμεύσεις περιοχών για γυμνάσια και οι αποκλεισμοί νησιών, η διακηρυγμένη αμφισβήτηση της κυπριακής ΑΟΖ, επιβάλλονται ήδη με στρατιωτικά μέσα, αυθαίρετα, ετσιθελικά. Γι’ αυτόν δεν αποτελούν θέματα που επιδέχονται αλλαγές. Αυτό που πρότεινε ο Σουλτάνος είναι ότι οι δύο χώρες μπορούν, αν θέλουν, να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να επιβεβαιώσουν και επικυρώσουν αυτά που η τουρκική διπλωματία και στρατιωτική δύναμη έχει ήδη κατοχυρώσει στην πράξη. Ακολουθεί ακριβώς την ίδια πολιτική που ασκεί στο Κυπριακό. Έτσι, η άνεση του Έλληνα πρωθυπουργού να παρουσιάσει τις δηλώσεις Ερντογάν ως επανάληψη των «γνωστών» ελληνοτουρκικών διαφορών μαρτυρά, μεταξύ άλλων, έλλειψη συναίσθησης της πραγματικότητας. Ο Ερντογάν δεν επανέλαβε τίποτα. Δεν ενδιαφερόταν να επαναλάβει κάτι. Με κατηγορηματικό τόνο ανακοίνωσε κατοχυρωμένες θέσεις και άνοιξε «νέα κεφαλαία» στις τουρκικές διεκδικήσεις.
Μύθοι, (αυτο)επιβεβαιώσεις και ρηχότητα
Ο Ελληνικός μύθος ήθελε να παρουσιάσει την επίσκεψη Ερντογάν σαν μια «ιστορική ευκαιρία» για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Με άνεση προπαγάνδιζε για καιρό ότι ο Τούρκος Πρόεδρος βρισκόταν σε δυσχερή θέση και απομονωμένος από τη Δύση, άρα θα χρησιμοποιούσε την επίσκεψη του ως γέφυρα επαναπροσέγγισης. Οι πιο «βαθιές» αναλύσεις διέβλεπαν την πρόθεση της Δύσης να αποτρέψει την απώλεια κάθε ερείσματος στην Τουρκία λόγω της σημαντικής γεωπολιτικής της θέσης και ονειρεύονταν την «αναβάθμιση» της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή, καθώς, δήθεν, θα μπορούσε να μεσολαβήσει στην επαναπροσέγγιση Δύσης- Τουρκίας.
Η Ελληνική διπλωματία αδυνατεί να κατανοήσει τη διαφορετική τροχιά στην οποία έχει εισέλθει το γεωπολιτικό παιχνίδι στην περιοχή. Η κυβέρνηση χωρίς έρμα, με επίκληση των πιο ρηχών επιχειρημάτων, ποντάρει αποκλειστικά στις εγγυήσεις που νομίζει ότι θα αποσπάσει από τις ΗΠΑ καθώς αναγορεύεται σε υποχείριο της πολιτικής τους
Ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός, αυτάρεσκα, αναφέρθηκε στη στροφή που συντελείται στη χώρα με το «τέλος» των μνημονίων και προειδοποίησε ότι η εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών θα υποβοηθήσει και την εξομάλυνση των σχέσεων Ευρώπης – Τουρκίας. Μόνο το ιστορικό βάθος και η εμπειρία της Τουρκικής διπλωματίας στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν τον Ερντογάν από το να ξεσπάσει σε γέλια. Ο Τούρκος πρόεδρος χρησιμοποίησε το βήμα της κοινής συνέντευξης όχι μόνο για να στείλει μήνυμα δυσαρέσκειας στην Ευρώπη για τη μη τήρηση της κοινής συμφωνίας για το προσφυγικό, αλλά ανακοίνωσε και τις μελλοντικές του πρωτοβουλίες σε βάρος της απόφασης Ισραήλ και Τραμπ να αναγορεύσουν την Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα του Ισραήλ. Αυτή ήταν ακριβώς η αξιοποίηση της ευκαιρίας που του έδωσε η ελληνική πλευρά, σε ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από τα προσδοκόμενα.
Η Ελληνική διπλωματία αδυνατεί να κατανοήσει τη διαφορετική τροχιά στην οποία έχει εισέλθει το γεωπολιτικό παιχνίδι στην περιοχή. Η κυβέρνηση χωρίς έρμα, με επίκληση των πιο ρηχών επιχειρημάτων, ποντάρει αποκλειστικά στις εγγυήσεις που νομίζει ότι θα αποσπάσει από τις ΗΠΑ καθώς αναγορεύεται σε υποχείριο της πολιτικής τους. Αδυνατεί να κατανοήσει ότι οι ΗΠΑ δεν είναι πια σε θέση να επιβάλλουν ό,τι θέλουν στην περιοχή, ότι έχει υπάρξει μια, προσωρινή ή όχι θα φανεί, ανατροπή συνολικά του συσχετισμού δυνάμεων που περιπλέκει το γεωπολιτικό παιχνίδι αναδεικνύοντας περισσότερες δυνάμεις που αποκτούν ρόλο και λόγο.
Αυτά δεν απασχολούν. Δεν χαράσσεται πολιτική με βάση αυτά τα δεδομένα. Θεωρείται αρκετή η παράδοση της Σούδας, του Άκτιου, της Καλαμάτας, της Σύρου, της Αλεξανδρούπολης στο πλευρό των πιο επιθετικών τυχοδιωκτικών δυνάμεων στην περιοχή, εμπλέκοντας τη χώρα στη δίνη μια πιθανής περιφερειακής σύγκρουσης.
Και δίπλα στις ψευδαισθήσεις της εξασφάλισης «προστασίας» από τη Δύση, ανθίζει η έπαρση ότι «τρίξαμε τα δόντια» στον «καθυστερημένο σουλτάνο» με μαθήματα ευρωπαϊκού δικαίου και Δημοκρατίας ή επίδειξη νομομάθειας, ότι δεν υπάρχει αναθεώρηση συνθηκών μόνο ερμηνεία ή εκσυγχρονισμός.
Τα σημερινά αυτογκόλ θα σηματοδοτήσουν τις αυριανές, καθόλου απρόβλεπτες, επώδυνες εξελίξεις…
Διασώθηκε έτσι η παράδοση των συνεχών παραχωρήσεων του επίσημου ελληνικού προσωπικού έναντι της Τουρκίας