«Πώς πάει το έθνος, πώς πάνε οι δουλειές;» Κι άφησε το κουπί του και με το χέρι εσυχνόκοβε τον αέρα orizontalmente. «Είδες να μαδάνε την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Έτσι πάει το έθνος».
(Διονύσιος Σολωμός, Η Γυναίκα της Ζάκυθος)
Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη …
Γαλήνη.
– Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια·
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.
(Γιώργος Σεφέρης, Επί ασπαλάθων)
Πήρε απ’ το χώμα της ανασκαφήςτο νόμισμα
το γυάλισε με το μανίκι κι έλαμψε
με την καινούργια επιγραφή: Απειρωτάν
Το γύριζε στις Τράπεζες. Καμμιά
Δεν δεχόταν να το πριμοδοτήσει
Τα σύμβολά σας στα Μουσεία, του ’λεγαν
Δεν είναι σύμβολα. Είν’ η αρχαία συνταγή
μιας νομισματικής κοινής πολιτικής
Κι οι μαντικές περιστερές που πέταξαν
κι ενώσαν δυο ηπείρους, δυο ιερά
πώς δεν τη νιώσαν, δεν την μάντεψαν
την επερχόμενη κατάρρευση;
Καιροί πτωχεύσεων, καιροί της Αγοράς
Η Ενωμένη Ευρώπη φύλλα και φτερά
Ο σώζων εαυτόν σωθήτω
Κι οι συνταγές σας στον καιάδα, απάντησαν
(Γιάννης Δάλλας, Απειρωτάν)
Έτσι λοιπόν,
σωστά μιλήσαν οι μαντατοφόροι…
Δεν έχουμε καιρό…
*Ο Βασίλης Αλεξίου διδάσκει στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ.