Του Ρούντι Ρινάλντι.

Στο προηγούμενο σημείωμα (Δρόμος 26/6 –σελ. 14) υποστηρίξαμε ότι έχουμε μπει σε μια περίοδο πολιτικής κρίσης, της πιο βαθιάς πολιτικής κρίσης που γνωρίσαμε από το 1974 μέχρι σήμερα, η οποία τείνει να εξελιχθεί σε οργανική κρίση, σε κρίση ηγεμονίας για το αστικό σύστημα κυριαρχίας, αφού συμπίπτουν με ιδιαίτερη σφοδρότητα η οικονομική, η πολιτική και η ιδεολογική κρίση.

Στο παρόν σημείωμα θα ασχοληθούμε με το πώς επενεργεί η πολιτική κρίση στις υποτελείς τάξεις.
Όταν συντελείται μια διαδικασία πολιτικής κρίσης και αυτή βαθαίνει, δηλαδή δεν είναι απλά μια ενδοκυβερνητική αντίθεση ή ένα επεισόδιο ανταγωνισμών μέσα στη σφαίρα της αστικής τάξης, σημαίνει δύο πράγματα αρκετά σημαντικά: πρώτον διαρρηγνύονται οι σχέσεις του μπλοκ εξουσίας με παραδοσιακά ή ευκαιριακά στρώματα και τάξεις που το στήριζαν και, δεύτερον, αυξάνεται η ανεξάρτητη δράση και κινητοποίηση των καταπιεζόμενων τάξεων και στρωμάτων.
Όσον αφορά το πρώτο, για παράδειγμα το ΠΑΣΟΚ με την πολιτική που υλοποιεί σαν «δοτός του ΔΝΤ», οδηγεί στη συντριβή των λαϊκών στρωμάτων και στη μαζική αποδιάρθρωση των μεσαίων στρωμάτων. Με άλλα λόγια, χτυπά βάναυσα την ίδια του την κομματική βάση και ακόμα όσους από τον «κεντρώο» χώρο το ψήφισαν, μήπως σώσουν ό,τι θα μπορούσε να σωθεί (ψεύτικες υποσχέσεις). Έτσι, είναι αναμενόμενο να αλλάξει όλο το κοινωνικο-πολιτικό μπλοκ.
Όσον αφορά το δεύτερο, μέσα στην κρίση έχουν δυναμώσει οι αγώνες και οι αντιστάσεις και αυτό φάνηκε τα τελευταία δύο χρόνια με κορυφαίες στιγμές τον Δεκέμβρη του 2008 και τη γενική απεργία της 5/5/2010.
Αν μετρήσει κανείς, θα δει ότι παρά -και κόντρα- στις διαθέσεις των συνδικαλιστικών ηγεσιών έγιναν, ήδη, 5 γενικές απεργίες σε διάστημα 2 μηνών και ακόμα έχουν αρχίσει να ξεπηδούν νέες μορφές οργάνωσης και συντονισμού, νέες μορφές κινητοποίησης και, κυρίως, μια νέα μορφή αγωνιζόμενων εργαζόμενων, κυρίως νέων σε ηλικία και προερχόμενων από το χώρο της επισφάλειας.
Έτσι, πλάι στην κομματική-εκλογική και κυρίως τη συνδικαλιστική βάση του ΠΑΣΟΚ, όπου πνέει αγανάκτηση και οργή, παρουσιάζεται ένα νέο προλεταριάτο που είναι μαχητικό, αγωνιστικό, δίνει χρώμα και παρουσία, όλο αυτό το διάστημα.

Αδυναμία της ιθύνουσας τάξης
Μέσα στην πολιτική κρίση, η ιθύνουσα τάξη αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες στο να περάσει την πολιτική της, δεν μπορεί να κυβερνήσει όπως πριν και δεν έχει τη δυνατότητα να αποσπά συναίνεση στην πολιτική της. Πράγματι, αν δούμε συνολικά την αστική τάξη της Ελλάδας, έχει στερέψει από κάθε «μεγάλη ιδέα», δεν έχει ιδεολογικά «καύσιμα» για να πείσει για τους στόχους και την πολιτική της.
Κάποτε υπήρχαν «μεγάλες ιδέες» όπως η «αλλαγή», ο «ευρωπαϊσμός», ο «εκσυγχρονισμός», το τρίπτυχο «ΟΝΕ, Ολυμπιάδα, Βαλκανική διείσδυση», η «επανίδρυση του κράτους» κ.λπ. Τώρα, το μόνο που έχει απομείνει είναι η «σωτηρία της πατρίδας» που, φυσικά, δεν γίνεται πιστευτή και πραγματοποιείται με την άμεση επέμβαση των δανειστών, ύστερα από πρόσκληση των «δοτών». «Σωτηρία της πατρίδας» με ΔΝΤ και Ε.Ε., σωτηρία με αφαίμαξη των εργαζόμενων και μέτρα που βυθίζουν την οικονομία δεν μπορεί να γίνει πιστευτεί σαν ρεαλιστικός και αναγκαίος στόχος. Ο στόχος αυτός όταν εκστομίζεται από τον Γ. Παπανδρέου και τους λοιπούς δεν συναντά καμία απήχηση από τον λαϊκό κόσμο.
Όταν άρχισε να γίνεται αισθητή η κρίση και ο κίνδυνος χρεοκοπίας στη χώρα μας (και αυτό έγινε μετά τον Δεκέμβρη του 2008) στους χώρους της επίσημης Αριστεράς και των ΜΜΕ, προβλήθηκε κατά κόρον ο ισχυρισμός ότι πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, γιατί η κρίση δεν σημαίνει αυτόματα ριζοσπαστισμό και αγώνες, αλλά πολλές φορές οδηγεί σε συντηρητικές αναδιπλώσεις. Και ακολουθούσαν τα ιστορικά παραδείγματα με κλασικότερα το χιτλερισμό στη Γερμανία, τη δεκαετία του ’30. Δεν ήταν μια προειδοποίηση για έναν ενδεχόμενο κίνδυνο, αλλά ήταν εκδήλωση ενός συντηρητισμού -σαν τα εξαρτημένα ανακλαστικά- που εμπόδιζε τη σωστή εκτίμηση διαθέσεων και δυνατοτήτων και πολύ περισσότερο στόχων και υποτίμηση του πρωταγωνιστικού ρόλου που πρέπει να παίξει μια Αριστερά.
Η άποψη αυτή διαψεύστηκε από τα ίδια τα πράγματα και δεν μπορούσε να διακρίνει τη σημασία της πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα, την αυξημένη συμμετοχή σε κινηματικές δράσεις και έναν, εν δυνάμει, ριζοσπαστισμό που αναπτύσσεται. Φυσικά, δεν έκανε και τίποτα προς την κατεύθυνση της οργάνωσης, της έκφρασης, της πολιτικοποίησης αυτής της νέας διαθεσιμότητας. Έτσι, η Αριστερά μάλλον βρέθηκε πίσω από το κίνημα και τις διαθέσεις του κόσμου.
Ένα νέο ποιοτικό στοιχείο τής, βασικά αυθόρμητης, κίνησης του κόσμου ήταν η στοχοποίηση, συνολικά, του πολιτικού συστήματος, ως υπεύθυνου για τα μέτρα που παίρνονται και η συνειδητοποίηση ότι χωρίς την ανατροπή του δεν μπορεί να υπάρξει κάποια στοιχειώδης προκοπή. Ακόμα και στην τελευταία γενική απεργία, της Τρίτης 29/6, ο κόσμος είχε στραμμένο το βλέμμα του στη Βουλή. Τον πολιτικό κόσμο αναγνώριζε ως αντίπαλο και, πλέον, γνωρίζει καλά πως στο θέμα του πολιτικού συστήματος κρίνονται οι βασικοί κόμποι του προβλήματος. Η ακύρωση της συμφωνίας ΔΝΤ-Ε.Ε. και το περίφημο Μνημόνιο, μόνο μέσα από μια μεγάλη πολιτική ανατροπή μπορεί να έρθει.

Η πολιτική κρίση ως «ειδική ευκαιρία»
Σε μια στιγμή ηγεμονικής αστάθειας κατά την οποία η αστική τάξη δεν μπορεί να κυβερνήσει όπως πριν, όπου βασικά χαρακτηριστικά είναι η διάρρηξη των κοινωνικών συμμαχιών, η τρομερή απομόνωση των αστικών κομμάτων που στηρίζουν την επιβολή ενός προγράμματος-σοκ στην ελληνική κοινωνία, η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να νομιμοποιήσει τα μέτρα αυτά, η καταβαράθρωση του Κοινοβουλίου και των διαδικασιών του, οι τεράστιες δυσκολίες διακυβέρνησης και, εν τέλει, η κρίση του κράτους και των θεσμών του να αναπαράγουν την ταξική κυριαρχία. Σε μια στιγμή που αυξάνεται η κινητικότητα και οι αγώνες των καταπιεζόμενων τάξεων και στρωμάτων, σε μια στιγμή που αναδεικνύεται ένας νέος ριζοσπαστισμός, σε μια στιγμή που με γρήγορους ρυθμούς γίνονται ποιοτικά άλματα στη συνείδηση του κόσμου. Το μεγαλύτερο λάθος είναι να μη δει κανείς την πολιτική κρίση και σαν μια ευκαιρία ανάπτυξης αγώνων, χειραφέτησης ενός ριζοσπαστικού ρεύματος, μπολιάσματος διαφόρων πολιτικών εγχειρημάτων, με την κινητικότητα αυτή, οργάνωσης και έκφρασης αγώνων και αντιστάσεων σε όλους τους χώρους.
Όσο κι αν φαίνεται υπερβολικό (για όσους δεν βλέπουν αυτές τις διεργασίες) συνθήματα όπως «Ή εμείς ή αυτοί», «όλοι μαζί, θα κάνουμε συνέλευση μέσα στη Βουλή», «Γιωργάκη, η λαϊκή οργή παρέα θα σε στείλει με τον Καραμανλή», «εσύ που παίζεις στα ζάρια τη ζωή μου, μια μέρα με ελικόπτερο θα βγεις απ’ το Μαξίμου», απηχούν μια ριζοσπαστικοποίηση που αγκαλιάζει όλο και μεγαλύτερα στρώματα, θέτοντας στο κέντρο το ζήτημα της ανατροπής του πολιτικού συστήματος των «δοτών», ανοίγοντας το δρόμο για την ακύρωση του Μνημονίου.
Οι λέξεις «μέτωπο», «ξεσηκωμός», «πολιτική αλλαγή», εκφράζουν και υποστυλώνουν, σήμερα, τον διάχυτο και αυθόρμητο ριζοσπαστισμό που, μπουσουλώντας, ψάχνει μια ρεαλιστική έκφραση και αποτελεσματική δράση.
Για την Αριστερά, αυτές οι συνθήκες δεν παρουσιάζονται κάθε μέρα. Μια βεντάλια αιτημάτων, προτάσεων, αναλύσεων, σκέψεων, συνθημάτων, αντιστάσεων, κινητοποιήσεων κ.λπ. που μπορούν να ξεκινούν από άμεσα ζητήματα αλληλεγγύης και επιβίωσης, μέχρι θέματα λαϊκής σωτηρίας, από ζητήματα πολιτικής ανατροπής του σάπιου πολιτικού συστήματος μέχρι και θέματα ενός άλλου συστήματος, θα ήταν η πιο φυσιολογική συμπεριφορά. Η Αριστερά, σε συνθήκες πολιτικής κρίσης, δεν επιτρέπεται να σκέφτεται όπως πριν, αλλά να δει ποια η σχέση της με τον αναδυόμενο ριζοσπαστισμό, με μια τολμηρή πολιτική τακτική και συνθήματα που εκφράζουν τις διαθέσεις και τις ανάγκες της πιο πλατιάς θιγόμενης μάζας και χωρίς φόβο για συνθήματα και αιτήματα πληβειακά, αντισυμβατικά, αυθόρμητα. Οι κλίμακες και τα όρια μέσα στην οργανική κρίση, στην κρίση ηγεμονίας τροποποιούνται εκθετικά και η ψιλικατζίδικη αντίληψη της επίσημης Αριστεράς για την πολιτική, καθώς και η γενικόλογη πολιτική καταγγελία χωρίς αντίκρισμα, με την οποία συγκαλύπτει την απουσία πρακτικής πολιτικής γραμμής, αντάξια των απαιτήσεων της περιόδου που χρειάζεται μεγάλα σχέδια απέναντι στις μεγάλες προσδοκίες, είναι εντελώς αναποτελεσματικές.
Το 1973 οι φοιτητές που είχαν καταλάβει το Πολυτεχνείο εξέδωσαν μια ανακοίνωση που μεταδίδονταν από το ραδιοφωνικό τους σταθμό. Η ανακοίνωση άρχιζε με τα εξής λόγια: «Οι φοιτητές απ’ όλες τις σχολές, στη διάρκεια του φοιτητικού κινήματος, συνειδητοποιήσαμε πως τα προβλήματά μας σχετικά με τον εκδημοκρατισμό της Παιδείας και τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος δεν λύνονται χωρίς την αλλαγή της συγκεκριμένης πολιτικής κατάστασης. Αρχίζοντας, έτσι, πολιτικό αγώνα…»
Έτσι και σήμερα, χωρίς αλλαγή της συγκεκριμένης πολιτικής κατάστασης δεν υπάρχει λύση. Πρέπει να αρχίσουμε πολιτικό αγώνα μαζί με όλο το λαό και να τον συνεχίσουμε ώς την τελική νίκη. Το πολιτικό σύστημα που έθρεψε και στήριξε την χρεοκοπία της οικονομίας και βύθισε τη χώρα σε μια τεράστια κρίση, πρέπει να ανατραπεί για να καταργηθεί το Μνημόνιο-μνημόσυνο του εργαζόμενου λαού που έφεραν πολιτικός κόσμος (κυρίως κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ αλλά όχι μόνη της) ΔΝΤ και Ε.Ε. Μια παρατήρηση: Μπορούν τα χημικά να «λύσουν» την πολιτική κρίση; Όχι, βεβαίως, γιατί η εκτεταμένη χρήση των χημικών (της καταστολής) θα έχει παρενέργειες σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα και αυτές οι παρενέργειες θα ακουμπήσουν έμμεσα και την όποια κυβέρνηση (μονοκομματική, οικουμενική, σωτηρίας κ.λπ.). Η πολιτική κρίση, η οργανική κρίση, λύνεται μόνο με πολιτικό τρόπο. Λύνεται, ριζοσπαστικά, όταν οι μάζες είναι στο προσκήνιο. Αυτό το δίδαγμα πρέπει να καθοδηγήσει την ανήσυχη Αριστερά!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!