Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΟΚΤΑΒΙΟΣ ΠΑΣ
(1914-1998)
Κώστας
Εγώ ήμουνα τριάντα χρονώ, ερχόμουν από την Αμερική
κι αναζητούσα στις στάχτες του
1946 το αβγό του Φοίνικα,
εσύ ήσουν είκοσι, ερχόσουν από την Ελλάδα,απ’ την
εξέγερση κι από την φυλακή
βρεθήκαμε πρώτη φορά μες σ’ ένα καφενείο όλο καπνό,
φωνές, λογοτεχνία,
μια εστία μικρή, που την κρατούσε ζωντανή ο
ενθουσιασμός, ενάντια στην ανέχεια και την
παγωνιά εκείνου του Φλεβάρη […]
Δεν ήσουν ο Λυκίδας ούτε πνίγηκες σ’ ένα ναυάγιο στης
Ιρλανδίας τον πόντο,
ήσουν ο Κώστας Παπαϊωάννου, ένας Έλληνας
οικουμενικός του Παρισιού, με το ένα πόδι
στη Βακτριανή και το άλλο στους Δελφούς,
κι είναι γι’ αυτό που γράφω τώρα εις μνήμην
σου τους στίχους τούτους στο μέτρο το ακανόνιστο
της συστολής και της διαστολής,
μια προσωδία της καρδιάς που επιμηκύνει τις
βραχείες συλλαβές και τις μακρές βραχύνει,
στίχους μακρείς και σύντομους όπως τα
βήματά σου από το Ποντ Νεφ ως το Λιοντάρι
του Μπελφόρ καθώς απήγγελες το ποίημα του Πρόκλου,
στίχους σε τούτη τη σελίδα για ν’ακολουθούν
τα ίχνη των δικών σου λόγων που είναι αίγες και μαινάδες
και πηδούν κάτω απ’ το φως του φεγγαριού σε
μια κοιλάδα όλο λίθους κι όγκους κρυσταλλικούς, γι’ αυτές
επινοημένους,
ενώ εσύ μιλάς για τον Θεόκριτο και για τον
Μαρξ γελώντας και κοιτώντας τες να ορχού-
νται μες στα βιβλία σου και τα χαρτιά σου
– είναι καλοκαίρι, βρισκόμαστε σ’ ένα ατελιέ που
βλέπει σ’ ένα κήπο ελάχιστο επί της οδού Νταγκέρ,
απ’ την κληματαριά κρέμονται τα σταφύλια, πυ-
κνώματα της νύχτας, μέσα τους είναι ναρκωμένη
μια φωτιά, πύρινοι θησαυροί, να ’τανε τάχα σαν κι αυτούς
εκείνοι που είδε και έψαυσε ο Νερβάλ μες
στον χρυσό των θείων βοστρύχων; –
ο λόγος σου χείμαρρος που κυλάει ανάμεσα σε
οβελίσκους και αψίδες τσακισμένες, σ’ ανά-
πηρες επιγραφές και κοιμητήρια ονομάτων,
ανοίγεις μια παρένθεση μεγάλη, μέσα της φλέ-
γεται και αστράφτει το αρχιπέλαγος του νου,
και δίχως να την κλείσεις εξακολουθείς,
ακολουθείς μια ιδέα, μοιράζεσαι σε μαιάνδρους,
ακινητείς σε κόλπους και σε δέλτα, η ιδέα
σου έχει γίνει πέτρα, γύρω της τριγυρνάς, σ’ αυτη
επιστρέφεις, γίνεσαι ίδιος μια κλωστίτσα από ψυχρές
βελόνες, την τρυπάς και εισέρχεσαι – όχι,
ούτε εισέρχεσαι ούτε εξέρχεσαι, δεν έχει μέσα
κι έξω εκεί, υπάρχει
μόνο χρόνος δίχως θύρες
κι εσύ στέκεσαι και κοιτάς βουβός της ιστορίας
τον θεό: αίγες, μαινάδες, λέξεις
που σκορπούν και σβήνουν [….]
Κώστα, στις παγωμένες στάχτες της Ευρώπης δεν
βρήκα το αβγό της ανάστασης:
στα πόδια της ανήλεης Χίμαιρας της ποτισμένης με αίμα
βρήκα το γέλιο το δικό σου της καταλλαγής.
Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης