Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
(1910-1975)
Αντίσταση
Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές.
Πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβηούν κι εκείνα.
Θάλασσα τρώει το βράχο απ’ όλες τις μεριές.
Μάτια λοξά και τ’ αγαπάς: Κόκκινη Κίνα.
Γιομάτα παν τα Ιταλικά στην Ερυθρά.
Πουλιά σε αντικατοπτρισμό –Μαύρη μανία.
Δόρατα μέσα στη νυχτιά παίζουν νωθρά.
Λάμπει αρραβώνα στο δεξί σου: Αβησσυνία.
Σε κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ιβηρική.
Ανάβουνε του BARRIOCHINO τα φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες και Γραικοί.
Γκρέκο και Λόρκα –Ισπανία και Πασσιονάρια.
Κύμα θανάτου ξαπολιούνται οι Γερμανοί.
Τ’ άρματα ζώνεσαι μ’ αρχαία κραυγή πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,
οι κρεμασμένοι τα δεντρά, μπαίγνιο του ανέμου.
Κι απέ Δεκέμβρη, στην Αθήνα και φωτιά.
Τούτο της γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι
λικνίζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά
Το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.
Αγαπάω
Αγαπάω τ’ό,τι είναι θλιμμένο στον κόσμο.
Τα θολά τα ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους όπου μ’ ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβοων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον ιππότη που είδαν μια βραδιά στ’ όνειρό τους,
να φανεί απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου.
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ασπροφτερό τους.
Τα καράβια που φεύγουν για καινούργια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά –αν ποτέ θα ’ρθουν πίσω
αγαπάω, και θα ’θελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω.
Αγαπάω τις κλαμένες ωραίες γυναίκες
που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα…
αγαπάω σε τούτον τον κόσμο –ό,τι κλαίει
γιατί μοιάζει μ’ εμένα