Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Του Ολύμπου και του Κίσσαβου
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέγει του Κισσάβου.
“Μη με μαλώνεις, Κίσσαβε, μπρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κ’ οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ’ ο γέρος Όλυμπος’ ς τον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κ’ εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν’ η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και τον χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω’ ς την πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει·
“Ήλιε μ’, δεν κρους ταποταχύ, μόν’ κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;”.
Παιδιά, σα θέτε λεβεντιά…
Παιδιά, σα θέτε λεβεντιά και κλέφτες να γενήτε,
εμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω
της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια.
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες!
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε,
ολημερίς’ ς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι.
Δώδεκα χρόνους έκαμα’ς τους κλέφτες καπετάνιος.
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα,
τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα,
το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα,
και το καριοφιλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο.
Του Κίτσου η μάνα
Του Κίτσ’ η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι.
Με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε:
-Ποτάμι, ολιγόστεψε, ποτάμι, στρέψ’ οπίσω,
για να περάσ’ αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια,
οπ’ έχουν κλέφτες σύνοδο, οπ’ έχουν τα λημέρια.
Τον Κίτσο τον επιάσανε, πάνε να τον κρεμάσουν!
Χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ολοξοπίσω πήγαινε η μαύρη του μανούλα.
Μοιρολογούσε κι έλεγε, μοιρολογά και λέει:
-Κίτσο, πού είναι τ’ άρματα, τα έρημα τσαπράζια;
-Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου και την παλληκαριά μου,
μόν’ κλαις τά’ ρημα τ’ άρματα, τα έρημα τσαπράζια!
Του Κατσαντώνη
Στες δεκαπέντε του Μαγιού, στες είκοσι του μήνα,
ο Βεληγκέκας κίνησε να πάει στον Κατσαντώνη.
Επάησε κι εκόνεψε σ’ ενού παπά το σπίτι.
-Παπά, ψωμί, παπά, κρασί, να πιουν τα παλληκάρια.
Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν, εκεί που λακριντίζαν,
μαύρα μαντάτα τού’ ρτανε από τον Κατσαντώνη.
Στα γόνατα γονάτισε: -Γραμματικέ, φωνάζει,
τα παλληκάρια μάζωξε κι όλο τον ταϊφά μου,
εγώ παγαίνω ΄πο μπροστά, στην Κρύα τη Βρυσούλα.
Στη στράταν όπου πήγαινε, στη στράτα που πηγαίνει,
οι κλέφτες τον καρτέρεψαν και τον γλυκορωτούσαν:
-Πού πας, Βελή μπουλούκμπαση, ριτσάλη του Βεζίρη;
-Σε σέν’, Αντώνη κερατά, σ’ εσένα, Κατσαντώνη.
Κι ο Κατσαντώνης φώναξε από το μετερίζι:
-Δεν είν’ εδώ τα Γιάννινα, δεν είν’ εδώ ραγιάδες,
για να τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια·
εδώ ‘ναι λόγγοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια.
Τρία τουφέκια τόδωκαν, τα τρία αράδα – αράδα·
το ‘να τον πήρε ξώδερμα και τ’ άλλο στο κεφάλι,
το τρίτο το φαρμακερό τον πήρε στην καρδιά του.
Το στόμα τ’ αίμα γιόμισε, τα χείλη του φαρμάκι.