Η Αγέρινη
Την είδες; Φως νωπό την τραγουδούσε πέρα
Καθώς εδιάβαινε αγκαλιά με τον αγέρα.
Ο τόπος νύσταζε γλυκά στην αντηλιά της
κι ένα μικρό βιολί χορεύει στα μαλλιά της.
Εκεί που σβήνει ο αχός, την ήπιανε οι αχτίδες
Και φέξαν τα νερά του ονείρου. Δε την είδες;
Γοργή σαν τη χαρά, κι όμως την είδε η Πλάση.
Κλείσε τα μάτια σου, να σου χαμογελάσει.
Ωραία σαν λύπη
Δεν θα την δω ρόδο ή αυγή, κρίνο ή χαλάζι.
Ήταν ωραία σαν λύπη σε αλλαξοκαιριά,
σα βλέμμα ενός πουλιού που αφέθηκε στο χέρι σου.
Πάντα κοιμότανε όταν την αγκάλιαζα.
Μια φορά μόνο, που έπαιξαν τα μάτια της,
ήταν για να μου πει πως ταξιδεύει.
Όταν γελούσε, στο βαρύ καλοκαίρι,
πάντα κοίταζε αλλού. Κάποτε μούφερε
ένα πρόσωπο αλλιώτικο, απ’ την πρώτη ζωή μου.
Θα τη θυμούμαι ως το στερνό βασίλεμα.
Έπειτα, όπως βαθιά θα με κοιτάζει
θα την ξεχάσω.
Βραδινή Μουσική
Ο μεσονύχτιος άνεμος ξύπνησε
τις μαρμαρένιες κόρες στον κήπο.
Η καθεμιά πήρε πάλι τη θέση της
στον πριν καιρό, στον καιρό τον ερχόμενο,
στη συλλογή, στο ατελεύτητο έργο.
Άλλη κρατάει ροδάνι, άλλη χρυσό σταμνί,
άλλη περνάει χλωμά λουλούδια σε στεφάνι.
Έξω απ’ τα πέρα μνήματα, του αγέρα η κόρη
γυαλίζεται, χτενίζεται, να δείξει πιο όμορφη.
Μιλάει και καμαρώνεται κι ουδέ γρικιέται.
Κι ο καβαλάρης διάβηκε στο πράσινο άλογο
κι εκείνες τον εκράξανε με άλαλα χείλια.
Στην κρυφήν αστραπή της νύχτας τον εκράξανε,
τα χέρια του απλώσανε στο πέτρινο όνειρο,
μάειδε ξοπίσω εστράφη ουδ’ αχνογέλασε,
μόνε στο φως διπλώθηκε και πάει του βάθους.
Η καθεμιά πήρε πάλι τη θέση της
στον πριν καιρό, στον καιρό τον ερχόμενο.
Στου τυφλού ανέμου τ’ όνειρο, στο θαμπό τούτο ποίημα,
στο ατελεύτητο έργο.
Στον αιώνα τον άπαντα.