Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
Το Δηλητήριο
Το κρασί ξέρει και το πειό παλιόσπιτο να ντύνει
μ’ έναν πλούτο θαυμάσιο κι’ αγνό
και ξέρει μυθικές στοές αμέτρητες να στήνει
στο χρυσοκόκκινό του αχνό
σαν ήλιος που σε δειλινό συννεφιασμένο σβύνει.
Το όπιο κάνει πειό βαθειά την απεραντοσύνη
πλαταίνει τα όρια χίλιες φορές
σκάφτει βαθειά την ηδονή το χρόνο τον βαθύνει
και μαύρες σκυθρωπές χαρές
πειό πέρα κ’απ’το δυνατό μες στην ψυχή μου χύνει.
Μα τίποτα δεν ειν’ αυτά στο φαρμάκι που στάζει
από τα πράσινά σου μάτια τα ζεστά.
Λίμνη, που ανάποδα η ψυχή μου τρέμει και φαντάζει
και τα όνειρά μου παν εκεί κοπαδιαστά
και στα πικρά της βάραθρα ένα ένα ξεδιψάζει…
Τίποτα μπρος στο τρομερό το θαύμα δεν αξίζει
που του σάλιου του κλείνει η δαγκωνιά
που δίχως τύψη την ψυχή στη λήθη μου βυθίζει
και διώχνοντας τη ζάλη μ’απονιά
λιπόθυμη στου Θάνατου τις όχθες τη λυκνίζει…
Τα παράπονα ενός Ικάρου
Οι εραστές μιας πόρνης λαϊκιάς
είναι χαρούμενοι ζωηροί και θεριεμένοι,
κι’ εγώ χτυπώ την αγκαλιά την τσακισμένη
και δε σφίγγω ούτε μια τούφα συννεφιάς.
Τ’ άστρα τ’ ασύλληπτα μ’αρέσει να σιμώνω
που λαμπιρίζουνε στα βάθη τ’ ουρανού,
εκεί τα μάτια μου δε βλέπουν παρά μόνο
τις αναμνήσεις ενός ήλιου μακρυνού.
Μάταια ζήτησα στο πρώτο πέταγμά μου
το τέλος του διαστήματος να βρω,
από τη Γη ένα μάτι φλογερό
μούλυωσε τα φτερά και πέφτω χάμου…,
Κι’ έτσι καμμένος απ’ τη φλόγα του έρωτά μου
δε θάχω την τιμή τη ζηλευτή
στην Άβυσσο να δώσω τ’ όνομά μου
που θαν’ τουλάχιστον ο τάφος μου Αυτή!…
Η Γάτα
Έλα ωραία γατούλα μου πάνω στη λαύρη μου καρδιά.
τ’ άγρια νύχια σου συγκράτει,
κι’ άσε με στα ωραία μάτια σου να βυθιστώ βαθειά
πού ‘ναι από μέταλλο κι’ αχάτη.
Όταν τα δάχτυλά μου χαϊδεύουν την ελαστική
ράχη σου και την κεφαλή σου
και τα χέρια μου μ’ απόλαυση μεθυστική
ψαύουν το ηλεκτρικό κορμί σου
φέρνω στο νου μου τη γυναίκα μου. Μοιάζεις πολύ
με το βλέμμα της, ζώο αγαπημένο,
σα λόγχη κόβει και τρυπά βαθύ και παγωμένο,
κι’ από τα πόδια ως την κεφαλή
μια χάρη λεπτότατη κι’ επικίνδυνο μύρο
πνέουν στο μελαμψό κορμί της γύρω…
Μετάφραση: Λεωνίδας Πολυδεύκης